Selected tags

Further tags

Τα γούκι (αγγλ. Wookiee) είναι μια μυθική φυλή εξωγήινων ανθρωποειδών όντων, ενδημικών του πλανήτη Κασίκ (αγγλ. Kashyyyk), ο οποίος βρίσκεται ξεχασμένος κάπου μέσα στο αστροπολεμικό σύμπαν του φαντασιόπληκτου Γεωργίου Λουκά.

Αν και νοήμονα όντα, χαρακτηρίζονται από ωμούς τρόπους, μυώδη σωματότυπο, υπερβολική τριχοφυΐα και ενδιαφέρουσα «γλώσσα», η οποία αποτελείται κατά κύριο λόγο από άναρθρες κραυγές.

Σλανγκικώς λοιπόν, περιγράφει ακριβώς τον παραπάνω τύπο ανθρώπου, το πιθήκι, το τριχωτό ντούκι (κάνει και ρίμα, χα!), που δεν έχει ούτε τρόπους, ούτε γνώση περί σωστής χρήσης της μητρικής του γλώσσας πέρα από όσα έμαθε στην τετάρτη δημοτικού.

- Φιλενάδα τάξε μου!
- Τι;
- Θα βγώ με τον Λεωνίδα!
- Έλα! Αυτό το γούκι; Τόσο απελπισμένη πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update του γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee, το οποίο περιλαμβάνει μεν αυτούς που έχουν υφάκι κάπως, άποψη και επιτήδευση στην εμφάνισή τους, αλλά δεν ακολουθούν την επίσημη φιρμάτη πεπατημένη της μοδός. Περιλαμβάνει δηλαδή και αλτέρνια, ασχημίνδες και λαϊκογάμητους τύπους οι οποίοι όμως είναι τρέντι με τον τρόπο τους (και οπωσδήποτε με την καλή έννοια). Άλλωστε το χαϊμαλί έχει προ πολλού φύγει από τον ιδεολογικό χώρο των ταγάρων με υπερκουλτουρίαση, και το έχουν προσλάβει και διάφορα τρεντυφατσουλάκια που αισθάνονται την κλήση να επιδοθούν σε λατέρνατιβ σπρετσατούρα. Πριν με προλάβει ο Τζήζας, να πω ότι η έκφραση κάτω απ' το αυλάκι είναι γυαλjί μαλλjί και χαϊμαλjί. Τα δε Ημισκούμπρια το λένε «γυαλί μαλλί και χαϊμαλί κι ένα τατού με όρνια».

  1. Γυαλί, μαλλί & χαϊμαλί:
    Εmo, «τρέντηδες», «κάγκουρες», όλοι μια οικογένεια είμαστε. Κι όλοι πρέπει να φοράμε τα ρούχα που μας φτιάχνουν τη μέρα - και τη νύχτα. (δώθε).

  2. Τη θέση των λαδωμένων τσουλουφιών με τις μυτερές φαβορίτες θα πάρουν τα μαλλιά, τα γυαλιά και τα χαϊμαλιά και η δυτική νεολαία θα στραφεί στην Άπω Ανατολή για ν’ αναζητήσει πρότυπα ενάντια στο βιομηχανικό πολιτισμό της Δύσης. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Χοντρός;;; Τον τρως, πώς γράφεται;;;

Το λέει ένας ευτραφής σε κάποιον πονηρίδη που τον ειρωνεύεται για την εμφάνισή του.

Δηλαδή, τον μπουλον...

Λέει ο Βασιλάκης: «Να, θα μας πει ο χοντρός από δω...»

Και του απαντάει, γελώντας ειρωνικά, ο ευτραφής: «Βασιλάκη... Χοντρός; Τον τρως, πώς γραφεται; Εεε... Δε μιλάς, μωρή πουτάνα, ε;;;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κυριολεκτικά χρησιμοποιείται αντί του ρύγχους, του προσώπου, ζώου, όπως σκύλου, γάτας, αλεπούς κλπ όπως και η παραλλαγή μουσούδα, ή μουσουδίτσα, ή μουσουδάκι.

Μεταφορικά σημαίνει άτομο πονηρό, δόλιο, ύπουλο αλλά και καταφερτζή, καπάτσο κλπ.

Επίσης, φάτσα, μούρη.

  1. - Άκουσες; Εκείνον τον τύπο με τη 1000αρα τον έχωσαν μέσα για απάτες. - Ε, καλά! Φαινόταν ότι ήταν πολύ μουσούδι.

  2. - Καλά, πώς τους έψησε κι έσκασαν όλοι από 20 ευρώ για να παν στο πάρτι;
    - Ποιος; Ο Τάκης ; Α, είναι μεγάλο μουσούδι!

(από iwn, 22/10/10)(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σβέρκος (αυχένας) γηραιού ανθρώπου, όπου οι ρυτίδες της ηλικίας και του ήλιου θυμίζουν στρώσεις φύλλου μπακλαβά. Χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

- Ήταν ένα πιπίνι χτες στο καφενείο κι όλο με έκοβε!
- Άντε ρε παλιόγερε που θες και πιπίνια! Με το μπακλαβά στο σβέρκο!

Βουρ στο Μπακλαβά! (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που ντύνεται πολύ βαριά με επάλληλες στρώσεις ρούχων και δίνει την εντύπωση φουσκωμένου σαλαμιού.

- Καλώς τον μπάρμπα-χειμώνα! Γιατί είσαι σαλάμι με τέτοια λιακάδα;

Got a better definition? Add it!

Published

Τα γυαλιά, η τζαμαρία, επειδή θυμίζουν γυάλινη προθήκη.

Πάσα: Jeanoir.

- Ώπα γιατρέ μου, μην με ασπάζεσαι, γιατί θα τσουγκρίσουμε τις βιτρίνες μας.

Το παιδί με τις βιτρίνες, πέθανε πριν δύο μήνες  (από GATZMAN, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...

- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified