Η άσχημη ελιά, συνήθως στο πρόσωπο.
Ωραία η Βίκη αλλά έχει μια θρούμπα στη μύτη που με χαλάει.
Κυριολεκτικά, είδος ελιάς.
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι για οποιονδήποτε. Ο γεράκος που έχει πλούσιο λευκό μούσι.
-Ποιον έχετε φυσική στο τμήμα σας;
-Τον Άη Βασίλη.
-Ποιόν;
-Τον Κωστιάδη ρε, τον παππού με το μούσι.
Got a better definition? Add it!
Η κοιλιά, ο σκεμπές.
Πάω στη δουλειά με τα πόδια κάθε μέρα, μπας και πέσει η μπάκα.
Got a better definition? Add it!
Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.
Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.
Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!
Got a better definition? Add it!
Υβριστική έκφραση που αναφέρεται απαξιωτικά σε αρσενικά άτομα. Ο ατημέλητος, ο βρωμιάρης, ο γλοιώδης τύπος.
- Έρχεται στο γραφείο και ο Μήτσος ο χλέμπουρας που έχει να πλυθεί ένα μήνα και ανοίγουμε μετά τα παράθυρα για να ξεβρωμήσουμε.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.
- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!
Got a better definition? Add it!
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!