Selected tags

Further tags

Γκέινταρ (εκ του gaydar: gay detection and ranging) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα ορισμένων να ανιχνεύουν εξ αποστάσεως και με μεγάλη ακρίβεια τον βαθμό πουστοσύνης των συνανθρώπων τους εν είδει ραντάρ.

Το τυπικό γκέινταρ επεξεργάζεται, σταθμίζει και αξιολογεί πληθώρα οπτικοακουστικοκινητικών δεδόμενων και ερεθισμάτων που εκπέμπει το υπό εξέταση υποκείμενο. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες, στις αποχρώσες ενδείξεις πουστρηλικίου συμπεριλαμβάνονται:

  • Η φωνή: το ευρύ κοινό αναγνωρίζει τους θηλύγλωττους από την φωνή τους με 75% επιτυχία.
  • *Ο παράγοντας«κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα»*: η προβολή ενός προσώπου για το 1/25ο μόλις του δευτερολέπτου αρκεί για να αναγνωριστούν στοιχεία ΛΟΑΤ.
  • Οι φύτρες μαλλιώνε: παρατηρείται ότι οι γκέουλες διαθέτουν αριστερόστροφη σπείρα μαλλιών κατά μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό.
  • Οι αναλογίες των δακτύλων: οι βερμουδιάρηδες και οι λεσβόγκες συνήθως έχουν μακρύτερο το παράμεσο δάκτυλο από τον δείκτη, σε αντίθεση με τους γκέηδες και τις θυλικομούνες.
  • Τα δακτυλικά αποτυπώματα: οι κιναιδουάρδοι και οι ετερομούνες έχουν «πυκνότερες» ραβδώσεις.

    Πέον να σημειωθεί ότι το γκέινταρ αποτελεί είδος «έκτης αίσθησης»: μερικοί το' χουν, άλλοι δεν. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μελέτες:

  • Οι τρίζοντες την όπισθεν έχουν ακριβέστερο γκέινταρ από τους στρέιτουλες.

  • Οι γυναίκες έχουν ακριβέστερο γκέινταρ όταν βρίσκονται σε ωορρηξία.

    Όλα τα ραντάρ, πόσο μάλλον τα γκέινταρ, έχουν και «τυφλά σημεία», επιτρέποντας σε μερικές να κινούνται κάτω από το γκέινταρ. Ακόμα και τα καλύτερα γκέινταρ δίνουν ενίοτε ανακριβείς μετρήσεις, κυρίως ωσαναφορά τους μετρό κ.ά. αχαρτογράφητες.

Περισσότερα γκέινταρ φακτς:

Από το δουπού: Κχάν.

Η έκτη αίσθηση
1. Το μαγαζί του Πάπα είναι θερμοκήπιο ανωμαλίας…Ενώ το δικό μας, με τους μητροπολίτες που αποκαλούν ο ένας τον άλλο με γυναικεία ονόματα και τους μοναχούς και τους αρχιμανδρίτες που βάζουν μπροστά το γκέινταρ κάθε φορά που βλέπουν νέο αγόρι στην εκκλησία, είναι το απαύγασμα της αρετής…

2. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα.

Το σάη γνωριμιών για πούστηδες και παλικάρια
3. Πάντως, παρ' ὅτι διαρκῶς κράζεις τὸ γκέινταρ, ὅλο ἐκεῖ εἶσαι :ΡΡ

Ο διφορούμενος αζέρος πολιτικός
4. Ο γηραιός πρώην κομμουνιστής διπλωμάτης του Αζερμπαϊτζάν, Γκέινταρ Αλίγεβ, επιστρέφει στο Μπακού, όπου έχει εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λυγερό και όμορφο κορμί. Προέρχεται από την Λάμνα - Lamna nasus - καραχαριοειδές που συναντάται και στα νερά της Μεσογείου. Είναι ψάρι με υδροδυναμικό σώμα και παιχνιδιάρικη συμπεριφορά.

Δες ένα λαμνάτο κορμάκι απέναντι.

Λάμνα (από northwind, 12/03/13)wow (από northwind, 12/03/13)τσιφτετελια (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε να ποστάρω κι εγώ ένα ακατάλληλο.

Μπατ Μουν είναι το αιδοίο νυχτερίδα (Μπατ Μαν). Αυτό που έχει πολύ ανεπτυγμένα τα 'χείλάκια' του και μερικές φορές αυτά ανοίγοντας ακουμπάνε στο εσωτερικό των μηρών δίνοντας την εντύπωση νυχτερίδας.

- Πώς πήγες με την Τάνια;
- Περάσαμε τέλεια, έχει απίστευτο Μπατ Μουν.

"Έτσι, όπως το λέει ο Northwind είναι. Θέλετε να το δείτε;" (από Khan, 20/03/13)(από σφυρίζων, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα στιβάνια είναι οι μπότες που φορούν παραδοσιακά οι Κρητικοί. Τη λέξη δεν την βρήκα πουθενά σε ηλεκτρονικό λεξικό, γι' αυτό και τη χώνω εδώ, καθότι είναι πολυ-ακουσμένη και της αξίζει. Παρόλ' αυτά, πολλοί έλληνες την αγνοούν ή νομίζουν ότι πρόκειται για την κρητική βράκα. Άρα καιρός να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους...

Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την ιταλική λέξη Stivale, που πρόκειται για το ίδιο ακριβώς στυλ μπότας, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ιταλικό. Διόλου απίθανο, καθότι από το νησί πέρασαν κι έκατσαν οι Ενετοί, ως γνωστόν.

Να πω κι ότι και η γερμανική λέξη για αυτόν τον τύπο μπότας προέρχεται από κει: stiefel και stival. Δείτε και τη φωτό στο προτελευταίο.

Δημιουργούμε χειροποίητα, ανθεκτικά κρητικά στιβάνια σε πολύ προσιτές τιμές. Εγγύηση η πολυετής εμπειρία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχειώδες σωματίδιο με πολύ strangeness αλλά καθόλου charm, είναι το θεμέλιο που δίνει στα μπάζα μάζα (αλλά όχι με την καλή έννοια).

Γνωστό και ως «Σωματίδιο του Θεόμπαζου»

Πάσα: Khank στο λήμμαν μπάζο.

1. Το περίφημο Μπαζόνιο. Περιέχεται σε όλα τα δίποδα “μπάζα” που συναντούμε κατά καιρούς σε παραλίες, μπαρ, κλαμπ και λοιπές εκδηλώσεις και χώρους συνάθροισης, ιδιαίτερα δε το καλοκαίρι. Το μπαζόνιο ενεργοποιείται ανάλογα το πόσο λιάδα είμαστε. Προφανώς έλκεται από το αλκοόλ. -Οσο μεγαλύτερη η σούρα, τόσο αυξημένη η πιθανότητα να καταλήξουμε με κάποιο μπάζο -φορέα του μπαζονίου δηλαδή- στο τέλος της βραδιάς, στο κρεβάτι ή αλλού.

2. Καθονται και ασχολουνται με μαλακιες αντι να κατσουν να βρουν το «μπαζόνιο» το γονιδιο που κανει τις Ελληνίδες να φερονται σαν «Ελλε-η-νίδες» :jerking:

3. 50 χρόνια τους πήρε να Ανακαλύψουν το Μπαζόνιο και ο κολλητή μου μια νύχτα μόνο μέθυσε και ανακαλυψε το πρωί το Μπαζόνιο να κοιμάται δίπλα του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι αίφνης τρέντι, χωρίς να το είμαι εξαπανέκαθεν.

Όχι, δεν είναι συνώνυμο του πουστρεύω, παρά τα θρυλούμενα.

  1. Πρώτα είχαμε το Ψυρρή που ήταν εναλλακτικό και μετά τρέντεψε, μετά το Γκάζι, τώρα σειρά έχει το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Μου φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να ξεφύγω από την όλη μαλακία είναι να ξαναγίνω nu-μεταλάς όπως ήμουνα πιτσιρίκι και να γυρίσω στα Εξάρχεια. (Mikeius εδώ).

  2. Τωρα τελευταια το πειγαν στην ποπ και τρεντεψε ο γιαννακης (που ειναι το τρελο μαλλι που ειχε). (Εδώ).

  3. giati; otan exoun afana h dreadlocks h akomi kai konto malli (san xoreutes) den einai wraio; genika oi kordeles einai praktikes kai omorfes... twra bebaia pou trentepsan kai autes asta na pan aman... (Εδώ)

(από Khan, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι άσχημη, ανασούμπαλη και ολίγον τι χαμούρα.

Και τα τσιγάρα μάρκας Camel.

  1. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι άφησε την Λιάνα για αυτήν την καμήλα.

  2. Καμήλα καπνίζει το φλώρι.

(από σφυρίζων, 30/03/13)Με την καυλή έννοια (από Khan, 30/03/13)Με την καυλή έννοια και πάλι (από Khan, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. To μαγαζί που πουλάει ρουχισμό vintage. Το ενδιαφέρον για τα ρούχα vintage και τα σχετικά μαγαζιά εντάσσεται στο πλαίσιο κουλτουρών εμφάνισης και συμπεριφοράς, όπως των χίπστερς. Συχνά τα βιντατζάδικα, όπου απευθύνονται, βρίσκονται στο εξωτερικό και ορισμένα λειτουργούν στο πλαίσιο φιλανθρωπικής δράσης.

  2. Γενικότερο επίθετο που χαρακτηρίζει την κουλτούρα του vintage, όπως την βλέπουμε λ.χ. ως μέρος της hipster κουλτούρας ή ως ταραντινιά στο σινεμά.

  1. Είναι αυτός που την Κυριακή το μεσημέρι, για παράδειγμα, θα πεταχτεί μέχρι το γνωστό στενάκι της Αβραμιώτου για να κλείσει επιδεικτικά το μάτι στo τελευταίo trend, που δεν είναι άλλο από την ανταλλαγή ρούχων. Στην ανταλλαγή ρούχων, μάλλον, θα έχει πάει με το κορίτσι του, για να ανταλλάξει αυτή τα ρούχα που αγόρασε από vintage-άδικα του Βερολίνου και δεν τα φορά πλέον. (Εδώ)

  2. Aλλα μαλλον δεν ειναι ερωτηση, ειναι βιντατζαδικο quiz (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published