Selected tags

Further tags

Ο «δανεισμός» τριχών από την μία πλευρά της κεφαλής προς την απέναντι, προς κάλυψη καράφλας.

Το πλαγιοδάνειο συνήθως είναι εμφανές αν παρατηρήσεις καλά, αλλά εκεί που ξεφτιλίζεται τελείως ο χρήστης τους είναι στην περίπτωση που φυσήξει αέρας.

- Μαλάκα πέθανα στα γέλια στο ταξί χθες!
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και στην εθνική ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ανέμιζε το πλαγιοδάνειο!

Περίπτωση εξευτελισμού, όπως λέει ο ορισμός. (από Khan, 15/09/11)Νίκος Κωνσταντινίδης (από Khan, 05/01/15)

Βλ. επίσης: καραφλάζ, φλοκάτη, πατέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροκαμωμένη (και κατά συνέπεια μανιτζέβελη στο σεξ) γκόμενα.

Η αδερφή της είναι νταρντάνα με τα όλα της, αυτή πώς βγήκε έτσι μινιμαλιά, κοντή και αδύνατη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκέντρωση πολλών άσχημων γυναικών (μπάζων) στο ίδιο σημείο. Είναι το ακριβώς αντίθετο του μουνοθύελλα.

- Πήγα χθες στο opening του Boutique στην Αθήνα.
- Και; Είχε καλά κομμάτια;
- Γάμα τα φίλε. Μπαζοθύελλα τρελή. Ούτε 1 στις 10 δεν άξιζε.

(από HardcoreGR, 19/09/11)(από HardcoreGR, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική γυναίκα, η προικισμένη από τη φύση, η γυναίκα που έχει «πλούσια τα ελέη». Παραπέμπει στο ξενικό (αργκό) boob -εξ'ου και boob-ou (βλέπε επίσης και μπουμπόνια ελληνιστί).

- Κοίτα μια μπουμπού!!
- Πω!!!! Κάβλωσα!!!

(από greeklover, 12/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις πολλές εκφράσεις που λέγεται κατά την διέλευση μιας επικίνδυνα όμορφης γκόμενας, ή για να την αξιολογήσει / χαρακτηρίσει συνολικά ως τέτοια.

Η έκφραση μπορεί να συσχετισθεί με την συνώνυμη εργαλείο. Για να παραφράσουμε ατάκα του Ζακ του Λακάν για τον φαλλό, ο άντρας έχει το εργαλείο, ενώ η γυναίκα είναι το εργαλείο. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο άντρας έχει το όπλο, δηλαδή το εν στύσει πέος (πρβλ. οπλίζω= τελώ εν στύσει, και όπλο πρωκτικής καταστροφής), ενώ η γυναίκα είναι το όπλο. Αν, δηλαδή, ο στόχος είναι η άπιαστη εκπλήρωση της επιθυμίας (γκαύλας), τότε η ούμπερ-σέξι πανέμορφη γκόμενα είναι το πολύτιμο εργαλείο-όπλο για την επίτευξή του.

Καίτοι (Γαρμπή) συνώνυμα τα εργαλείο και όπλο έχουν διαφορετικές αποχρώσεις. Το εργαλείο, όταν δηλώνει την ευειδή γκόμενα, έχει μια υφή βάναυσης χρηστικότητας. Η ομορφιά γίνεται ένα tool για την χρηστική ικανοποίηση του άντρα. Αντιθέτως, η έκφραση όπλο παραπέμπει περισσότερο στο αριστοκρατικό ιδεώδες ενός ευγενούς πολεμιστή που αποδύεται σε έναν αγνό αγώνα (τ. Holy Graal κιέτσ'), όπου πολύτιμο αναδεικνύεται το ιδιαίτερο προσωπικό του όπλο (λ.χ. το Excalibur). Είναι σημαντικό εν προκειμένω ότι ο κυρίως στόχος δεν είναι η κατάκτηση της ίδιας της γκόμενας, αλλά το ακράγγιγμα μιας μέγιστης αποφατικής γκαύλας, για την ουτοπική επίτευξη της οποίας η συγκεκριμένη γκόμενα δεν είναι παρά ένα όπλο- φίλος του ιππότη. Συγκρίνοντας όπλο και εργαλείο , θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη ότι η έκφραση όπλο ανήκει συχνά (όχι αποκλειστικά) σε ένα δεξιό ντίσκουρς φίλιο προς την οπλοκατοχή κιετς, ενώ για τον γερμανό μεταφραστή να πούμε ότι η έκφραση εργαλείο για την όμορφη γκόμενα είναι πολύ πιο συχνή από ό,τι το πιο σπάνιο όπλο.

Σχετικό συνώνυμο του όπλο είναι το τουφέκι, ενώ επίσης συναφές είναι το έγκλημα.

Πάσα: John Black.

  1. - Γιατρέ μου, πιάσε ένα όπλο που μπαίνει στα αριστερά σου.
    - Κακούργημα!

  2. (Περνάει το Λίλιαν μπροστά από δύο φίλους, οι οποίοι αφού έχει διέλθει αναφωνούν ταυτοχρόνως:)
    - Όπλο!

  3. - Νταξ το Μαράκι είναι απλώς μια αξιοπρεπής γαμησάμπλ γκόμενα, δεν είναι και κανένα όπλο, όπως η Τασούλα.

(από Khan, 15/07/12)(από Khan, 04/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με αστυνομικό (είτε είναι όντως αστυνομικός, είτε δεν είναι). Και ως εμφάνιση, αλλά δευτερευόντως και ως συμπεριφορά ή ως ψυχική ποιότητα.

Πώς είναι μια μπατσόφατσα; Σίγουρα είναι σκατόφατσα, αν όχι ως άσχημη, τότε σίγουρα ως αποτυπούσα ψυχικά χαρακτηριστικά. Μπορούμε βεβαίως να υποθέσουμε ότι η μπατσόφατσα θα είναι πολύ καθώς πρέπει, καλοξυρισμένη και καλοκουρεμένη, ενώ ως συμπεριφορά θα χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και καθεστωτισμό.

Περισσότερο σημαντική είναι η συνάφεια, όπου βρίσκουμε συχνά τον όρο. Αφενός χρησιμοποιείται σε αντιεξουσιαστικό ντίσκουρς, ιδίως για αστυνομικούς που κρύβονται φορώντας πολιτικά ή ως προβοκάτορες, κουκουλοφλώροι κ.τ.ό. Αφεδύο στην μπουρδελοσλάνγκ για κάποιον που προκαλεί δυσπιστία σε κορασίδα, επειδή δίνει την εντύπωση ότι είναι στρουμφάκι, οπότε αυτή αρνείται το κατιτίς παραπάνω (είναι μεγάλη ατυχία για μπουρδελιάρη να έχει μπατσόφατσα). Επίσης σε περιπτώσεις, όπου υβρίζονται όχι μόνο οι αστυνομικοί, αλλά και αυτοί που έχουν ψυχή / νοοτροπία μπάτσου.

  1. α) Ρε παιδια ειναι η σκατοφατσα που φαινεται στο πλανο με την κοπελα που του δινει το λουλουδι. εχει κλασσικη μπατσοφατσα δολοφονου το μουνοπανο.ενα εχω να πω εχουμε χρεος απεναντι στην κοινωνια να το καψουμε ζωντανο αυτο το ανθρωποειδες, τωρα που ειναι ευρεως γνωστη κ η συμπαθητικη φατσουλα του......... (Εδώ).

β) ρε πιονακια του κρατους που απορω πως δεν εχετε φουνταρει με τοσους φονους στις πλατες σας..ντυθειτε και μαζορετες οι μπατσοφατσες ξερουμε ποιεσ ειναι,αλλαξτε λοιπον τη στολη αφου δεν βολεβει αν ηταν καλη θα τη φοραγαμε κι εμεις αλλα με τη δικη μας στολη κανετε τσαμπουκα. (Εδώ).

  1. Τοτε μαλλον εχεις μπατσοφατσα γιατι δεν εχω ποτε προβλημα. (Από ierodoules.com σε θέμα σχετικό με συνεννοήσεις που γίνονται σε μασαζερί για εξτραδάκι).

  2. New Year's Resolution.
    10 πραγματα που ή με φρικάρουν ή με τρομάζουν ή με αηδιάζουν - Οι μπάτσοι στους δρόμους, όχι οι αστυνομικοί.. οι μπάτσοι, οι μπατσοφατσες, το μπατσοβλέμμα που σε κόβει από πάνω μέχρι κάτω λες και είσαι η ξαδέρφη του Κουφοντίνα. (Εδώ).

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εσωτερικό μέρος του γονάτου, το μαλακό.

Από Ανδρίτσαινα, αλλά λέγεται και αλλού. Δίνει κάποια χτυπήματα στον γούγλη.

- Α να χαθεί που φορά κοντή φούστα και φαίνεται η κλιτσινάρα της!

βλ. και πατάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified