Selected tags

Further tags

(κρητική διάλεκτος)
Είναι αυτός που έχει μεγάλα ή/και πεταχτά αυτιά. Είναι υποτίθεται τόσο μεγάλα που γυαλίζουν με το φως του ήλιου.

Ο Αριστείδης Χαιρέτης είναι από τους γνωστότερους Ανωγειανούς μαντιναδολόγους και έχει το παρατσούκλι Γυαλάφτης.

  1. Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
    ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους
    Αριστείδης Χαιρέτης

  2. Θώριε μωρέ εκειά ένα γυαλάφτη... αυτός μπορεί να πιάνει και nova έτσα που είναι σαν δορυφόρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά είναι «η πίτα της κυρίας» (τούρκικο). Συνήθως το χανούμ μπουρέκ αναφέρεται σε ένα είδος ατομικού γαλακτομπούρεκου, αλλά πολλές φορές ονομάζονται ως χανούμ μπουρέκ διάφορα φαγητά (είναι γεγονός ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση για το ποιο φαγητό ή γλυκό είναι το χανούμ μπουρέκ και θα μπορούσα να απλώσω σεντόνι αλλά θα κατηγορηθώ ότι δεν είναι σλάνγκ).

  2. Ως χαρακτηρισμός είναι η παχιά και αφράτη γυναίκα συνήθως κοντού αναστήματος και με ιδιαίτερα μεγάλη περιφέρεια. Ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ότι το χανούμ μπουρέκ είναι ένα είδος γαλακτομπούρεκου και ως εκ τούτου η γυναίκα χανούμ μπουρέκ είναι παχιά και αφράτη όπως η κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Το χανούμ μπουρέκ με αυτή την έννοια δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά αλλά χρησιμοποιείται από άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες με πολύ μεγάλες περιφέρειες για να εκφράσουν θαυμασμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η γυναίκα χανούμ μπουρέκ ΔΕΝ είναι η νταρντάνα ανδρογυναίκα αλλά η, κατά αυτούς που τους αρέσει, ερωτική χοντρούλα.

  3. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλήβδην γυναίκες από την Μέση Ανατολή.

  4. Ο όρος αναφέρεται επίσης και σε τραγούδια ανατολίτικης προέλευσης, συνήθως τσιφτετελοειδούς ρυθμού.

  1. Πήγα χθες στον Χατζή και πήρα ένα χανούμ μπουρέκ, μόλις το είχε σιροπιάσει! Ναρκωτικό σκέτο σου λέω!

  2. - Κοίτα η Μαιρούλα κούνημα, σαν κρέμα τρίζει το κωλομέρι της! - Άστα, χανούμ μπουρέκ είναι η Μαιρούλα. Να τη βάλεις κάτω, να χωθείς μέσα στα βυζιά της και τα κωλομέρια της και να χαθείς μες στον παράδεισο!

  3. ...Τελικά το αποφάσισα, είμαι ανατολίτισσα χανούμ μπουρέκ κι ας με πέταξε η μοίρα μου στα ανατολικά παράλια του Ατλαντικού... (απόεδώ).

  4. Ένα από τα προβλήματα που έχω με την Ελλάδα είναι αυτή η μόνιμη αλλοιθώρια στην ανατολά. Τα χανούμ μπουρέκ κωλοτράγουδα, τα ντέφια και οι λαϊκούρες που τις χαίρεται ο Αμπντούλ στην Βαγδάτη και την Δαμασκό... (από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ένα χοντρό άνθρωπο. Επίσης έχει την έννοια του χοντροκομμένου ανθρώπου. Προέρχεται από την αγγλική λέξη bully.

— Χτες είδα τον Γιώργο.
— Ποιον; Τον λεπτό;
— Όχι, τον μπούλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται ως πάρε + ουσιαστικό, αλλά στην ανάγκη και σκέτο λόγω βιασύνης (π.χ. «πάρε-πάρε»! δηλ. κοίτα γρήγορα, που ακολουθείται απο σκούντημα ή νεύμα).

Σημαίνει: Τσέκαρε, κόψε, μπάνισε (ή μπάνα), κοίτα, κόζαρε (ή κόνιαρε), φάε (ιδίως στη φράση «φάε ένα μαλάκα»).

Η έκφραση προέρχεται νοηματικά απο τον πληρέστερο ιδιωματισμό παίρνω μάτι, δηλ. είτε παρατηρώ ως οφθαλμοπόρνος παρακαταθέτοντας το οπτικό αντικείμενο στον σκληρό δίσκο για μελλοντική ανάκτηση-χρήση (future reference – βλ. και το πρωθύστερο παίρνω μαλακία την τάδε, παίρνω θέμα ή υλικό ή δουλειά για το σπίτι κλπ) είτε εξετάζω εξονυχιστικά κάτι, είτε σκανάρω τον χώρο ταχύτατα ως αητός, προκειμένου να μην μου ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια.

Συνήθως η έκφραση λέγεται απο αργόσχολους τύπους ή σχολιαρόπαιδα σε δρόμους πόλεων ή παραλίες, που τσεκάρουν τους περαστικούς κάνοντας κι απο ένα σχόλιο σχετικό με την εμφάνισή τους (past remarkable) και ιδίως για γυναίκες (σφυρίγματα, ατάκες κλπ).

Να μην συγχέεται με το παιδικό παιχνίδι «πάρ’ τον παπά», κατά το οποίο ο ένας πιάνει ή χτυπά με την εξωτερική πλευρά των δαχτύλων τ’ αρχίδια του διπλανού του, λέγοντας την φράση αυτή και μετά πάει γαϊτανάκι στον επόμενο κι ο τελευταίος χάνει (έτσι και σε πάρει πρέφα όμως ο ιερωμένος συνήθως τσαντίζεται πολύ για κάποιον ανεξήγητο λόγο)...

  1. -Μαααααααλάκα! Πάρε ένα μουνί τρικάπακο!
    -Πώωωωωωω! Πού είμαστε εμείς ρε;

  2. -Πάρε-πάρε!
    -Πού ρε;
    -Εκεί απέναντι τον τύπο με το κασκόλ και την καπελαδούρα καλοκαιριάτικα! -Τί σούργελο αδερφάκι μου!

  3. -Παίδες, σόρρυ που άργησα, ήταν άρρωστη η γιαγιά μου και...
    -Πάρε έναν τρόμπα! Ρε σε περιμένουμε δυο ώρες κι έρχεσαι να μας πείς αυτή τη μαλακία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των γυμναστηρίων και του bodybuilding. Δηλώνει τον πολύ γραμμωμένο άντρα (ή και γυναίκα), με λεπτομέρεια μυών που θυμίζει χάρτη (γεωγραφικό προφανώς, βλ. όμως και παρακάτω). Χρησιμοποιείται κυρίως για την πλάτη, και λιγότερο για τα χέρια, τον κορμό και τα πόδια.

Υπάρχει η εκδοχή το λήμμα να προέρχεται από τον ανατομικό χάρτη, εννοώντας ότι οι μυς διακρίνονται τόσο καθαρά σαν σε ιατρικό σύγγραμμα.

  1. - Πώς πάει η φάση κοψίματος ρε Σάκη;
    - Πολύ καλά ρε μάγκα. Έχω περιορίσει τους άνθρακες, κάνω αεροβική δύο φορές τη μέρα, και το λίπος μου έιναι στο 3% χωρίς να έχω χάσει πολύ όγκο. Πρέπει να δεις την πλάτη μου, χάρτης κανονικός.

  2. - Τι έγινε χτες ρε; Έβαλες;
    - Ρε φίλε, όλα πήγαιναν καλά μέχρι που η γκόμενα έβγαλε τα ρούχα της. ΟΚ, είχα καταλάβει ότι είναι γυμνασμένη, αλλά δεν περίμενα τέτοιο πράμα. Ήταν τελείως στεγνή, χάρτης λέμε. Πιασίματα μηδέν, ούτε βυζάκι ούτε κωλαράκι. Ξενέρωσα.
    - Πωωω, τι λες τώρα ρε. Καλά είμαι εγώ λοιπόν με τη χοντρή μου...

(από agou, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ευφάνταστη και ολίγον χιουμοριστική απάντηση κόντρα στη γκρίνια και τις διαμαρτυρίες παραξηγιάρηδων που αρπάζονται και θίγονται με το παραμικρό, με στόχο τη συνειδητοποίηση του μεγέθους της υπερβολής που διακατέχει τη συμπεριφορά των τελευταίων από μέρους τους και την αποκατάσταση της ηρεμίας.

- Ρε Χάρε πως βγαίνεις έτσι; Να με σκοτώσεις θες; Ασταδιάλα πρωϊνιάτικα...
- Καλά ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη, ωχουού...

(από Khan, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της λέξης «υδατάνθρακες.»

Οι υδατάνθρακες είναι το ένα εκ των τριών μακροδιατροφικών στοιχείων, και περιέχονται στο ψωμί, στις πατάτες, στο ρύζι και στα ζυμαρικά (άμυλο), καθώς και στα γλυκά, στα φρούτα και στο μέλι (ζάχαρη).

Είναι γνωστοί στους κύκλους του bodybuilding εδώ και δεκαετίες, αλλά τελευταία έχουν αρχίσει να ακούγονται και στην καθημερινότητα, γιατί παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους.

To λήμμα δημιουργήθηκε εντελώς τυχαία (βλ. παράδειγμα), αλλά αν αναλογιστούμε ότι στα αγγλικά οι υδατάνθρακες λέγονται carbs (από το carbohydrates), θα διαπιστώσουμε ότι τελικά είναι πολύ εύστοχο.

  1. notheitis: Ρε, πλησιάζει καλοκαίρι, έχεις καμιά καλή ιδέα για να γίνω φέτες;
    agou: Ναι, είναι πολύ απλό ρε φίλε, απλά κόψε τους υδατάνθρακες.
    notheitis (με ύφος zoolander): Τι; Άνθρακες;

  2. (σερβιτόρος στο Μπονάνο έρχεται να πάρει παραγγελία)
    - Λοιπόν, τι θα θέλατε;
    - Τρία ριζότα, μια καρμπονάρα, και ένα λιγκουίνι.

(μετά το τσιμπούσι)
- Ρε μαλάκες, αφού κάνουμε διατροφή, τι το θέλαμε να έρθουμε στο ανθρακωρυχείο...

(από notheitis, 04/08/10)(από notheitis, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύριος χαρακτηρισμός
Τα λυκειόπαιδα κακής φήμης από τους γονείς συμμαθητών τους.

Διάφοροι χαρακτηρισμοί
α) Η πολύ άσχημη γυναίκα
β) Το πολύ άχρηστο πράγμα

Κύριος παράδειγμα
- Να και ο Μήτσος παρέα με τα μπουκλούκια... Ο ένας έχει τα μαλλιά πρόκες, και ο άλλος ράστα...

Διάφορα παραδείγματα
α) (παλιό ανέκδοτο) - Πώς λέγεται η άσχημη αδερφή του Λούκι Λουκ; - Μπουκλούκι λουκ!

β) Προτιμώ να αγοράσω αυτό το mixer, που είναι και πιο φθηνό, παρά να πάρω αυτό το μπουκλούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που ηλικιακά ανήκει στην τάξη των υπερήλικων, παρόλ' αυτά εξακολουθεί να καλλωπίζεται σε υπερβολικά αηδιαστικό βαθμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άτομο αρσενικού γένους.

Συντομογραφία: Τουτάγχα.

- Είδες; Μόλις πέρασε μία τουταγχαμών.

(από Khan, 10/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο. Πορτοκαλίζεται από το «αυτή έχει έξω λέμε όλο της το βιος».

Πάσα: Χαλικούτης.

- Ώπα ώπα πάρε το μεναγκό! Εξωλέμβιος η δικιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified