Selected tags

Further tags

Κατά τη χειμέρια νάρκη, ο μεταβολισμός των ζώων και ειδικά αυτών που ζουν σε ψυχρά κλίματα επιβραδύνεται και η θερμοκρασία του σώματός τους μειώνεται αισθητά. Γενικά η χειμερία νάρκη αρχίζει όταν κατεβαίνει η θερμοκρασία και η αναζήτηση τροφής είναι πολύ δύσκολη. Παρόλο που η θερμοκρασία της αρκούδας δεν πέφτει και πολύ και έτσι η αρκούδα μπορεί να ξυπνήσει κατά τη διάρκεια του power saving μοντ, οι αρκούδες πριν πέσουν σε αγρανάπαυση τρώνε τον αγλέορα για να συντηρηθούν. Ε... και μόλις ξανα μπουτάρουν πεινάνε του καλού καιρού. Εμπρός καλά μου σαγόνια!

Εδώ λοιπόν κάνουμε ένα κλικ πάνω από το μέσο performance της ήδη φαγανής αρκούδας, μιλώντας για την αρκούδα πριν τη χειμέρια νάρκη της.

Η ατάκα λέγεται για κάποιον που σε μόνιμη βάση ή σε περιστασιακή φάση (π.χ: σε κάποιο γλέντι) σαβουριάζει... τα γατοκέφαλα και ακόμα περισσότερο όταν τα καταβροχθίζει και τα τσακίζει στο πιτς-φιτίλι... λες και είναι αρκούδα που έχει φτάσει στο ενενήντα για να αποσυρθεί προσωρινά από την πιάτσα. Η φράση λέγεται καθ υπερβολήν, για να δείξει τη λαιμαργία η/και τη μανία που έχει πιάσει κάποιον που προσπαθεί να κατεβάσει το καταπέτασμα και να τα κάνει όλα λαμπίκο.

Αν ο τύπος είναι ένας ακάματος εργάτης στο χτίσιμο κοιλιακών (χλαπάκιασμα σε μόνιμη βάση) επαναλαμβάνοντας το πρότζεκτ κάθε τρεις και λιγο...ε τότε τι να πούμε; H κακομοίρα η αρκούδα πέφτει στη νάρκη με πολύ αραιότερο ρυθμό. Ο τυπάς λοιπόν, τρώει λες και έρχεται πόλεμος, λοιμός,... καταστροφή. Και τρέμοντας μη χάσει τις μπουκιές από τους συνδαιτυμόνες, τους παρασύρει σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα (hint and tip) και μετά την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια και ασχολείται με το χόμπι του. Ο τύπος διαθέτει την... επιτάχυνση, χτυπάει τις...μασαμπούκες, χτίζει τις ταράτσες, αυξάνει το λογαριασμό του στη μπάνκα (μπάκα) του και πριν... ναι ναι... πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις τον έχει φάει ήδη και αυτόν και πάει για άλλα. Αλί μη βρεθεί κατά λάθος το χέρι σου, την ώρα που κλείνουν τα σαγόνια του καρχαρία... χαχαχα.

Σημείωση: H ατάκα δένει καλύτερα σε μεγαλόσωμο (αρκούδα... και καλά) που ρίχνει συχνά τη μάσα της αρκούδας

(Σε παρέα που τρώει)

Πέτρος: Ρε παλιοχλαπαχλούπα Μήτσο, κάνε λίγο κράτει ρε... Θα μας φας και μας. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Απορώ πως ζούμε ακόμα.
Μήτσος (χωρίς να σηκώσει κεφάλι): - Αφήστε με ρε να φάω σαν άνθρωπος
Πέτρος: Ανθρωπος; Ποιος άνθρωπος; Εγω βλέπω μια αρκούδα προ χειμερίας νάρκης.
Βασίλης: Φυλαχτείτε αδέρφια... Μήτσος: Γκρρ...χαχαχα
Ολοι: χαχαχα

Ωσ υπουργός αμύνης το πρώτο μέτρο που ιθα πάρω είναι η άμυνα από τον εχθρό που λέγεται ΠΕΙΝΑ.Πάμε να φάμε αδέρφια! (από GATZMAN, 25/10/09)Ταινία Σάντα Τσικίτα. Εδώ ο Λογοθετίδης είχε τσακίσει τα...πιλάφια (από GATZMAN, 25/10/09)Ταινία:Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα. Εδώ κάποιος Μιχαλάκης κάλεσε τους φίλους του για να γιορτάσει την προαγωγή του...αλλά έσκασε τρώγοντας.  (από GATZMAN, 25/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για άνθρωπο που είναι πολύ κοντός. Για την ακρίβεια είναι τοοοόσο κοντός που κάλλιστα θα μπορούσε να μη συμπληρώνει το μέτρο για 5 εκατοστά.

Ο όρος αποτελεί αλλαξοκωλιά της φράσης «μια παρά πέντε» που δείχνει ώρα.

Συνώνυμο: ένα κι ένα milko.

- Xα χα! Πως είσαι έτσι μωρή;! Είσαι ένα παρά πέντε!!!
- Α να χαθείς ρε μαλάκα!!!
- Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου! Ασταδγιάλα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ δυνατός άνθρωπος. Πρόκειται για κινηματογραφικό, μυθολογικό πρόσωπο από την ταινία «Cabiria» του Παστρόνε (1914). Ο όρος χρησιμοποιούνταν συχνά μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά τώρα τείνει να εκλείψει.

Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για πλανόδιους που βγάζουν το ψωμί τους επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Οι παλιότεροι έχουν ακουστά τους μασίστες Παναή Κουταλιανό και Τζιμ Λόντο. Από τους τελευταίους μασίστες ο Σαμψών.

  1. Καλά, μόνος θα τη σηκώσεις τη ντουλάπα; Ο μασίστας είσαι;

  2. Φωνάζει πέντε έξι μασίστες απ' το γυμναστήριο και το γυρίσαν το φορτηγό ανάποδα! Έπαθα πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φασίστας.

Το μαύρο είναι το χρώμα (και) του φασισμού: απεικονίζει αφενός τις στιλιστικές επιλογές των παλαιάς κοπής μελανοχιτώνων μου Μπενίτο και των σημερινών ναζών συνεχιστών του και αφεδύο το σκοτεινό πνεύμα που διακατέχει τις ιδέες και τις ψυχές των φασό.

- Ολοι οι πρωταγωνιστές της μαύρης τρομοκρατίας στην Ιταλία της δεκαετίας του '70 «συνέπεσαν» σε μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα, το Πάσχα του 1968. Οχι μόνο για να προσκυνήσουν τη χούντα, αλλά και να εκπαιδευτούν στις τεχνικές υπονόμευσης της δημοκρατίας απ' τους πρώτους «διδάξαντες».
(από εδώ)

- η «Μαύρη Διεθνής», η φασιστική κίνηση που είχε πυρήνα το κόμμα Γιόζεφ Στράους στη Δυτική Γερμανία, άπλωσε τα πλοκάμια της και στην Κύπρο και στην Ελλάδα και κινεί τα νήματα της συνωμοσίας για πολιτική αναταραχή και οικονομικο – κοινωνική αναστάτωση στις δύο χώρες, με στόχο καθεστωτική αλλαγή, και προώθηση νόθων λύσεων στο Κυπριακό...
(από εδώ)

- Υπαρχουν μαυροι φασιστες, κοκκινοι φασιστες, θρησκευομενοι φασιστες κοκ.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καρεκλοκένταυρος, ο κλασικός δημόσιος υπάλληλος, αλλά και ο διευθυντής, γενικά αυτός που κατέχει κάποια θέση σε υπηρεσία ή φορέα δημόσιο ή ιδιωτικό, π.χ. έφορος, διευθυντής τράπεζας κλπ.

  1. Ρε μαλάκα, σου λέω γίναμε ρεζίλι, πήγαμε με τα σπορτέξ και μέσα ήταν γεμάτο κουστουμάτους και καρεκλάτους, διευθυντές και τέτοια. Όλοι πακέτοι και μεις ρέστοι· ρεντικότες γίναμε σου λέω!

  2. Πήγα για να δηλώσω την τράκα και έπεσα σ' έναν καρεκλάτο, μού 'σπασε τ' αρκίδια, γάμησέ με ρε συ, σου λέω! Τρεις ώρες, κεφάλι μού 'κανε.

Chairman (από panos1962, 05/11/09)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γύφτουλας που το παίζει μοδάτος.

- Σκάει στο μαγαζί με το σακάκι στον ώμο. Πού παααςςς;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το «βλάχος» και το «τρέντι» (trendy).

Περιγράφει την ενδυματολογική επιλογή ενός προσώπου (συνήθως απευθύνεται σε χωριάτη/επαρχιώτη), που ανεξαρτήτως του χώρου στον οποίο βρίσκεται, συνηθίζει να φοράει τα πιο «τρέντι» / «in» ρούχα που υπάρχουν.

Ο μπουρτζόβλαχος με «προχωρημένες» ενδυματολογικές επιλογές, που συνήθως σκάει μύτη έτσι όπου και αν πάει!

  1. Κοίτα να δεις που μας φόρεσε και το αρμάνι πουκάμισο ο Μαθιός... Για καφέ ήρθες ρε βλαχοτρέντι!
  2. Απλά: «Σκάσε ρε βλαχοτρέντι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified