Further tags

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική έννοια της φράσης «χτίζει κοιλιακούς», παραπέμπει στη σύσφιξη, στην ενδυνάμωση, στην επαύξηση του όγκου των έξη πλάγιων και πρόσθιων κοιλιακών μυών, φράση που παραπέμπει στη δημιουργία γραμμώσεων και ευρύτερα σε body building (χτίσιμο σώματος), μέσω ανόργανης ή ενόργανης γυμναστικής. Πριν τη γυμναστική συνίσταται ζέσταμα.

Λέγεται ειρωνικά για άτομο που τρωγοπίνει λαίμαργα, ακατάπαυτα, για άτομο που σαβουρώνει πολλά διαφορετικά ή ίδια part numbers φαγώσιμων πρώτων υλών. Μπορεί να μιλάμε είτε για μεμονωμένη περίπτωση, είτε για κάτι που γίνεται συχνά πυκνά.
Ο συγκεκριμένος όρος παραπέμπει στην αύξηση του όγκου του λίπους της κοιλιακής χώρας και κατ’ ευρύτερη έννοια στην αύξηση του συνολικού λίπους.

Αν η κατάσταση δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας, τότε μιλάμε για άνθρωπο που ψηλώνει οριζοντίως (στον άξονα των Χ). Η συχνή προπόνηση βέβαια αντί να θυμίζει body building, θυμίζει body gremisting, βόδι λάϊνς, κλπ, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των διαστάσεων του αερόσακου του. Στην τελική ο τύπος μπορεί να μοιάζει σα να είναι έγκυος που περιμένει εφταμηνίτικο. Και χωρίς να το καταλάβει λειτουργεί ως σκουπιδοφάγοςκαι αυξάνοντας τα σετάκια και τις επαναλήψεις και έτσι το νεκροταφείο από κεφτέδεςμεγαλώνει.. μεγαλώνει.. μεγαλώνει κι αυτός περνά από τη φάση του αθλητισμού, στη φάση του πρωταθλητισμού και καταλήγει όρκαη τόφαλος.

Στην περίπτωση μας, όταν ο Οβελίξ (φαγοποτίξ) μιλάει για ζέσταμα, εννοεί το σάρωμα των διάφορων ορεκτικών που καταφθάνουν στο τραπέζι πριν το κύριο ντερλίκωμα. Κι είναι να αναρωτιέται κανείς, όταν ακούει κάποιον Μπίλιανα λέει, τι ορεκτικά θα πάρουμε. Λες και το άτομο δεν έχει όρεξη και προσπαθεί έτσι να την ανοίξει. Φυσικά το ζέσταμα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού μέσω άφθονου υγρού πυρός που πέφτει στον κινητήρα.

Το ανακάτεμα του στομαχιού, από το food downloading, μοιάζει με χορό της κοιλιάς (belly dance). Εδώ όμως αντί να συσπάται η κοιλιά όπως συμβαίνει στο χορό της κοιλιάς, χορεύουν άγριο πεντοζάλη οι διάφορες τροφές και ξίδια που βρίσκονται μέσα της. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν πολλές φορές, τους λιγότερο μυημένους σε αλάμπαρση. Αν τελικά κάποιοι μύες γυμνάζονται, δεν είναι φυσικά οι κοιλιακοί αλλά οι μύες του σαγονιού που δουλεύουν σε turbo mode.Ωστόσο ούτε αυτοί γυμνάζονται καθότι η γυμναστική προϋποθέτει πρόγραμμα και φυσικά δεν μπορείς να γυμνάζεσαι τρώγοντας παράλληλα.

Ο όρος θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί χιουμοριστικά για κάποιον που κατά τη διάρκεια της μέρας σπάει τη ρουτίνα πηγαίνοντας να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο ή ακόμα και όταν πάει να φάει κανονικό γεύμα. Φυσικά δε μιλάμε ούτε για λαίμαργες καταστάσεις, αλλά ούτε και για κατάποση του αγλέορα.

  1. (ειρωνική χρήση)
    -Καλά ο Γιώργης, έχει ξεφύγει τελείως. Τρώει απ’ το πρωί ως το βράδυ τον άμπακο.
    -Εμ, για να φτιάξεις ζηλευτό σώμα, έτσι πρέπει να γυμνάζεσαι. Συχνά πυκνά.
    -Τι γυμνάζει ρε ο χυμένος λουκουμάς;
    -Χτίζει κοιλιακούς.
    Ακολουθούν γέλια.

  2. (ειρωνική χρήση) -Καλά αν η ποσοστιαία αύξηση του ήταν ανάλογη με το ρυθμό που χτίζει κοιλιακούς και μεγαλώνει τη μπάνκα(κοιλιά) του, σε πέντε χρόνια θα ‘ταν ζάμπλουτος. - Καλά….. Με τέτοια προβλήματα υγείας που έχει ο ηλίθιος, λόγω παχυσαρκίας, σε πέντε χρόνια, θα βρίσκεται στην οδό της Σωτηρίας.

3.(χιουμοριστική χρήση)
Στη δουλειά
-Είδε κανείς το Γιώργο;
-Πάντα τέτοια ώρα ο Γιώργης, χτίζει κοιλιακούς. Προφανώς το ίδιο κάνει και τώρα.
-Δηλαδή;
-Τρώει ρε αστοιχείωτε.

Βενιζέλος:Λοιπόν λεβέντομαλάκες, λεβεντομούνες και λοιπά λεβεντόπαιδα, αρκετή φαιά ουσία κατανάλωσα σήμερα.Πάω να χτίσω κανα κοιλιακό.Αντε γειά...  (από GATZMAN, 12/10/08)Οβελίξ:Λες Αστερίξ, πως είμαι χοντρός.Εσύ όμως ξεφυσάς σα βόδι (από GATZMAN, 12/10/08)(από GATZMAN, 12/10/08)Σε κάθε τεύχος του Αστερίξ,μαθήματα εκγύμνασης κοιλιακών από τον Οβελίξ (από GATZMAN, 12/10/08)Μετά από ενα βραδινό λουκούλειο γεύμα, ξυπνάς το πρωι με πονοκέφαλό και μετά.......η συνέχεια επί της εικόνας (από GATZMAN, 12/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που δηλώνει τη μετριότατη έως χάλια γκόμενα, τη λόου φακαμπίλιτυ, με την οποία ωστόσο κάνεις κονέ σε καιρούς αναβροχιάς.

Η κοπέλα αυτού του είδους μπορεί να συνδυάζει και πραγματικά αυτά τα τρία χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Αρκεί να είναι μπάζο οριακής φακαμπίλιτυ και να αναγκάζεσαι να την πηδάς.

Αυτό που σε κάνει να τη μισείς ακόμα περισσότερο είναι ότι τη χρειάζεσαι προσωρινά (ένα «προσωρινά» που ελπίζεις να κρατήσει όσο πιο λίγο) και αυτή νομίζει ότι τη θέλεις για την ομορφιά της και σου τη βγαίνει με αξιώσεις «κανονικής» γκόμενας.

Ο όρος προέρχεται από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων με τίτλο «Κορίτσια της συγγνώμης», που λέει σε κάποιο στίχο: «όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ' αγάπησαν, κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά».

Συνώνυμα (αν και σεσινεπασλάνγκ): α) απ' ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα β) στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.

- Τι έγινε ρε Στράτο; Τι προβοσκίδα είν' αυτή;
- Χέσ' τα, έχω να γαμήσω 8 μήνες!
- Γιατί δεν τα φτιάχνεις με την Ανθούλα που σε θέλει σαν τρελή; Κάνει για την περίπτωσή σου: χλωμή, χοντρούλα με γυαλιά!

(από Vrastaman, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.

Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.

♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫

1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ

  1. Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;

  2. Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα

  3. ..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»

  4. Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα της Ηλιούπολης (ερασιτεχνικό).

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συνάθροιση από γυναίκες γαρίδες και να επιτρέψει στους άντρες τις παρέας να συνεννοηθούν, ώστε να μην καταλάβουν τίποτα.

Η σύνδεση μεταξύ γαρίδας και Χαραυγιακού έχει γίνει, λόγω του ότι στην περιοχή Χαραυγή του Πειραιά, ως γνωστόν, υπάρχουν πολλά γαριδάδικα.

- Ρε Μήτσο αυτές είναι οι ωραίες που θα βγαίναμε;
- Δεν είχα δει φωτο πριν. Γαμώ το Χαραυγιακό μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαοτικός (πάνκης) ή απλά χαοτικός, έχει το ίδιο νόημα με τον κατσαπάνκη: άτομο που ζει για μπύρες, βία και σεξ (αν τύχει).

Έχει την στερεότυπη εικόνα του πάνκη (μοϊκάνα, καρφιά, κ.λπ.) για να εδραιώνει καλύτερα την συμπεριφορά του. Τον συναντάς σε πανκ συναυλίες ή σε πλατείες. Κοινωνικός προβληματισμός του είναι η αστυνομία. Γενικά είναι άτομο αδιάφορο για τα πάντα, εκτός και αν κάποιος κάνει το λάθος και κριτικάρει τα αγαπημένα του πανκ συγκροτήματα.

Πλάκωσαν χαοτικοί κι άρχισαν να σπρώχνουν τον κόσμο, να σπάνε μπουκάλια και να βρίζουν.

μετά από σένα το χάος, μετ\' από σένα το τίποτα.  από σαη indymedia trolls (από xalikoutis, 17/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified