Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.
Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;
Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.
Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.
- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...
Got a better definition? Add it!
Μια γυναίκα χάλια μαύρα.
Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.
Got a better definition? Add it!
Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.
- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!
Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.
Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!
Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».
Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.
- ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).
- Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).
- Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).
- Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).
Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.
Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:
Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.
Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.
1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»
2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»
Got a better definition? Add it!
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.
Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε
Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.
Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:
τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .
Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ρόμπα, μεταξύ άλλων αξεσουάρ της γυναικείας σπιτικής ενδυματολογίας (ρόλεϊ, κομπινεζόν, παντόφλα, αξεσουάρ πρακτικά -άρα άχαρα, ή φανταχτερά -άρα καβλερά) είναι το σύμβολο της συζύγου, η οποία:
α. την έχει πάρει από κάτω ο γάμος και το μεγάλωμα των παιδιών και δεν πρόλαβε ποτέ ξανά να περιποιηθεί τον εαυτό της
β. με το που καπάρωσε τον μαλάκα παραιτήθηκε αυτομάτως από την προσπάθεια να κρατιέται φιτ, αφέθηκε, ξεχλείλωσε, έγινε ντεκαβλέ, αντισέξ και μπουχέσα
γ. είναι χαμερπούς καταγωγής, δευτεράντζα ένα πράμα, κλατσάρα, τσόκαρο, παντόφλα
δ. έχει και κάτι το πουτανέ (δηλ. η ρόμπα της δεν είναι της λαϊκής αλλά και καλά σέξι, λαμέ, σατέν, μετάξι, βελούδο, ψεύτικα βέβαια), πουτανέ και καβλέ λοιπόν, αλλά προς το «κουρασμένο» και ξεπεσμένο πια...
ε. είναι όλα τα παραπάνω μαζί, άρα καλύπτει όλη τη γκάμα των φαντασιώσεων ενός άντρα που θέλει τη γυναίκα του μάνα, πουτάνα, φίλη
στ. είναι ακόμα μικρή και νόστιμη, αλλά φαίνεται σαφώς ότι θα εξελιχθεί προς κάποιο από τα παραπάνω πρότυπα.
Η λέξη ρόμπα όμως δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό μιας ελαστικών ηθών, κακού γούστου και πατσουρέ γυναίκας. Χρησιμοποιείται για όλους, με την σημασία «ρεζίλι», όπως αποδίδεται στον άλλον ορισμό.
Σε κάποιες απ' όλες αυτές τις κατηγορίες πιθανόν να αναγνωρίσουμε τη μάνα μας ή την αγαπημένη μας θεία, αλλά τεσπα αυτή είναι η σλανγκ, τι να κάνουμε. Θεναπω ότι πόσες από τις μανάδες μας δεν αφέθηκαν μετά τον γάμο και έγιναν χάλι μαύρο, ας πούμε... Λίγες το απέφυγαν γιατί η εποχή τους είχε άλλες έγνοιες. Χάρη στην καταναλωτική κοινωνία όμως, που έχει και τα καλά της, οι σημερινές μανάδες είναι πιο φροντισμένες, πιο μέσα στη ζωή, πιο σύμβολα του σεξ από τις των περασμένων γενεών. Δεν ξέρω πόσο «μάνες» είναι, αλλά κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό...
Αντώνυμο: αρχοντομούνα
- Ωραίο μουνάκι!
- Ρε φίλε, τελικά σου αρέσουν Κάτι Ρόμπες εσένα, ε;
- Ε όχι και ρόμπα το κορίτσι, έχει το νυχάκι της, τα καβλιάρικα τα ρούχα της, το κραγιονάκι της...
- Ντααααξ...
Got a better definition? Add it!
Παλαιά ιαχή της μαρίδας κατά αγριοπουστάρας στην παλιά Αθήνα.
Βέβαια, η Φτερού κι η Πάολα, που σύχναζαν στο «Καφέ Σπορ» κοντά στην Ομόνοια (όπως κι ο «Σωτηράκης» Μπέλλου), έβαζαν στη θέση τους τυχόν κουραδόμαγκες και τους βλάχους που τις έκραζαν.
Κάποιος θηλυπρεπής ντιστεγκές, καλούμενος από τον Φωτόπουλο να πάρει παραγγελία, αφού τον πέρασε για γκαρσόνι (φορούσε άσπρο κοστούμι με μαύρο παντελόνι), απήντησε με χάρη: Δεν θα μπορέσωωω!
Οι νεοέλληνες (όπως κι οι νεότουρκοι) αυτο-θεωρούνται πολύ άντρηδοι και σκώπτουν ανηλεώς τις αδερφές, αλλά τα φαινόμενα απατούν.
Αποκαλούν με θυμηδία «πούστηδες» τους Εγγλέζους, επειδή οι αδερφές στην Αλβιόνα κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όλο σ’ αυτούς τρέχουνε για να σπουδάσουνε. Κατά την ίδια λογική, οι Εγγλέζοι θα πρέπει να είναι και ανάπηροι, αφού τα καροτσάκια μηδαμώς εμποδίζονται να κυκλοφορούν ισότιμα.
Καλύτερα να μην κατεβάσουμε κανα σεντόνι, με παράξενες ιστορίες για κωλοχανεία (τουρκ. κιουλ-χανέδες), τα κιοστέκια, τα ιτς ογλάνια, τα τσιμπούκ τσογλάνια των καπετανέων του βουνού (από Αντρούτσο μέχρι Βελουχιώτη), την μύηση στα επαγγελματικά ινσάφια (σινάφια) της καθ’ ημάς Ανατολής, ούτε και στα καφέ-πουστ της Ευρώπης, όπου μόνιμοι θαμώνες ήταν (και είναι) Ρωμηοί, Άραβες και Τούρκοι...
Εξ άλλου, οι εν Ελλάδι τραβεστί ιερόδουλες πολλαπλασιάζονται σήμερα σαν τα μανιτάρια, ενώ ο Άνταμ Σμίθ διετύπωσε την θεωρία προσφοράς – ζήτησης εδώ και τρεις αιώνες...
Got a better definition? Add it!