Selected tags

Further tags

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρός χαρακτηρισμός μπάζου το οποίο κι ο έσχατος σαβουρογαμόσαυρος δεν θα άγγιζε ούτε με ξένο πούτσο.

Ως κύριο όνομα αποτελεί μάλλον νεολογισμό. Εκ του ζάρα (< ζαρώνω), καμία σχέση με τα ομώνυμα καταστήματα (όπου ωστόσο ενίοτε συχνάζουν και ζάρες).

- Ήρωας ο Ιωακείμ που κοιμάται πλάι σ' αυτή την ζάρα! - Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου!

- Μουάχαχα, ποιον νομίζεις ότι θα ικανοποιήσεις μα αυτό το θλιβερό γαριδάκι; - Εμένα, μωρή ζάρα, εμένα!

Ζάρα μπερκέτι ά...μμμμ!....ω (από GATZMAN, 14/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο πέος.

- Χθες είδα μια τσόντα. Και ένα πράγμα μου 'χει μείνει. Ο πρωταγωνιστής να πούμε είχε τεράστια ψωλή. Μιλάμε για μεγάλο μπούτση. Αχ, να την είχα κι εγώ τόσο μεγάλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεζητημένη αργκό των γυμναστηρίων. Σημαίνει την απώλεια της γράμμωσης, κατά κανόνα στους κοιλιακούς (που είναι και το βαρόμετρο της φυσικής κατάστασης).

Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι είναι σαφώς χειρότερο να έχεις τις φέτες και να τις χάσεις, από το να μην τις είχες ποτέ, τότε θα καταλάβει την απελπισία που συνδέεται με αυτήν την κατάσταση.

- Τι έγινε ρε φίλε και έχεις τις μαύρες σου; Δεν έπαιξες πολλά κιλά πάγκο;
- Όχι ρε, δεν είναι αυτό. Απλά έχω απογοητευτεί γιατί μου βγήκε ο πάτος ένα χρόνο να χτίσω τη χελώνα, και μέσα σε ένα μήνα σβήστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοιούτος ή χαριτωμένος ή όπως λέει και ο παππούς μου, ο τικιτάκας.

Τον πούστης εννοώ ντε.

- Αχ Λίτσα μου, τι τεκνό είναι ο Βασίλης, πω πω λιώνω ΛΙΩΝΩ ΛΕΜΕ!

- Άστον καλύτερα αυτόν Ρίτσα μου, δεν είναι για μας.

-Τι;Τι ξέρεις και δεν το λες; Τα 'χει μ' άλλη ε; Αυτό είναι! ΩΙΜΕ!

-Τι άλλη μωρή; Πες άλλον καλύτερα...

-ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!! Μη μου πεις! Φούστα κλαρωτή ο Βασιλάκης;

Λίμνη Τιτικάκα, Περού. Νο ρηλέησον. (από Jonas, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται συνήθως για άτομα περασμένης ηλικίας στα οποία διακρίνεται μια αραίωση στην περιοχή του κεφαλιού (aka καράφλα), δίνοντας έτσι την αίσθηση πρωκτού χωρίς την κάλυψη εσώρουχου.

- Τον είδες ρε μαλάκα αυτόν τον ξεβρακωκέφαλο;!
- ΧΑΧΑΧΑ! Τρίχα για τρίχα δεν του έχει μείνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως οι πουτάνες έγιναν ερωτικές αναπληρώτριες και το Γουδί, Γουδή, έτσι και το πτωχό πλην άτιμο «κάνω δίαιτα» συμμορφούμενο στις υποταγές της κορεκτίλας μεταλουμπαδιάστηκε στο και καλούα μουράτο «κάνω διατροφή».

- Κάνω διατροφή, όχι δίαιτα. Και ζυγίζομαι τακτικά. Αν δω τον δείκτη να ανεβαίνει ένα με δύο κιλά προσπαθώ να προσέχω τις επόμενες μέρες. Όσο για τους κοιλιακούς το οφείλω στο βόλεϊ που παίζω χρόνια αλλά και σε διάφορες μορφές άσκησης που κάνω όπως yoga.
(Βίκυ Χατζηβασιλείου, εδώ)

- Αυτη τη στιγμή κανω διατροφή Ατκινς.
(εκεί)

- Κάνω διατροφή και γυμναστική 3 με 4 φορές τη βδομάδα οπωσδήποτε. Ακόμα κάνω αποτρίχωση, αφού ασχολούμαι με την κολύμβηση...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αφορά την γυναικεία ένδυση κυρίως, χωρίς να αποκλείεται και η αντρική. Το πολύ κοντό ρούχο για το επάνω μέρος του σώματος. Συνήθως πλεκτό ή σακακοειδές.

Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει τα ζακετάκια που φοράνε στα μωρά για την ημέρα του βαφτισιού τους και δίνει την εντύπωση ότι το έχεις από τότε και εξακολουθείς να το φοράς. Παρόλο τον μπαμπαδισμό της όμως (αντίστοιχη κρυάδα με το «μπήκε στο πλύσιμο;» που λεγόταν για τα μίνι όταν πρωτοσκάσαν ή για τα κάπρι ή για τα κοντά μπλουζάκια, ή το άλλο: «απόκριες έχουμε;»), η λέξη τείνει να καθιερωθεί.

Το κοντό λοιπόν πανω-φόρι είναι αξεσουάρ που βαστά πολύ πίσω στον χρόνο. Στα δικά μας, παίζει και σε παραδοσιακές στολές, όπου λεγόταν «μπαμπουκλί», βλ. εδώ.

  1. Καλά, το άτομο ήταν τρελά ντυμένο: βαφτιστικό σακάκι, κάλτσα μακώ με στάμπα, κολάν με σχέδιο, σταράκια, τελείως φεύγα σου λέω!

  2. Κι έσκασε μύτη στη συνεδρίαση σα λολίτα. Πού πα ρε βλαμένη με το βαφτιστικό... Πουτάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified