Further tags

Στενοκώλης (αρσ.)- στενοκώλα (θηλ.): Έχει ένα φάσμα σημασιών που περιλαμβάνει αυτόν/ήν που έχει στενό κώλο με την καυλή έννοια, αλλά και τον πρωκτικάντζα, τον σφιχτοκώλη, τον στενόκωλο, τον στριμόκωλο. Ωστόσο, ειδικά στο στενοκώλης-α επικρατεί λίγο παραπάνω η κυριολεκτική (άνευ λινκ) σημασία από ό,τι στα άλλα.

1. Θα σου μεταφέρω πάντως μία φάση από την Αμερική για να καταλάβεις τη διαφορά του να είναι κανείς στενοκώλης και του να χαίρεται το παιχνίδι που παίζει.

  1. Μας προέκυψε στενοκώλα η κυρά κι εγώ μεγαλοψώλης ξάφνου στα σαραντατόσα μου!Τι άλλο θα ακούσω ο βλάχος δεν ξέρω ακόμα! (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published

Σύμφωνα με τη Live-pedia: στενόκωλος -στενόκωλη -στενόκωλο (επίθετο) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :στενο - κωλ (κώλος) -ος] αυτός που έχει στενό κώλο, ο στενοκώλης αντίθετα: φαρδύκωλος, φαρδοκώλης.

Ας μας επιτραπεί να anal-ύσουμε λίγο παραπάνω. Ο στενόκωλος, -η, -ο λέγεται περισσότερο ως μεταφορική περιγραφή χαρακτήρα ανθρώπου ή δυσκολίας κατάστασης ή στενότητας χώρου και δευτερευόντως με τη συγκεκριμένη εμφανισιακή και ανατομική σεξουαλική σημασία αυτού/-ής που δεν έχει φαρδύ κώλο.

Χαρακτηριστική είναι κυρίως η διάκριση μεταξύ στενόκωλης και στενοκώλας: Το στενόκωλη έχει περισσότερο τη σημασία της στριμόκωλης, περιγράφει περισσότερο κατάσταση και χαρακτήρα μεταφορικά, ενώ το στενοκώλα έχει πολύ πιο συγκεκριμένη ανατομική σεξουαλική σημασία.

Παρά αυτή την, κατά τη γνώμη μας, μικρή διαφορά έμφασης, τα στενόκωλος-η-ο παρουσιάζουν όλο το φάσμα των παρακάτω σημασιών:

  1. Στενός χώρος, όπου δυσκολεύεσαι να καθήσεις τον κώλο σου (πιο αθώα ερμηνεία), ή που σου προκαλεί μια ασφυξία ανάλογη με πέοντα που προσπαθεί να διεισδύσει σε στενό πρωκτό (πιο πονηρή ερμηνεία).

  2. Χαρακτήρας σφιχτοκώλης, anal-retentive που λένε και στο χωριό μου, που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο και είναι τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, σπασαρχίδης, εξουσιομανής, ψυχαναγκαστικός με τον έλεγχο και γενικά δεν αφήνεται στη jouissance της στιγμής.

  3. Κατάσταση δύσκολη, στριμόκωλη που ελπίζουμε ότι θα περάσει εβέντσουαλjυ όπως ακριβώς ο πέοντας δυσκολεύεται προς στιγμή να διεισδύσει σε μία στενή κωλοτρυπίδα αλλά διατηρεί την ελπήδα ότι τελικά θα τα καταφέρει.

  4. Και με την πιο κυριολεκτική σημασία ο στενόκωλος-η, πράγμα που φαίνεται κυρίως στο σεξ, που μπορεί να έχει και καυλή έννοια. Παρεμπιπτόντως, πολύ ενδιαφέρουσα η έκφραση «από τότε που ήταν στενόκωλος/-η ο/η τάδε» (παρτόλα/ς) ως συνώνυμο του τότε που ήταν η Ακρόπολη οικόπεδο και ο «βασιλικός» (εθνικός) κήπος γλάστρα κιέτσ'.

  5. Επίσης, εμφανισιακά αυτός που έχει πεσμένο κώλο, που δεν είναι τουρλοκώλης-α ή μπουζουκόκωλος-η.

  1. Ο χωρος γουστοζικος με το μπαρ μες τη μεση αλλα σιγουρα στενοκωλος.. (Από κριτική στριπτιτζάδικου)

  2. να κανουμε μια στηλη με στιγμες που πηγαν να γινουν one night stand αλλα δεν εγιναν ειπαμε στενοκωλος!
    αμα κανουμε τετοια στηλη εγω δε θα γινω ποτε forum master δε θα χω να γραψω τιποτα! αφου ο μονος λογος για να μην εκπληρωθει one night ειναι να μην θελω εγω βεβαια στενοκολος ειμαι εγω στις σχεσεις αλλα τεσπα (Από φόρουμ).

  3. Αυτοι οι εγγλεζοι ρε παιδι μου αγαπη που μας εχουν.Καλα οι γερμανοι εχουν λογους να μη μας γουσταρουν αφου παντα ειμαστε εχθροι τους σ ολους τους πολεμους. Αλλα οι φλεγματικοι οι στενοκωλοι,οι ασπρουλιάρηδες, απο που και γιατι τετοια αντιπαθεια. Μαζι τους χρονια πολεμουσαμε,χρονια πολλα συμμαχοι,και ακουμε συνεχεια απ αυτους υβρεις και σχολια ειρωνικα. Οι ξεπεσμενοι αριστοκρατες,τεως αποικιοκρατες,ρατσιστομουτρα τι τους καναμε; (Εδώ).

  4. tha to edina free alla eimai se idiaitera stenokoli katastasi (Εδώ)

  5. For all fantariaaa pou ypiretoun kai einai se kapia stenokoli skopia kai perimenoun na perasei to gamimeno to 2oro skopia pantazis laiko elliniko yunanıstan. (Από βιντεάκι)

  6. Αλλη ω θεοί! σαν μαϊμού είν ασχημομούρα, στενόκωλη, άβυζη, κοντόλαιμη, καμπούρα! Κακιά, μικρόψυχη, όσο ζει, δεν λέει να πάψει Τρόπους να βρίσκει, ποιόν και πως μπορεί να βλάψει. (εδώ)

  7. Το΄τα ούλλα που γράφετε ενν χιλιοειπωμένα. Ενν που τον τζιαιρόν που ηταν στενόκωλη η ΠΑΟΛΑ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.

Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...

(από georgemn, 14/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.

Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.

- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανκοπρεπέστερη εκδοχή τση πουτάνας, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται.

Γιατί όμως το πουτανί να θεωρείται πιο πουτανιάρικο από την πουτάνα; Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω και να πανηγυρίσω τον σχετικό κανόνα τση σλανγκογραμματικῆς: παν γένος ουδετεροποιούμενον εκγκαυλίζεται.

Ετς, το πουτανί θα προκαλεί πάντα περισσότερο σοκ και πέος από την σκέτη ποττάνα. Ετς, και η αμαρτωλή Καυλάουρα πάντα θα τρώει τη σκόνη του αμαρτωλού Λίλιαν.

Βλ. επίσης: χαζοπουτανί, πουτανάκι.

Ασίστ: Πάτσμαν, από το δουπού.

1.
τα πουτανί που ήρθαν απ το ανατολικό μπλόκ ξελογιαζουν παντρεμένους και διαλύουν οικογένειες

2.
Ο μουρόχαυλος! Μαλθακός σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του είναι. Κάθεται ένα πουτανί σαν τη Φροσάρα, να τον ξεζουμίζει και να τον κερατώνει κι από πάνω.

3.
αυτό το πουτανί η ψευτοψυχολόγα η Στέλλα, με τον φασιστικό τρόπο που έχουν όλοι οι μοντεράτορς- αυτή ήταν η χειρότερη, βαθειά κομπλεξικό πουτανί μιλάμε- με διέγραψε, και ξανά και ξανά όταν μπήκα με άλλα παρεμφερή ονόματα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

4.
Τι να αγαπήσεις από το μέσο εφηβικό πουτανί που τα πετάει όλα έξω μου λέτε ; Ή από έναν παλιόπουστα με τα μαλλιά κοκοράκι;

5.
♪♫ Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Εσύ για όλα φταίς εσύ
Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Σε φάγανε οι πουριτανοί ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρά κυρία με εντυπωσιακά γυμνασμένο σώμα, ειδικότερα στην περιοχή των γλουτών. Η πληθωρική της παρουσία επεκτείνεται και στο πλούσιο μπούστο, ενώ τα καλοκαίρια συναντάται σε παραλίες παίζοντας μπιτς βόλεϊ και φορώντας σέξι μαγιό. Εργάζεται συνήθως σε καφέ στην περιοχή της Τούμπας Θεσσαλονίκης.

- Χάρη, πάμε το μεσημεράκι για καφέ;
- Μπα, άσε βαριέμαι.
- Θα δουλεύει ο υπερτράβελος σήμερα ρε!
- Τότε φύγαμε ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μούτα είναι η άσχημη, έως πολύ άσχημη, γυναίκα. Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη μούτι, η οποία στη νεοελληνική σημαίνει σκατά.

Η αναφορά γίνεται κυρίως για το πρόσωπο, αλλά πολλές φορές είναι το συνολικό αποτέλεσμα που θα σε κάνει να καλέσεις μία γυναίκα μούτα.

  1. - Τι έγινε τελικά με αυτή που μιλούσατε στο facebook; Καλή; - Μούτα ρε φίλε, άστα να πάνε... Δε βλέπεται η γκόμενα...

  2. - Δε σου γνώρισε η αδερφή σου ρε καμιά φίλη της; - Τι να μου γνωρίσει μωρέ; Όλο με κάτι μούτες κάνει παρέα.

  3. - Μόλις περάσουμε από δίπλα, τσέκαρε αυτές που κάθονται δίπλα στο παράθυρο... - Προχωράτε! Μούτες και οι τρεις...!

Ορνέλα Μούτι, με την καλή έννοια. (από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό λόγω των σωματικών τις αναλογιών και προσόντων. Η πιο κοντινή απόδοση θα ήταν καυλάκι.

Ο όρος προέρχεται από τον παραλληλισμό με την ξύστρα, η οποία ακονίζει (ξύνει) το μολύβι, κάνοντάς το πιο μυτερό. Το αντίστοιχο «ακόνισμα» πράττει και το ξυστράκι, άθελά της ή μη, στο φαλλό κάποιου ανδρός. Το «ακόνισμα» αυτό μπορεί να μην είναι μόνο σωματικό, αλλά και ψυχοπνευματικό.

  1. Στη δικιά σου 7μιση... Τι απίστευτο ξυστράκι είναι αυτό ρε φίλε... (Θέλοντας να επιστήσουμε την προσοχή σε κάποιον φίλο μας, ώστε να επιβεβαιώσει και ο ίδιος ότι έχουμε εντοπίσει ένα ξυστράκι).

  2. Πού χάθηκες ρε ξυστράκι; (Αντίστοιχο του «πού χάθηκες ρε καυλάκι;»).

  3. Θα βγούμε απόψε με κάτι ξυστράκια από τη σχολή. Ψήνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γκόμενα, που νομίζει οτί είναι καμιά Αφροδίτη, ενώ στην πραγματικότητα ξεπερνάει το μπαζουλομπάζουλο lvl 9.000. Χρησιμοποιείται επίσης και ως επιφώνημα(ρε μπόγλα, αϊ μωρή μπόγλα) κυρίως μεταξύ κοπελών. Το «μπόγλος» αποτελεί την αρσενική version του slang.

- Μαλάκα δεν θα το πιστέψεις!
- Τι ρε;
- Να ρε, τις προάλλες ο Νίκος βγήκε με την Μαρία, ξέρεις μωρέ αυτήν τη μπογλάρα απ' το 4ο!!

(από σφυρίζων, 07/06/13)(από σφυρίζων, 07/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεόκοπη αυτή ατάκα αποτελεί ταυτολογία-ωδή στα σφαιρικά θέλγητρα της χιλιοτραγουδιαμένjης ρουμπενσικής ελληνίδας βυζαρούς. Αυτής που ακόμα κι αν είναι ψιλομπάζο, προξενεί λιμβικό ταράκουλο στον ορμονικά ενεργό άρρενα πληθυσμό δια της βυζαναδείξεως.

Πέον να σημειωθεί ότι η έκφραση γέννησε πληθώρα παραλλαγών που γίνηκαν βάιραλ στο νέτι και απανθίζουμε προς τέρψιν του συναγωνιστή σλάνγκου:

  • γυναίκα χωρίς βυζάρες = άντρας χωρίς λαχτάρες
  • γυναίκα χωρίς βυζί = μοτέρ χωρίς μπουζί
  • γυναίκα χωρίς βυζιά = Ελλάδα χωρίς νησιά
  • γυναίκα χωρίς γόβες = αμάξι δίχως ρόδες
  • γυναίκα χωρίς καμπύλες = Εκάλη χωρίς βίλες = υποβρύχια δίχως τορπίλες
  • γυναίκα χωρίς κόλπα = πόλεμος δίχως όπλα
  • γυναίκα χωρίς κώλο = μπατάρια χώρις πόλο = Ελλάδα χωρίς Βόλο = λιμάνι χωρίς μώλο = τοστ χωρίς Dirollo = στρατός χωρίς στόλο = Εκκλησία χωρίς θόλο
  • γυναίκα χωρίς μπαλκόνια = σπίτι δίχως σαλόνια
  • γυναίκα χωρίς νάζι = χειμώνας δίχως χαλάζι
  • γυναίκα χωρίς νάζια = μηχανή χωρίς γκάζια
  • γυναίκα χωρίς παχάκια = τούρτα χωρίς κεράκια
  • γυναίκα χωρίς πιασίματα = αμάξι χωρίς κρατήματα = φουρτούνα δίχως κύματα
  • γυναίκα χωρίς στήθος = σπίτι χωρίς τοίχος
  • γυναίκα χωρίς στριγκάκι= Luna Park χωρίς τρενάκι
  • γυναίκα χωρίς χουφτώματα = σπίτι χωρίς κουφώματα

Σ.ς.: οι υπόλοιποι που προτιμάτε τις γυναίκες σας παστές σαν φωτοτυπία ταφόπλακας παρακαλώ περάστε στο φουαγιέ για ένα ντεκαφεϊνέ, γουλιά και φέρετρο. Στη συνέχεια θα σάς παραλάβει ειδικό πουτσύλατο-ασθενοφόρο με προορισμό το Ακτινολογικό, Αβύζου και Ακώλου (γωνία).

Ασίστ:Gatzman

1.
- Χαντουτσοβα και ξερο ψωμι , κι ας ειναι αβυζο...
- Διαφωνώ συνονόματε γιατί όπως λένε Γυναίκα χωρίς βύζους=Εκκλησία χωρίς Jesus

2.
Ο Χριστός δεν ξέρω τι είπε, αλλά προσφάτως ο ντι τζέι στις Μούσες έλεγε «γυναίκα χωρίς βύζους, ίσον εκκλησία χωρίς τζίζους» :headbang3: :2funny: :2funny: :tooth:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified