Selected tags

Further tags

Η όμορφη αλλά πολύ μελαψή γυναίκα εκ του αθάνατου σήριαλ με Γκλέτσο και Παπαχαραλάμπους του μέγιστου δημιουργού Μανούσου Μανουσάκη. Αν προκαλέσει κερατοβόλο έρωτα μπορεί να μετονομαστεί και σε Κερατώ.

Πρβλ. σκουριά

Πηγή: Κνάσος.

Είμαι ερωτευμένος με μια Ερατώ, σκέτη ηθοποιό του Ψώλλυγουντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα.

Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. Συνήθως πρόκειται για λαϊκιά, είδος που επιχωριάζει κυρίως στη Δυτική Όχθη (αλλά επ' ουδενί μόνο εκεί).

Η γυναίκα-μπογιατζής είναι, βεβαίως, ειδική στους σοβάδες και τα σοβατίσματα. Απλώνει με θρησκευτική ευλάβεια στη μάπα της τα επάλληλα στρώματα σοβά (με συγχωρείτε, make-up), ακριβώς όπως οι παλιοί ζωγράφοι νωπογραφιών (fresco). Ακριβώς όπως κι εκείνοι, προετοιμάζει καταρχήν την «βάση», πάνω στην οποία θα σκάσουν ακολούθως το δεύτερο και το τρίτο στρώμα σοβά (με συγχωρείτε, make up). Όταν ολοκληρωθεί το σοβάτισμα, σειρά έχει το καθαυτό μπογιάτισμα: κραγιόν (συνήθως κόκκινο μπουρδελέ), μάσκαρα, άι-λάινερ (γνωστός άγιος) κλπ.

Όπως όμως και με τους πιο πολλούς συναδέλφους της ελαιοχρωματιστές, η γυναίκα-μπογιατζής είναι σκιτζού. Αναπληρώνει τα κενά της προσωπικότητάς της θάβοντάς τα κάτω από τόνους μπογιάς. Πιστεύει ότι τα πάντα βρίσκονται στην ποσότητα. Δεν έχει ακούσει ποτέ το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και οπωσδήποτε δεν είναι οπαδός του γιαπωνέζικου μινιμαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές κωμικοτραγικό. Το πρόσωπό της μεταβάλλεται σε μια ασάλευτη κέρινη μάσκα, σε φάση που νομίζεις ότι το 'σκάσαν τα κέρινα ομοιώματα απ' το μουσείο της Μαντάμ Τισό και κόβουν βόλτες στους δρόμους σα τα ζόμπι.

Η γυναίκα-μπογιατζής έχει χτίσει τη φήμη της λιθαράκι-λιθαράκι, με πειθαρχία και σχολαστικότητα. Δεν κατέκτησε τον τίτλο της έτσι εύκολα, επειδή έτυχε να βγει δυο-τρεις φορές σα καρνάβαλος. Αντιθέτως, επιδεικνύει συνέχεια και συνέπεια, επιμονή και υπομονή. Ξυπνά στάνταρ απ' τα μαύρα χαράματα για να προλάβει να σενιαριστεί. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε άκυρο μέρος κι αν πάει (γυμναστήριο, παραλία, περίπτερο για τσιγάρα), είναι πάντα μπογιατισμένη. Εννοείται πως κουβαλάει και μαζί της τα σύνεργα της δουλειάς μέσα σε κάτι τεράστιες τσάντες, διότι που και που «ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζεται».

Βέβαια, για να μη τα θέλουμε όλα δικά μας και για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, καλό θα ήταν να παραδεχτούμε πως (στο πολύ καταβάθος) μας ψιλοαρέσουν γυναίκες-μπογιατζήδες και λοιπές λαϊκιές. Γουστάρουμε να τις κράζουμε αλλά μας τρώει κι ο κώλος μας. Στο φινάλε, γιατί ασχολούμαστε συνέχεια μαζί τους;

- Είδες με τι γκόμενα κυκλοφορεί ο φίλος σου ο μήτσος;
- Όχι ρε μαλάκα δεν είδα, καμιά καινούρια θα 'ναι.
- Γυναίκα-μπογιατζής σε λέω αγόρι μου, τίγκα στις πούδρες και τα κραγιόνια...
- Ε και πού 'ν' το περίεργο;
- Δε σε πιάνω, πάρε το μηδέν...
- Ο Μητσάκος τι δουλειά κάνει βρε...βλακόμετρο; Ελαιοχρωματιστής δεν είναι; Άμα δε ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε, τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικεία στήθη όλων των μεγεθών. Κάποιοι τα αποκαλούν και φουσκόνια.

  1. «Παραδεξου το, θα ηθελες ανετα να εισαι σαν εκεινους τους παπουληδες πριν καποια χρονια που φαγανε και το τελευταιο ευρω των κοπων τους στα Ρωσσιδια. Τουλαχιστον πεθαναν αναμεσα σε 2 ζουμερα στητα φουσκουνια

(από post στο forum του insomnia.gr)

  1. - Έβαλε μία μίνι φούστα, κόκκινες γόβες, πέταξε έξω τα φουσκούνια της και πήγε αποφασισμένη να περάσει τις εξετάσεις.
    - Τι εξετάσεις;
    - Αίματος. Εκεί κόλλησες εσύ ρε γκέουλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία έχει λίγα κιλά παραπάνω, ανεξαρτήτως ύψους. Η ευσωμούλα.

- Τι έλεγε η φίλη της; Καλή;
- Καλή ρε συ... Λίγο βουζελάκι, αλλά εσένα θα σου αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.

- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.

δείτε το video που ακολουθεί.

(από john386, 24/05/09)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο τίγκα στα καυλόσπυρα. Ο φέρων τα καυλόσπυρα είναι ο «πίτσας».

Πίτσα, διότι η μάπα του σπυριάρη σχηματίζει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό όπου κυριαρχούν οι ρόδινες, υπόλευκες και υποκίτρινες αποχρώσεις (μαζί με ορισμένες πινελιές μαύρου, αν ο τύπος είναι αξύριστος ή η τύπισσα είναι γάτα μουστακάτη).

Πίτσα, διότι το εν λόγω ψηφιδωτό φέρει επιπλέον, πολλαπλά ανάγλυφα κοσμήματα: καντήλες, βυζιά, καρούμπαλα, κέρατα και λοιπά διακοσμητικά μοτίβα.

Πίτσα, διότι το εν λόγω γεωλογικό ανάγλυφο περιλαμβάνει και ενεργά ηφαίστεια, που ξερνούν κάθε τόσο απολαυστικά λιπαρά ζουμιά.

Εδώ στο Ελλάντα πρέπει να το ξεσηκώσαμε από τα αμερικλάνικα, και πιο συγκεκριμένα απο τις θρυλικές και καλτιάρικες πλέον «νεανικές/κολεγιακές» ταινίες της δεκαετίας του '80 (Εκδίκηση των Νερντς κλπ), όπου έπαιζαν πολύ προσφωνήσεις-καζούρες του τύπου: «who's talking to you, pizza face;»

Κατά διαβολικό τρόπο, ο πίτσας συμβαίνει συχνά να είναι και γυαλαμπούκας, να φοράει ατσάλι στα δόντια και να είναι και παραγωγός χλωροφύλλης (δλδ φυτούκλα). Οι ωραίοι και γαμιστεροί και μαγκιόροι του σχολείου τον κάνουν τσιμπούκι, έτσι για να γουσταρίζουν and life goes on..

- Φίλε σκέφτομαι στο σχόλασμα να πω στη Μαρία να γυρίσουμε μαζί.. Μ' αρέσει και νομίζω πως έχω ελπίδα να κάνω κάτι..
- Τι ελπίδες βρε όρνιο μου λες; Έχεις κοιταχτεί ποτέ στον καθρέφτη να δεις τη μάπα σου που είναι σαν πίτσα πεπερόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελπίζω να καλύπτω ένα κενό στην περιγραφή της φαινομενολογίας / ανθρωπολογίας της καθημερινής ζωής με αυτήν την λεξιπλασία (ή μήπως είναι νεολογισμός;).

Μπιρκενστόκος είναι ο άρρην θιασώτης των σανδαλιών Birkenstock που έχουν μια μακρά αλλά όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία (αν εξαιρέσεις ίσως την ιδέα του Konrad Birkenstock, εγγονού του ιδρυτή της δυναστείας, που έφτιαξε το πρώτο σανδάλι που μιμούνταν τη δομή και τις γραμμές ενός υγιούς ποδιού - εκεί δίνω ένα σπεκ).

Ωστόσο ο μπιρκενστόκος είναι κάτι παραπάνω από ένας προσεκτικός ως προς την κυκλοφορία των κάτω άκρων του ανθρωπότυπος. Έχοντας εκλεκτικές συγγένειες με τον διχάλα 1-4 (λήμμα που οφείλετε να συμβουλευτείτε), ο μοδάτος αυτός στόκος προτιμά το δημοφιλέστατο στις γυναίκες μοντέλο Gizeh, που ανήκει στην εύγλωττη κατηγορία thong sandals, το οποίο - στις γυναίκες επιμένω - μετά το πρώτο ξένισμα που μας προκάλεσε, άρχισε να εκλύει τις ποδολατρικές τους φερομόνες φορεμένο κατά συρροή από μικρά ποδολογικά κομψοτεχνήματα.

Στους άντρες όμως; Δεν μιλάμε φυσικά εδώ για τους ασπροκάλτσες, αλλά για τους φορώντες τα συγκεκριμένα σανδάλια (ή τα «αντρικά» Medina) που ανήκουν σε μια ή και στις 2 παρακάτω κατηγορίες:

α) περιποιημένους ή απεριποιήτους ακομπλεξάριστους στρέι σύγχρονους καλλιτεχνο-ηθοποιούς Σπανιώληδο-υγιεινιστές που αγαπούν τόσο πολύ τον εαυτό τους
β) αδερφάρες που μπορούν να φορούν ακόμα και τα εντελώς κλατσαρέ Madrid.

Και όλ' αυτά γεννούν αβίαστα το ερώτημα: αξίζει για ένα κράξιμο να κάνει κανείς μια όχι και τόσο επιτυχημένη λεξιπλασία με τη μάλλον μη κατάλληλη αλλά λογοπαιχτικά πρόσφορη λέξη στόκος; Και να ακούγεσαι και σε μερικά σημεία του παραπάνω κειμένου ως fashion-gestapo;

- Τι φοράει ο τύπος...
- Birkenstokος είναι....
- Δε λέω για τα σανδάλια, για τη μαύρη παντελόνα λέω...

gizeh (από xalikoutis, 26/05/09)medina (από xalikoutis, 26/05/09)madrid (από xalikoutis, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος περίτεχνης κόμμωσης που προτιμούν οι κάγκουρες. Είναι παραλλαγή του λουκ «καρφάκια», μόνο που στον φράχτη σχηματίζεται ένα είδος στέμματος από υπερυψωμένα καρφιά, περιμετρικά του τριχωτού της κεφαλής, τη στιγμή που, στο κέντρο, τα μαλλιά παραμένουν φλατ. Για να πετύχει ο φράχτης, εκτός από τις υπερποσότητες τζελ που πρέπει να ξοδέψεις για να τον στήσεις, πρέπει τα σχετικά τουφάκια του να έχουν μάκρος κανά τεσσάρι πόντους τουλάστιχον, ενώ στο κεντρικό τμήμα πρέπει να έχει πέσει ξούρα ή έστω τα μαλλιά να είναι αρκετά κοντά.

Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μαλλιού-φράχτη, αρκεί να 'χεις όρεξη να ασχολείσαι με τρίχες και λεφτά για ν' αγοράζεις τζελ / κεριά / σπρέι κλπ. Πουχού, ο φράχτης μπορεί να σχηματίζει Π, δλδ να υψούται μόνο στη μπροστινή και τις δύο πλάγιες όψεις (και όχι πίσω).

Ο φράχτης είναι σήμα κατατεθέν του πιτσιρικά κάγκουρα, ηλικίας το πολύ μέχρι 22-23. Αρχετυπική περίπτωση κάγκουρα, οι πιτσιρικάδες αυτοί καβαλάνε συνήθως κωλοφτιαγμένα παπιά με αυτοκόλλητα, εξατμίσεις sebring, επιθέματα νίκελ, χρωματιστά αντίβαρα τιμονιού, υπερμεγέθη after market φίλτρα αέρα κλπ. Ενίοτε θα τους δεις να καβαλάνε, εκτός από πάπιες, τίποτα παλιές διχρονίλες του στυλ Honda CRM (οι πιο φτωχομπινέδες) ή χωμάτινα καθαρόαιμα, όπως η σειρά YZ της Yamaha (οι πιο γκαφράδες).

Όπως και η all time classic μοϊκάνα, ο φράχτης πάει πακέτο με μέταλλο (σκουλαρίκια σε αυτιά, μύτες, φρύδια) και tattoo (τραϊμπαλάκια συνήθως, λιγότερο κινέζικα που τα προτιμούν πιο μεγάλες ηλικίες ως πιο σοφιστικέιτεντ [κι ετς]).

Η αλήθεια είναι πως ο φράχτης, ενώ έκανε θραύση πριν καμιά πενταετία περίπου, περνά σήμερα μια φάση σχετικής κάμψης στις προτιμήσεις των καγκουροειδών. Γενικά η σημερινή εποχή ρέπει περισσότερο προς την ποικιλομορφία και την διαφοροποίηση (ως προς τα κουρέματα / χτενίσματα τουλάχιστον), ενώ όσο προχωράμε προς τα πίσω παρατηρούμε όλο και μεγαλύτερη ομοιομορφία στο νεανικό λουκ (π.χ. πριν καμιά δεκαπενταετία φόραγαν όλοι φλάι μπουφάν και doc martens).

Kαι κάτι τελευταίο. Από είδος κόμμωσης, ο φράχτης κατέληξε να σημαίνει εξίσου τον ίδιο τον φέροντα την κόμμωση. Το φαινόμενο αυτό (το μέρος να χαρακτηρίζει το όλο) ονομάζεται συνεκδοχή. Τυπικό παράδειγμα συνεκδοχής είναι το παμπάλαιο «αγόρασα μια ρόδα» = «αγόρασα αμάξι / μηχανή».

  1. - Άντε ρε καραγκιόζη, έχουμε αργήσει, τελείωνε με τον καθρέφτη καμιά φορά... Είπαμε να σενιαριστείς, αλλά εσύ το γάμησες. - Άμα δε στρώσει ο φράχτης δεν πάω πουθενά.
    - Εγώ μια φορά στο είπα. Όταν θα σκάσουμε στο ραντεβού κι οι γκόμενες θα 'χουν γίνει μπουχός, μη μου αρχίσεις την κλάψα...

  2. - Έμαθες που η γιώτα τραβιέται μ' έναν περιστεριώτη;
    - Ναι, μου τον έχει μοστράρει κιόλας.
    - Τι μέρος του λόγου είναι;
    - Ένα μόμολο είναι, κλασικός φράχτης, με τη μαγκιά να του τρέχει απ' τα μπατζάκια...
    - Αυτό το κορίτσι μια ζωή με μαλάκες και αποτυχημένους έμπλεκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γραμμωμένος, ο κομμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας, ο γράμματας. Το υποδόριο λίπος του έχει περιοριστεί τόσο, σε φάση που το δέρμα του φαίνεται διάφανο, σαν τσιγαρόχαρτο rizzla (το γαλάζιο πακετάκι). Τόσο λεπτό και διάφανο, όπως το κουστουμάκι που αλλάζουν τα φίδια κάθε χρόνο.

Το ερπετό σηματοδοτεί τον ανώτατο βαθμό γράμμωσης. Είναι η γράμμωση που καταντάει αηδία. Ως χαρακτηρισμός, δεν έχει απόλυτα θετική χροιά, σε αντίθεση π.χ. με το «φέτας». Δύσκολα θα δεις επιτυχημένους σφίχτες να αλληλοθαυμάζονται σε στιλ «πω ρε φίλε, ερπετό έγινες». Θα το πει μάλλον κάποιος που ασχολείται μεν με τη γυμναστική, αλλά χωρίς να έχει δει ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε κάποιον γραμμωμένο που κρυφοζηλεύει. Ο τόνος είναι συγκαλυμμένα συγκαταβατικός. Δεν είναι δλδ ένας ευθέως ειρωνικός και μειωτικός χαρακτηρισμός (όπως π.χ. το «πρησμένος»), αλλά ακόμη κι έτσι προδίδει τον ανομολόγητο φθόνο του wannabe κομμάτια, προς το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.

Ερπετά γίνονται οι μπίλντερς σε περίοδο αγώνων, όταν πλακώνονται στη δίαιτα, τρυπιούνται με στεροειδή που δεν κατακρατούν υγρά (π.χ. winstrol) και στην ούγια χτυπάνε και διουρητικά, π.χ. lasix (τα οποία είναι και τα πλέον επικίνδυνα, οι πιο πολλοί musclemen απ' αυτά έχουν πάει). Μερικοί δεν κάνουν ούτε μπάνιο τις τελευταίες μέρες, για να φρακάρουν οι πόροι και να μη μπαίνει υγρασία στο δέρμα. Έτσι, όταν ανέβουν στη σκηνή για να ποζάρουν, είναι εντελώς αφυδατωμένοι, τεζαριστοί, μόνο μύες και κόκαλα, με το ασπράδι των ματιών να κοντεύει να πεταχτεί έξω απ' τις κόγχες.

(διάλογος ζευγαριού στην παραλία)

- Τι κοιτάς ρε φροσάκι τόση ώρα και σου 'χουν βγει τα μάτια;
- Τίποτα μωρό μου, απλά χαζεύω...
- Μη μου πεις πως κοιτάς τον σφίχτη το ναυαγοσώστη... Αυτός ρε μωράκι μου το 'χει παραχέσει με τη γράμμωση. Δεν τον λες άνθρωπο πια, ερπετό τον λες. Φαντάζομαι τι φάρμακα θα 'χε πάρει για να γίνει έτσι. Θα σου πω όμως εγώ σε λίγα χρονάκια, που θα τον κλαίει η μάνα του...
- Ναι μωράκι μου αλλά οι κοιλιακοί του είναι σκέτη αμαρτία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified