Η κωλοπετσωμένη και ψιλοσπασμένη πλην καυλιάρα σαρανταφεύγα μιλφού. Το μουνί της μπορεί να έχει αρχίσει να πατινάρει, αλλά η μπογιά της ακόμα μισοπερνάει.

Χλευαστικά, η Ντάμα του αντιπάλου στο σκάκι. Συνώνυμο επίσης τση πουτάνας, σύμφωνα με τον σενσέι Ηλία Πετρόπουλο. Προσφιλής λέξη των Καρκαβίτσα και Τσιφόρου.

Πάσα: HODJAS, deinosavros και malakia (από Δ.Π.)

- Τωρα κολακευεσαι με την 15 χρονια μικροτερη σου που σε θελει ακομα και γαμπρο! Αμα η επομενη ειναι καμμια μισοτριβη ξερεις τι κουρελιασμα θα παθει η ψυχολογια σου ειδικα οταν θα βλεπεις πιπινια να τριγυρνανε γυρω σου;

- Εμάς τι μας ενδιαφέρει αν μια μισότριβη καλλιτέχνης άλλαξε γκόμενο;

- Μυξιάρης. Ζητάει ελεημοσύνη από μια μισότριβη καμπαρετζού με κυτταρίτιδα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δεί την καλτσοδέτα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει κάτι σαν το μιλφ, αλλά ακόμη μεγαλύτερης ηλικίας. Σπασμένη πατρόνα για πολλά σχέδια...

Από την λέξη cougar.

- Πω.πω.πωωωωωωωω!!!! 45 χρονών και είναι θρυλική μουνάρα!!!!!!
- Σωστό κούγκαρ!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πουρό & πιπίνι.

Κοντροβέρσιαλ και οξύμωρη σύνθετη λέξη που επιφανειακά τουλάχιστον δημιουργεί μεγάλης έκτασης κοντράστ, μιας και η λέξη πουρό αντιπροσωπεύει την ωριμότητα, το σίτεμα, το πατσούριασμα κτλ. σε αντιδιαστολή με την λέξη πιπίνι, που αντιπροσωπεύει την νεανικότητα και το σφρίγος του νεαρού θηλυκού ή αρσενικού γκομενακίου.

Κυριολεκτικά θα ήταν αδύνατον να συμπορευτεί η έννοια της πουροσύνης και της πιπινοσύνης εις το ίδιο πρόσωπον. Αν και θα μπορούσε να σημαίνει την εμφάνιση των πρώτων πουροσημαδιών ή πουροενασχολήσεων, ρυτίδων, ωρίμασης σε ένα νεαρό ή σχετικά νεαρό άτομο. Ωστόσο μεταφορικώς η λέξη έχει μάλλον ειρωνικό και σχετικά κοροϊδευτικό/μειωτικό χαρακτήρα προς τον δέκτη, μιας και θέλει να τονίσει με δραματικό αλλά και υπερβολικό τρόπο αυτά τα μικρά και ασήμαντα σημάδια της ωρίμασης, με σκοπό κάτι που μπορεί να ποικίλλει από ένα απλό (αλλά συνήθως όχι ιδιαίτερα αθώο) πείραγμα μέχρι το να μειώσει τον δέκτη.

Συνηθισμένες ηλικίες για να χαρακτηριστεί κάποιος/α ως πουροπίπινο μπορεί να είναι συνήθως μετά τα 25, όπου το άτομο έχει απολέσει και το τελευταίο ψήγμα της όποιας αθωότητάς του και ίσως μέχρι την μετά-milf / προ-mature ηλικία. Συνηθισμένα χαρακτηριστικά και ενασχολήσεις του πουροπίπινου είναι η παρέα με αρκετά μικρότερα σε ηλικία άτομα, η εμμονή με την εφηβική ζωή και την ανεμελιά που αυτή συνεπάγεται, η παντελής έλλειψη οποιονδήποτε υποχρεώσεων, το κατ' επιλογήν ή και όχι ράφι κτλ.

- Πάλι χώρισε η Εύα, την είδα να ξενυχτάει και να τα πίνει με κάτι πιτσιρίκες φίλες της στο Γκάζι. Και μας το έπαιζε φουλ ερωτευμένη με τον τύπο. Τον έστειλε κι αυτόν.
- Άσε ρε με το πουροπίπινο, αυτή αν δεν της τύχει ο Κλούνεϊ δεν παίζει να παντρευτεί.

(από Mpiliardakias, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος και η γριά που μοιάζουν με τα πατημένα σταφύλια, από τα οποία βγαίνει ο μούστος.

Σήμερα μεγάλος αριθμός τέτοιων γερόντων αποφεύγουν να καταντήσουν μουστόγεροι κάνοντας χρήση μπότοξ.

Είδες ο μουστόγερος μάπα που έφτιαξε; Το τσίτωσε το μάγουλο και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!

Έχουν όμως και τις αβάντες τους... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπήρχε από παλιά με επιφανές παράδειγμα τη Δέσπω Διαμαντίδου στον ρόλο της κουμπαρομπεμπέκας στην ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) σε σκηνοθεσία- σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού, πλην διέρχεται αναβίωση στις μέρες μας κυρίως ως ένα θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού.

Εκ των κουμπάρα και μπεμπέκα το λεπόν προφάνουσλυ ετυμολογείται, οπότε μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

- Γυναίκα ευρισκόμενη στην ευαίσθητη ηλικία μεταξύ μιλφ και κούγκαρ (την οποία ηλικία δεν θα προσδιορίσουμε, άλλωστε η ψυχική ηλικία μετράει), η οποία καίτη (Γαρμπή) γεροντομπεμπέκα, ή μάλλον επειδή είναι γεροντομπεμπέκα, μπεμπεκίζει και προσπαθεί να δείχνει με την εμφάνισή της νεώτερη, για να ψαρεύει τεκνά, ή, έστω, κουγκαροθύματα.

- Γυναίκα που ως το θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού εκτίθεται υπερβολικά προσπαθώντας να προκαλέσει με την εμφάνισή της ώστε να προσελκύσει τα βλέμματα. Αν ζούσανε σ΄ άλλη εποχή, ο κλαρινογαμπρός θα παρίστατο βλαχοκομψευόμενος σε γάμους με κλαρίνα, ενώ η κουμπαρομπεμπέκα θα έτρεχε από γάμο σε γάμο για να πιάσει την ανθοδέσμη της νύφης. Σήμερα, απλώς περιδιαβαίνει τα νυφοπάζαρα, ή, μάλλον, τα κουμπαροπάζαρα νέας κοπής, διαδικτυακά, μουτσουνοτεφτερικά (copyright: dryhammer) ή παραλιακά.

- Στον χαρακτήρα της κουμπαρομπεμπέκας υπάρχει και η ζήλεια προς την πρωταγωνίστρια νύφη και ένας ορισμένος ιζνογκουντισμός που της βγαίνει σε μπίτσιασμα.

- Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ. Μαστ η δωδεκάποντη γόβα σκυλέτο και οι περίεργες κομμώσεις, για αναλυτική περιγραφή βλ. πρώτο παράδειγμα. Συναφώς γίνονται πού και πού διαδικτυακοί διαγωνισμοί για την καλύτερη κουμπαρομπεμπέκα, ανάλογοι αυτών για τον μεγαλύτερο κλαρινογαμπρό.

- Χαρακτηριστικό της είναι ότι σκάει μύτη παντού ντυμένη σαν να έχει πάει σε γάμο, ακόμη κι αν βγει το πρωί μέχρι το περίπτερο.

- Πρόκειται για Ελεεινίδα με νοοτροπία μικροαστικής μιζέριας με τα επίπεδα νυφουλίνης να έχουν χτυπήσει ταβάνι. Απώτερος σκοπός της η αποκατάστασή της ως καλοβλαμμένης μικροαστής ή μεγαλοαστής. Εκεί θα γίνει και η σχετική πάλη των φύλων, αν η κουμπαρομπεμπέκα θα τυλίξει τον κλαρινογαμπρό ή αν ο κλαρινογαμπρός θα βολέψει την κουμπαρομπεμπέκα και θα γίνει καπνός.

- Η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει κάτι το οικογενειακοδιαστροφικό τ. στην κουμπάρα και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία. Την φανταζόμαστε ως χαμηλοβλεπούτσα παπαδοξηλώτρα που καίτη σεμνυνόμενη τα οικογενειακά τάμπου δεν θα διστάσει να προβεί στις (νοερές ή σαρκικές) αιμομικτικές σχέσεις που επιβάλλει ο συμβιωτισμός της ελληνικής οικογένειας.

- Συναφώς μπορεί να είναι μία εκ πολλών απαντήσεων στο τσουβαλοειδές ερώτημα «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;», οπότε εννοείται ότι οι νεποτιστικοί διορισμοί και άλλες χάρες σε κουμπαρομπεμπέκες μας έφεραν ως εδώ.

- Πλην η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει και κάτι πρόσχαρο από γυναίκα διπλανής πόρτας, νοικοκυρά, μιλφέιγ με την καυλή έννοια, τρε μαμισάμπλ.

Αλλά δεν περιγράφω άλλο, δίνω τον λόγο στα παραδείγματα, αφού αναφέρω το γουγλοτρίβιο ότι ως επιφανείς κουμπαρομπεμπέκες ο γούγλης δίνει, μετά την κουμπάρα όλων των κουμπάρων Δέσπω Διαμαντίδου, την Κατερίνα Καραβάτου, την Ευγενία Μανωλίδου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο.

1. Βέβαια δε θέλω να αδικήσω την εξελιγμένη μορφή της κουμπάρας. Κάτι σαν τα pokemon έχουν γίνει πια. Κάτω από τις 3 εξελίξεις δεν πέφτει. Την γνωρίσαμε ως κουμπάρα. Ψηλά high heels, τρέσσα μαζεμένη προς τα πάνω και πίσω με ένα γλαστράκι απ' τα δεξιά να φωτοσυνθέτει και ένα maxi ανθισμένο φόρεμα-συνέχεια του γλαστρακίου-δίχως ύφασμα από τον αφαλό και πάνω. Άμα έκανε δε σβούρα με τον κώτσο Αμαζονίου, θρηνούσαμε θύματα κι όλοι ρώταγαν «Από παθολογικά; Όχι από κουμπαριά».

Πλέον η κουμπάρα πήρε τα πάνω της και έγινε η γνωστή σε όλους μας Κουμπαρομπεμπέκα με τ' όνομα. Σου θυμίζει λίγο τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία με τον Αντωνάκη και το καπελάκι του να φεύγει; Όχι αδίκως. Παραμένει η κυρα-Ανακατωσούρα που θα σε βάλει να γίνεις οπίσθιο ξεύγλωτο. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι ντύνεται λατέρνα από το πρωί που θα ξυπνήσει, η τρέσσα πλέον έχει το μαλλί της καθώς όταν τη ρωτάς σου απαντά «Καλέ δικά μου είναι τα μαλλιά, εγώ τ' αγόρασα» και τρέχει από γάμο σε γάμο κάθε Κυριακή μετά τα βαφτίσια για να ψαρέψει όλους τους κλαρινογαμπρούς που της ξέφυγαν. Η κατάληξη, ίδια κάθε φορά: στις τουαλέτες να μετρά τα πλακάκια και αναρωτιέται αν θα βάλει τέτοιο στο σπίτι τους. Λίγο πριν αποφασίσει ο τύπουλας έχει γίνει ένα με αέριο που προέρχεται από την καύση αντικειμένων και δη ξερών: καπνός. Η μόνη τεράστια αλλαγή που θα παρατηρήσεις πάνω της θα 'ναι στη βαφή. Άκουσα ότι τσακώθηκε με την ντεκαπαζ και αν δε φτάσει η ρίζα στην ανακύκλωση δεν πάει να την στοκάρει.

Άμα τη δεις μην την πλησιάσεις. Είναι απελπισμένη για σεξ και γονιμοποιείται εύκολα. Πέτα της βελάκια από μακριά. ΠΡΟΣΟΧΗ! Φέρει μυστικό όπλο μαζί της που θα σε αντικρούσει στην εκτόξευση αντικειμένων. Το λεγόμενο μαλλί-τσάντα. Μέσα σ' αυτό θα βρεις κλειδιά, μακιγιάζ, κινητό, cosmpolitan, αντισυλληπτικά (γεμάτο κουτί) για να σε ψήσει ότι δε θέλει γάμους και τη θεία μου την Τούλα που τόλμησε να φορέσει τα ίδια με αυτήν μια Τετάρτη του Μάη.

2. Ένα κομμάτι φανουρόπιτα από τα χεράκια της Μαριέττας Χρουσαλά έτρωγε η Κατερίνα Καραβάτου ,όταν πήρε μια κορδέλα και την έδεσε στα μαλλιά της. Τότε, γύρισε η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και είπε στην Κατερίνα Καραβάτου: «Ξέρεις τι μου θυμίζεις; Μη θυμώσεις όμως. Μου θυμίζεις κουμπαρομεμπέκα».

3. Ο γάμος του Αντωνάκη και της Ανγκέλας με κουμπαρομπεμπέκα τον Βενιζέλο.

4. Εχουν χωρίσει ζευγάρια και ζευγάρια για τις φουσκάλες του. Διότι όταν μπαίνει ο Αντωνάκης μέσα στο σπίτι του, ποια βλέπει να πίνει καφέ με τη γυναίκα του, την Ελενίτσα; Την κουμπαρομπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου βλέπει. Δεν βλέπει την Κέιτ Μός ούτε την Αρβελέρ. [...] Ομως οι γιαγιάδες είναι της σχολής «κουμπαρομπεμπέκα» και δεν θέλουν να βλέπουν μια ξυλάγγουρη μοντέλα, αμερικάνικο στυλ, να λέει κρυάδες. Καλή η Βίκυ, αλλά δεν γνωρίζει να λέει το φλιτζάνι. Οπότε, πάμε Μανωλίδου.

5. 6.000 μονάδες, αφού έχουμε δομήσει παρανοϊκά ομόλογα για να εισπραχθούν απίστευτες προμήθειες σε εξ αγχιστείας συγγενείς (γεια σου κουμπαρομπεμπέκα!)

6. Οταν ένας άνδρας τα φτιάχνει με την κουμπαρομπεμπέκα του αυτό λέγεται πουστιά, όταν μια γυναίκα κάνει το ίδιο με τον συμπέθερο/κουμπάρο/κολλητό αυτό λέγεται πουτανιά. Και όλα μαζί αν τα βάλεις σε ένα τσουβάλι, ανηθικότητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως άσχημο πρόσωπο (χωρίς και να αποκλείεται η ομορφιά) του οποίου όμως την ασχήμια ή ομορφιά δεν την εκλαμβάνουμε ως απλή, αλλά ως σημαίνουσα χίλια δυο για το άτομο που φέρει το πρόσωπο αυτό: ξεκωλαριλίκια, πρέζες, γαμημένη ζωή, βίτσια, στέρηση, κατάχρηση, καταπόνηση, τα πάντα όλα. Κάθε ρυτίδα (γιατί δεν μιλάμε για φράπα εννοείται) είναι και μια εμπειρία, συνήθως ερωτικοσεξουαλικής βάσης.

Μπορεί όμως να μην συντρέχει τίποτε απ' όλ' αυτά και να πρόκειται περί κληρονομημένων χαρακτηριστικών.

Λέγεται και για τα δύο φύλα. Προϋποθέτει δε κάποια «ώριμη» ηλικία. Δεν λες εύκολα εκφυλόφατσα κάποιον / -α κάτω των σαράντα.

Επίσης η εκφυλόφατσα μπορεί και να είναι ελκυστική, δεν είναι απαραιτήτως αποτροπαϊκό θέαμα. Εκεί γίνεται το μπέρδεμα και πολλοί νομίζουν ότι εκφυλόφατσα ίσον σκυλί. Αλλά δεν είναι μόνο σκυλί μια εκφυλόφατσα, όπως είπαμε.

Διάσημη και αποδεκτή και πολλά θετικά σημαίνουσα εκφυλόφατσα είναι ο Κλάους Κίνσκι. Άλλη όλος-ο-χρόνος-κλασική, ο κιθαρίτσαρντς. Απλές καθημερινές εκφυλόφατσες μπορεί κανείς να βρει στον αγοραίο έρωτα αλλά και στη γυναίκα / στον άντρα της διπλανής πόρτας.

  1. Έχεις ξαναδεί τέτοια εκφυλόφατσα με τόσο αισθησιακά κ υποσχόμενα χείλη;

  2. Παιδιά στο στρατό είχαμε πιάσει στο δούλεμα ένα παπαδοπαίδι και του είχαμε πουλήσει το σενάριο ότι ένας Κορίνθιος ήτανε φανατικός κτηνοβάτης.Η μεγάλη πλάκα είναι ότι οι περιγραφές του Κορίνθιου ήτανε τόσο πειστικές που σε συνδιασμό με την εκφυλόφατσα την οποία διέθετε,είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν όλα της φαντασίας του.

  3. Ο Ritchards είναι χαλαρά η πιο πρόστυχη εκφυλόφατσα που έχω δει σε άνθρωπο. Μπορώ άνετα να φανταστώ αυτό τον λάγνο γερο-βρυκόλακα ξαπλωμένο σε μπορντό βελούδινα μαξιλάρια με ένα τσούρμο λαγουδάκια του Playboy να του γλύφουν τα κάκαλα και την κωλοτρυπίδα του, ενώ από από τις φλέβες στο καυλί του (δηλαδή τις μοναδικές πάνω στο σώμα του που ακόμα δεν έχει κάψει από τις ηρωίνες) να πίνει 2-3 μονάδες αίματος στην καθισιά του.

όλα από το νέτι.

(από Khan, 09/03/11)(από Khan, 09/03/11)(από PUNKELISD, 09/03/11)

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλοδιατηρημένος και κοτσονάτος ηλικιωμένος, ο λεβεντόγερος, εκ του λεβέντης και πουρό (<ρομανί phuro= γέρος).

  1. Από λεβεντοτεκνό έγινε λεβεντοπουρό. Τελικά σ αυτη τη χώρα όλοι απ το στούντιο του Προέδρου ξεκινήσανε καριέρα. (Περί Δημήτρη Στρατούλη εδώ).
  2. Κάνεις αρπαχτές με το πεθερό το λεβεντοπουρό, παίρνεις αλλα μπρατσέτα τη θεούσα τη πεθερά στην εκκλησία. (Από το zoo.gr)
  3. Τα θέλει ο ποπός σου μου φαίνεται.... Ασε το Πιερ τον πισωγλέντη και ρίχτα στο πεθερό το λεβεντοπουρό.

Mickey RourkeΤο πουρό έχει και τα όριά του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified