Selected tags

Further tags

Ένας νέος εις -σεξουαλ ανδρότυπος, εκ του αγγλικάνικου lumber = ξυλεία. Πρόκειται δηλαδή για τον ξυλοκόπο, ή μάλλον για έναν άντρα που θεματοποιεί και προβάλλει σεξουαλικώς το γεγονός ότι (προσπαθεί να) μοιάζει με ξυλοκόπο, με lumberjack που λένε και στο χωριό μου.

Προφ έρχεται ως αντίδραση στον μετροσέξουαλ, που, όπως, -φευ-, αποδείχτηκε, δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός για τον πουστοσέξουαλ. (The Lumbersexual is here to chop down metrosexuals, όπως γράφει χαρακτηριστικά ένα σάη). Όμως ο λαμπερσέξουαλ δεν είναι απλώς ένας ρετροσέξουαλ, δηλαδή ένας ειλικρινής οπισθοδρομικός μπάρμπα-Μπρίλιος, αλλά είναι μάλλον ειρωνικά ρετροφουτουριστικός, ήτοι διανθίζει με βιντατζιές σχετιζόμενες με την ξυλοκοπτικήν ένα εξαιρετικά ποζεράδικο κλάριν λουκ.

Με τρεις λέξεις ο λαμπερσέξουαλ είναι ο άντρας που χέζει στο δάσος. Εκτός όμως από οδηγούς επιβίωσης στην άγρια φύση και κωλόχαρτο για χέσιμο στο δάσος μαζί με τις αρκούδες, ο λαμπερσέξουαλ διαθέτει και μερικά άλλα αξεσουάρ, όπως πολύ καρό, λ.χ. καρό κασκόλ και πουκάμισα κυρίως κοκκινόμαυρα, δερμάτινα, φθαρμένα τζιν, φανέλες άλα Marlon Brando, τιράντες, παπούτσια ορειβασίας και δασέα μούσια, είτε τ. χιπστερικού ironic beard, είτε πιο κλαρινογαμπρικού μουσιού Λεονάιντας (περιποιημένο, σιασμένο και μυτερό προς τα κάτω). Και βεβαίως άφθονα τατουάζ, μανίκια κυρίως, αλλά γιατί όχι, και εφημερίδες και ταπετσαρίες. Επίσης: μάλλινους σκούφους και κάλτσες, σακίδια Field Pack (before it was made cool by Σταύρος Θεοδωράκης), φλασκιά κ.ά. εξαρτήματα (για πλήρη λίστα δες εδώ).

Στη συμπεριφορά, ο λαμπερσέξουαλ θα είναι ο άντρας που πιάνουν τα χέρια του, που δεν θα καλέσει ποτέ μάστορα να φτιάξει μια ζημιά, μην κινδυνεύοντας από τον κάθε Σάκη τον υδραυλικό, αλλά θα τα ρυθμίσει όλα μόνος του ανάλογα με τον βαθμό ειρωνείας ή ειλικρίνειας του πρωκτάγματός του. Ενίοτε θα έχει κάτι και από μπεκροσέξουαλ κλανιαρογαμπρό, στο σεχ δε, θα αυτοπροβληθεί ως ωμοσέξουαλ. Άλλες φορές πάλι θα διατηρεί μια μυστικιστική σιωπή στην παρέα ως νέο μελαγχολικό αγόρι αποτραβηγμένο στις σκέψεις και στον διάλογο με τη φύση. Απαραίτητο αξεσουάρ σε αυτήν την περίπτωση είναι το χαλάκι της γιόγκα.

Ενστάσεις (δες εδώ): Ξέρει πράγματι ο λαμπερσέξουαλ να κόβει δέντρα, να φτιάχνει τα υδραυλικά και τα ηλεκτρολογικά, ή μήπως δεν ξέρει ούτε πώς λειτουργούν οι Zippo; Ο αστικός δασάνθρωπος (Urban Woodsman), ήτοι ο άντρας που ναι μεν χέζει στο δάσος, όμως κατά τα άλλα μάλλον συχνάζει στις χιπστεροτοπίες του άστεως, δεν είναι ένα πρώτης τάξεως μεταμοντερνιάρικο ντεκαφεϊνέ; Ακόμη πιο ντεκαφεϊνέ θεωρείται το να είσαι τριχολάτρης στη μούρη και τριχοφοβικός στα αρχίδια, ήτοι ο δασυπώγων ξυρισαρχίδας, ή, όπως λέμε στο χωριό μου, folksy on the face, creepy on the balls. Στα οποία η πειστική αντένσταση είναι μία και μοναδική: Ο,τιδήποτε αξίζει τον κόπο, αρκεί να κηρυχθεί εκτός μόδας ο επαίσχυντος μετροσεξουαλισμός.

Καλά όλαφ τα, αλλά ευδοκιμεί η φυλή των λαμπερσέξουαλ στην Ελλάδα; Μια βόλτα από τον γούγλη δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για αμερικανιά ή και καναδιά για την ακρίβεια, την οποία ορισμένα έντυπα και σάη τύπου Πουτσοπόλιταν επιχειρούν να μετακενώσουν στο Ελλαδιστάν δίκην Επομένου Μεγάλου Πράματος (Next Big Thing που λέμε και στο χωριό μου). (Ακόμη και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εξάλλου, ορισμένοι εκλιπαρούν please stop trying to make lumbersexual happen). Πάντως, αν και δεν διαθέτει την ιθαγένεια του κάγκουρα ή του κλάριν, ωστόσο ο λαμπερσέξουαλ έχει όντως κάνει την εμφάνισή του στο ιδίωμα των Αθηνέζων πασχόντων από χιπστερίαση για να χαρακτηρίσει κάποιους πιο ματσό χιπστεροκάγκουρες. Το μέλλον θα δείξει.

1. Η εποχή του φρεσκοξυρισμένου άντρα που περιποιούταν τον εαυτό του και την εμφάνιση του όπως μια γυναίκα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι μετροσέξουαλ είναι πια πολύ πασέ και τη θέση τους πήρε το ακριβώς αντίθετο. Ο άντρας που δεν περιποιείται καθόλου τον εαυτό του ή τουλάχιστον έτσι θέλει να δείχνει. Ο λάμπερσέξουαλ.
Ποιες είναι οι λέξεις κλειδιά για τον λαμπερσέξουαλ; Ξύλο, Φύση, Μούσι, Καρό σχήματα, Δερμάτινα, Τζιν, φανέλα και φυσικά Τατουάζ.
Σύμφωνα με το Cosmopolitan, οι lumbersexual άντρες φτιάχνουν τα δικά τους έπιπλα, γνωρίζουν τη μυστική τοποθεσία για τα πιο γλυκά βατόμουρα και έχουν μακριά μούσια που φαίνονται απεριποίητα και αλλόκοτα. Η λέξη lumper απαντιέται στους άντρες που κάνουν ξυλουργικές εργασίες, αλλά κανένας λαμπερσέξουαλ δεν κάνει στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο. Αυτοί οι άντρες έχουν ένα πολύ καλά υπολογισμένο στιλ με την επιθυμία να φαίνονται άγριοι και να δημιουργούν μια ετεροπροσδιοριζόμενη εκδοχή του αρσενικού. Εσείς που ανήκετε λοιπόν; Είστε στη μόδα των λαμπερσέξουαλ αντρών;

2. Χρήσιμες Ιδέες Δώρων Για Τον Λαμπερσέξουαλ Άντρα Στη Ζωή Σας: Λάδι για το μούσι (απαραίτητο), ένα ατσάλινο φλασκί, έναν οδηγό επιβίωσης στη φύση (αν και αμφιβάλλω ότι έχουν καν βρεθεί μερικοί σε δάσος), μινιμαλιστικά τυπώματα για μούσια, ένα σπέσιαλ μπέρμπον, αντιανεμικά σπίρτα, ένα σχετικό T-shirt, ένα τσεκούρι τσέπης γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να κόψουν ξύλα, έναν χειροκίνητο μύλο καφέ, μια κούπα απλή και λιτή, ένα καρό κασκόλ (απαραίτητο), ένα μικρό μαχαίρι τσέπης, μια τσατσάρα τσέπης (απαραίτητο), μια θήκη ξύλινη φυσικά για τις μπίρες του, μια ξύλινη σφεντόνα, ψεύτικα τατουάζ για να ολοκληρωθεί το λουκ του.

3. Για να το κάνουμε ακόμη πιο λιανά, και όπως εύστοχα αναφέρει το BuzzFeed, ο νέος lumbersexual είναι το κράμα του Ron Swanson και του Ryan Gosling. Φυσικά ο διάλογος στρέφεται γύρω στου «τι νέο έχει αυτό το στυλ» και στην όλη ιδέα του «μοιάζω ξυλοκόπος αλλά στην πραγματικότητα είμαι προγραμματιστής και στο σακίδιο μου έχω κρυμμένο ένα MacBook Air που τρέμω στην ιδέα μήπως πέσει κάτω και γρατσουνιστεί».

4. Θα τα παρατήσω όλα και θα γίνω λαμπερσέξουαλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο το ευλογημένο και το κατανυκτικό, αυτό που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιος το γαμεί να του φιλήσουμε τον πούτσο. Τρελή σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Σ.ς.: ακόμα και αυτό κάποιος έχει βαρεθεί να την πηδάει, μη τρελλλαθούμε κιόλας.

1.
Ας πούμε: οι ψωλέττες, οι μουνέτες, οι μαμούνες, οι μουνίτσες, οι αγγελοπούτες, οι μουνάγγελοι, οι κρεμοταΐστρες, οι σπερμοπιτσίλες, το μουνόγαλα, το εξογκωμένο μουνίδιον, τα μιμιά, οι καυλοπυρέσσοντες, τα παλουκοψώλια, τα γαμώ σε, γαμώ σε, τα χύνω, χύνω, χύνω, τα ώωωωωωω, τα άαααααα, όλα αυτά που δεν τελειώνουν.

2.
Γιατί να μη μπορεί κανείς να προσεύχεται χρησιμοποιώντας τα γενετικά του όργανα. Δηλαδή ο Εμπειρίκος όταν μιλάει για μουνάγγελους, τι είναι αυτό;

3.
Μπορεί να κάνει πολύ extreme πράγματα αυτός ο μουνάγγελος.. Τέλος πάντων η κοπέλα αξίζει για μια δοκιμή.

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ροδαλού κι ελαφρώς βελουδένιου ωσάν βερίκοκο-ρίκο-ρίκο-ρίκοκο μουνιού - πρόσφορο. Οι φέρουσες τοιαύτα αιδοία αποκαλούνται καϊσοµούνες. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εκ του καϊσί (< τουρκ. kaysι, βερίκοκο).

Μόλις άφησε η µικρή κοκκινοµαλλούσα τό άθλιο κουρελοφόρεµά της να σκεπάση τό ωραιότατο καϊσοµούνι της ...
(εδώ)

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμαρτωλό καυλάκι, η ευειδής και ηδυπαθής θεραπαινίς, ο καυλοπυρέσσων μουνάγγελος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Και ενώ ο οργασµός τής Φλώσσυ εξηκολούθει, καθ' όλην τήν διάρκειάν του, ο φύλαξ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, µε τό βλέµµα του καρφωµένον εις τήν σφύζουσαν μουνότρυπαν τής κορασίδος, εκ τής οποίας έρρεε εκ νέου ο ερωτικός χυµός της, ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας, δονούµενος από τόν ίµερόν του, εκοίταζε κεχηνώς τήν εµέσσουσαν ροδαλήν οπήν, και απεταµίευε εις τήν µνήµην του και εις τήν ψυχήν του, ως ανεκτίµητον θησαυρόν, τό εξαίσιον θέαµα τού οργασµού και τό γλυκύ ακρόαµα τών στεναγµών και τών κραυγών τής ηδονής που εξέφευγαν από τά χείλη τής ασπαιρούσης κόρης, και εξηκολούθησε να τής τρίβη τό αιδοίον, έως που εβεβαιώθη ότι όσον μουνόχυμα είχε να διάθεση τήν στιγµήν εκείνην η ωραία καυλόπαις, είχε εξέλθει εκ τού ερωτικού οργάνου της.

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκλί, η θεάρα. Χαριτωμενίστικη φιλοφρόνηση θηλέων νέας κοπής που αποδομεί και ανατρέπει τον συμβατικό ορισμό του μπάζο. Φοριέται πολύ στα γυμνάσια / λύκεια καθώς και στα κοινωνικά δίκτυα.

'Ολα τα παρακάτω παραδείγματα από το ασκεφέμ.

1.
μπάζο μου ♥‎

2.
Οτι ωρα θελει το μπαζο μου :* χαχαχαχαχα :*‎ Κική Χ. <33333

3.
μπαζακι μπαζακι μπαζακι μπαζακι μπαζακι! Τι γλυκος ....

4.
φωτογραφια οπως εισαι τωρα μπαζακι<3
(σ.ς. επακολουθεί pic ευειδέστατου πιπινιού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζάκια στην ιδιόλεκτο σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Και όχι μόνον, καθότι γουγλίζεται.

  1. Συγχρόνως, ο παρατηρών διά της οπής του κλείθρου, θά έβλεπε τον Λουδοβίκον Νουμπάρ νά ίσταται όπισθεν της μέ τήν ψωλήν του μέσα της καί νά τήν γαμά είς τόν τραυματισμένον καί αίμάσσοντα εισέτι τρυφερών πρωκτόν της, όπως πριν δύο περίπου ωρών τήν είχε γαμήσει ό Έντελμαν. Κύπτων επί τής, ό λάγνος φωτογράφος τήν ηύνάνιζε ταυτοχρόνως διά της δεξιάς του, ενώ διά της άλλης του χειρός, συνέθλιβε, έπίεζε και έτριβε τα σφύζοντα βυζέττα της, τσιμπών ένίοτε τάς έκτοξευμένας ήδη ροδαλάς θηλάς των. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 38)
    2. Μαζί της εμφανίστηκε μία όμορφη, λυσίκομη, επίσης νεαρή ξανθιά, με το κυματιστό μαλλί της ν' αγγίζει τους ώμους, αρμονικά βυζέττα, καλλίγραμμο κορμί, μέτριο ανάστημα, η οποία αδέξια (έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε) κάπνιζε ένα τσιγάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Καυλόψωλε!... Άααααχ!... Άαααα!... Άαααα!... Ώωωωω!... Άααααχ!... - Ώωωωωχ!... Ώωωωωχ!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μούνα!... Μουνίτσα!... Γλυκομουμούνα!...
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 40)

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος που εξακολουθεί να αφήνει χαίτη παρά το γεγονός ότι λόγω της προκεχωρημένης ηλικίας του το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Λ.χ. μπορεί μαζί με τα μαλλιά να αφήνει και καράφλα, αναδεικνυόμενος σε καραφλομαλλιά, ή να έχουν γίνει ψαρά ή άσπρα ή αραιά με άσχημο τρόπο τα μαλλιά του. Ενίοτε πρόκειται για πουρόκερ too old to rock n' roll- too young to die. Γενικά, η αξίωσή του να ανήκει στη γερολαία δεν πείθει και μένει ένα γραφικό γεροντότεκνο.

Τὸ τρίτο βράδυ, πάω νὰ πλύνω τὰ δόντια μου, μὲ τὴν ὁδοντόβουρτσα στὸ χέρι, καὶ στὸ κάτω μέρος τῆς πλατείας συναντάω τὴν Κατερίνα, τούμπανο. Ἔχει περάσει ΤΕΙ ἀλλὰ δὲν γουστάρει, φτιάχνει χαϊμαλιὰ καὶ τὰ πουλάει στὴ Φολέγανδρο, καὶ δὲν ξέρει τί θὰ κάνει. Γυρνᾶμε μαζί, παίζουμε κιθαρίτσα μὲ κάτι παιδιὰ ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴ ὁμάδα - μουσικοὶ καὶ ἠθοποιοί, ἀπὸ αὐτὰ τῆς κατασκήνωσης, ποὺ ἔχουν ἐδῶ, γιὰ νὰ μᾶς κρατᾶνε ἀπασχολημένους. Εἶναι μαζὶ καὶ ἕνας γεροντομαλλιάς, ἐπαγγελματίας τραγουδιστής, λέει, γαμῶ τὰ ἄτομα. (Από το διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Αγανακτισμένος εδώ).

(από Khan, 26/12/14)(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του «Παίρνει Πίπα Όρθια».

Χρησιμοποιείται ως συνθηματικό μεταξύ ανδρών συνήθως κατά την περιγραφή ή την θέαση ενός κοντού στο ύψος γκομενακίου, τόσο κοντού ώστε να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της έκφρασης. Προφέρεται «Πι-Πι-Ο» και είναι γένους ουδετέρου.

- Ρε μόρτη την θυμάσαι καθόλου τη Στέλλα που είχαμε δει τις προάλλες;
- Ποια Στέλλα λες δικέ μου; Το ΠΠΟ;
- Α να γεια σου! Αυτή!
- Πώς να μη θυμάμαι...

Στο μπαρ:
- Κώτσο, βλέπε γκομενάκι σωστό, τρεις η ώρα από σένα.
- Τελέρε; Αυτή είναι ΠΠΟ!
- Κλάιν ρε! Μην κολλάς.

O Shaquille O Neal με την στρατηγικού ύψους γιαβουκλού του. (από Khan, 28/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified