Selected tags

Further tags

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκός είναι προσδιορισμός για τον άνθρωπο με λαϊκά γούστα και συνήθειες.

Εδώ δε μιλάμε φυσικά για τον όρο λαϊκός γενικά, αλλά για τον προσδιορισμό που συνήθως δίνεται σε ανθρώπους που έχουν τέτοια γούστα και συνήθειες, ενώ όμως εργάζονται, συχνάζουν, εμπλέκονται ή είναι αποδεκτοί σε χώρους που δε φημίζονται για τη λαϊκότητά τους –στους οποίους χώρους ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα και γι΄αυτό και του κολλάει ο χαρακτηρισμός «του λαϊκού». Μιλάμε για το χαρακτηρισμό που δίνεται συνήθως με αυτή τη διατύπωση «ο Χ ο λαϊκός», π.χ. ο «Χρήστος ο λαϊκός», το οποίο για συγκεκριμένους χώρους και παρέες μένει συνήθως σκέτο ως «ο λαϊκός».

1.1. Με άλλα λόγια, ένας νταλικέρης, οικοδόμος, χασάπης, ψαράς, τυροπιτάς, μπαρμπέρης, υδραυλικός, μπογιατζής, λαϊκατζής, ταρίφας, επαγγελματίας αλογομούρης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκός, αφού λίγο πολύ εξυπακούεται ότι είναι. Π.χ. η φράση «λαϊκός ταρίφας» ή «ο ταρίφας ο λαϊκός» ακούγεται γελοία, λόγω πλεονασμού.

1.2 Ένας τραπεζικός υπάλληλος, ωστόσο, ή δικηγόρος, ή γιατρός, ή και νοσηλευτής ακόμα, ένας βιβλιοπώλης, φοιτητής, καθηγητής σε σχολείο και σπανιότερα σε πανεπιστήμιο, ένας μηχανικός, φαρμακοποιός, μουσικός φιλαρμονικής, πληροφορικάριος κ.τ.ό., μπορούν να είναι «λαϊκοί» ακριβώς επειδή οι πλειοψηφικοί άλλοι σε αυτούς τους χώρους δεν είναι.

Για να ξεχωρίζουμε τους λαϊκούς τύπου 1.1. από τους λαϊκούς τύπου 1.2., και χωρίς άλλη πρόθεση (no shit), θα γράφουμε τους τελευταίους εντός «».

1.3. Οι «λαϊκοί» απαντούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ασφαλώς ο αριθμός τους φθίνει (καθώς οι νέοι που έχουν τα φόντα να γίνουν «λαϊκοί» γίνονται κάγκουρες ή μάλλον τρέντουλες, ή δε γίνονται καθόλου λαϊκοί). Απαντούν έντονα στην ηλικιακή ομάδα 45–65, υπάρχουν αρκετοί στα 35–45, αλλά πού και πού ξεπετάγεται κάποιος και στις χαμηλότερες ηλικίες. Υπάρχουν ασφαλώς και «λαϊκοί» αρκετοί μεταξύ των αιώνιων φοιτητών.

  1. Ειδική κατηγορία «λαϊκών» είναι οι αριστεροί και αναρχικοί λαϊκοί, οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί είναι ένα κλικ πιο κοντά στην εργατική τάξη, ένα κλικ λιγότερο αμπελοφιλόσοφοι, και ένα κλικ περισσότερο σεξιστές –στο λόγο τουλάχιστον– απ' ό,τι επιβάλλει η πολιτική ορθότητα ή/και η γραμμή στους χώρους αυτούς. Σε αυτούς τους χώρους, μπορεί κάποιος να χαρακτηρίζεται «λαϊκός», επειδή (ή μάλλον αν και) ασκεί λαϊκό επάγγελμα, κι έτσι ακριβώς ξεχωρίζει από τους φοιτητές και τους άλλους διανοουμενίζοντες που συνήθως είναι ενεργοί εκεί –θα πρέπει, όμως, ο «λαϊκός» να έχει και λαϊκές συνήθειες (βλ. παρακάτω) για να του κολλήσει ο τίτλος, απλά το λαϊκό επάγγελμα δεν αρκεί αλλά και δεν αποκλείει τον τίτλο.

2.1. Να τονιστεί ότι πολλοί εργατοπατέρες είναι λαϊκοί τύποι, συνήθως όμως αυτοί χαρακτηρίζονται περισσότερο ως λαμόγια επειδή, πέραν των άλλων, χρησιμοποιούν τη λαϊκότητά τους για να αποκτήσουν έρεισμα και απήχηση –και όχι μόνο.

    1. Ο λαϊκός που περιγράφουμε εδώ δε βλέπει τη λαϊκότητα εργαλειακά ή τουλάχιστον δεν τη χρησιμοποιεί με πολύ χυδαίο τρόπο, επειδή ακριβώς η λαϊκότητα δεν είναι επιλογή του, αλλά γεννήθηκε με αυτήν ή έστω ένιωσε ένα πολύ ισχυρό κάλεσμα προς αυτήν –έτσι, τη σέβεται, και τη χρησιμοποιεί, ίσως, μόνο για να μην του τα πρήζουν περισσότερο απ' όσο πρέπει με μανιαμουνιές, σε εργασιακούς ή πολιτικούς χώρους.

2.3. Q: Μπορεί ένας δεξιός να είναι «λαϊκός»; Α. Ναι, αν δεν είναι αγριοχρίστιανος ή Ελληνάρας μέχρι αηδίας (τότε είναι απλά λαϊκιστής, βλ. «εκμεταλλεύομαι τη λαϊκότητά μου για ίδιον όφελος»).

2.4. Q. Μπορεί ένας κουκουές; Ναι, αν του αρέσει περισσότερο ο Ζαγοραίος από τη Φαραντούρη και το παραδέχεται –αλλά αν είναι ο «λαϊκός» της κοβα όντως θα παραδέχεται επίσης και ότι το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

2.5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο «λαϊκός» έχει πολιτισμική αν όχι και πολιτική συγγένεια με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Για το χαρακτηρισμό όμως ενός χ ΠΑΣΟΚου ως «λαϊκού» θα πρέπει να υπάρχει περισσότερη λαϊκότητα απ΄ότι λαϊκισμός. Με τον εξαχρειωνισμό του Σημίτη, ο λαϊκός αν δεν μετεξελίχθη σε λαμόγιο, είναι πολύ πιθανό όντως να είναι γνωστός ως «ο λαϊκός».

  1. Πολιτίκ ή απολιτίκ, και ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης, ο «λαϊκός» συγκεντρώνει κάποια ή όλα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά.

3.1. μιλάει λαϊκά, αναμιγνύει δηλαδή στο λόγο του μάγκικες εκφράσεις, από τη νύχτα, το τζόγο, την αργκό της πιάτσας κάποιων δεκαετιών πριν. Καμιά φορά και φράσεις από την αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ή από χειρωνακτικά επαγγέλματα (οικοδομή πιο πολύ). Δεν είναι όμως επιδεικτικός με τη γλώσσα και κυρίως αποπνέει ότι μπορεί να σταθεί τόσο στο λιμάνι όσο και στο σαλόνι.

3.2. ακούει λαϊκά, παλιά (πέραν του Ζαγοραίου, επίσης ο Καζαντζίδης είναι οκ, αλλά κυρίως Μαργαρίτη, Μενιδιάτη, Διονυσίου ασφαλώς) και νέα κατηγορίας σκυλάδικου (λιγότερο όμως –ίσως Τερζή, άντε Γονίδη, ίσως Τερλέγκα, όχι όμως Μελά και από Μητροπάνο τα μη κουλτουρέ). Αν έχει καταγωγή από επαρχία, ακούει και δημοτικά. Δεν ακούει ρεμπέτικα (αυτά είναι για φοιτητές), δεν πίνει μπάφους (άν έχει καβαντζώσει τα 40), έχει όμως, ωστόσο, μια γενναία τάση για αλκοολίκι.

3.3. Έχει περάσει τα νιάτα του στα μπουζούκια και στη γύρα γενικότερα, έχει καταστραφεί τουλάχιστον μια φορά από κουμάρι, ώσπου διορίστηκε κάπου ή τέλειωσε τη σχολή και μπήκε στην παραγωγή ή άνοιξε μαγαζί και ψιλοηρέμησε. Πλέον, είναι καφενόβιος με στέκι. Ξέρει και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα καζίνα –ανάλογα με το βαλάντιο. Στην Αθήνα μπορεί να είναι και ερασιτέχνης πλέον αλογομούρης.

3.4. Ντύσιμο: φοράει πουκάμισο πάντα, αλλά ποτέ γραβάτα. Το πουκάμισο κλασικό. Το χειμώνα σακάκι, ή δερμάτινο μπουφάν (όχι παλτό), από μέσα πουκάμισο, ζωσμένο. Υφασμάτινα παντελόνια κυρίως, αλλά και τζιν. Ένα μεγάλο δαχτυλίδι επίσης σύνηθες, όχι όμως στους πολιτικοποιημένους (οι οποίοι φοράνε εξίσου συχνά με πουκάμισο και μπλουζάκι πόλο).
3.4.1. Τσιγάρο ελληνικό, όπως και ο καφές. .

3.5. Οδηγεί παλιά σχετικά μοντέλα από μάρκες αξιόπιστων αυτοκινήτων, κυρίως Γερμανικά (ίσως είχε κάνει και Γερμανία): bmw, opel, όχι όμως μερσεντέ.
3.5.1. Οδηγεί επίσης ακομπλεξάριστα παπί ή και βέσπα.

3.6. (Ανάλογα και με την ηλικία) υπήρξε γυναικάς και νταλκαδιάρης, αν και όχι απαραίτητα Ο γόης –δεν τις άφηνε όμως και αδιάφορες της γυναίκες. Στη σύζυγο τα έχει φορέσει πολλάκις αλλά δεν το ξέρει κανείς –αυτή το υποψιάζεται αλλά τον γουστάρει. Οι πλέον αυθεντικοί έχουν χωρίσει και ξαναπαντρευτεί μία έστω φορά και πληρώνουν διατροφή ή έχουν εξώγαμο.

  1. Οι λαϊκοί του είδους που περιγράφουμε, αν και έχουν καταφέρει να σταθούν σε πλήθος επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, είναι δεδομένο ότι μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους ανθρώπους του είδους τους (λαϊκούς και «λαϊκούς», δλδ.).

4.1. Ο «λαϊκός» δεν είναι απαραίτητα ο σούπερ κιμπάρης, αλλά σίγουρα δεν είναι και γύφτος. Κυρίως δεν είναι επιδεικτικός, ενώ είναι μερακλής. Είναι γενικά λογοτιμήτης.

4.2. Ένα επίσης γερό κριτήριο είναι ότι ο «λαϊκός» δεν έκανε ή δε θα κάνει πολλά λεφτά στη ζωή του, ούτε όμως και πείνασε/θα πεινάσει –κυρίως επειδή το χαρτί το σκορπάει. Γενικά, θεωρείται σωστός, κυρίως γιατί αυτό που κάνει το κάνει καλά. Ωστόσο, η λαϊκότητά του κάνει και πολύ κόσμο να στραβομουτσουνιάζει, κυρίως βέβαια τους πορδήθεν.

Αν ο «λαϊκός» θα επιβιώσει θα το δούμε. Υφίσταται πολλές πιέσεις και τα πράγματα είναι άσχημα.

[I]Ζητώ συγγνώμη για το σεντόνι, ελπίζω να έγινα κατανοητός με αυτήν περιγραφή ενός ιμπρεσιονιστικού ανθρωπότυπου . Ο λόγος ύπαρξης του εκτενούς και ενδεχομένως χασμουρητικού ορισμού είναι να συμβάλει στην αποφυγή καταχρήσεων του όρου «λαϊκός» στην περιγραφή λαϊκιστών, λαμογιών ή απλώς κάφρων[/I].

  1. - Καλά δικέ μου ο καρδιολόγος που εγχείρισε τον παππού κορυφή, πολύ «λαϊκός»... μέσα στο χειρουργείο λέει είχε χαμηλά Ζαγοραίο και άκουγε...
    - Άντε ρε... Και στο ιατρείο μέσα τον Αντρέα κορνίζα;
    - Αφού, μετά το Γιακούμπ, αυτός τον έβλεπε...

  2. - Πάλι ο Γιάννης ο «λαϊκός» τ' ακούει αυτά; Τι είναι, μπλάκμαν;
    - Χαμήλωσε το ρε Τζοοον...
    - Τζον: Αφού κύριοι το γνωρίζετε, όταν μελετώ δικογραφίες θέλω ν' ακούω το Στελάρα μου...

  3. Ο μαθηματικός μας ωραίος τύπος... Έρχεται κάθε μέρα με το παπί αλλά στην τρίχα... Και κάνει και γαμώ τα μαθήματα.
    - Αυτό το άφτερ σέιβ όμως ρε πούστη...
    - Έ είναι «λαϊκός» ο τύπος... Την κάσκα του την είδες, αντίκα...

  4. Έσκασε στη συνέλευση ο Πέτρος ο «λαϊκός»... Σούζα όλοι νά 'βλεπες, ακόμα και οι Δαπιτόφλωροι...
    - Έκλεισε με τσιτάτο από Μαργαρίτη;
    - Όχι, Λένιν, κατ΄εξαίρεση...

"Ο ά(ν)θρωπος ο λογικός είναι τύπος λαϊκός" (από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άντρες που φέρουν ογκώδες και βαρύ πλαίσιο, δύσκολο να το κουμαντάρουν και να ελιχθούν. Συνώνυμο της ντουλάπας.

  1. Φίλε χτες στο 5χ5 σε μια κόντρα έπεσε πάνω μου ένα κορμάδι και με ισοπέδωσε.
  2. Τι κορμάδι είσαι εσύ ρε αδερφάκι μου!!Τόσος καναπές, πάνω μου βρήκες να κάτσεις;

Got a better definition? Add it!

Published

Πεοθηλασμός. Χρησιμοποιείται άλλοτε και για όμορφες κυρίες...

Πωπώ Παναγία μου τι σουσέλ ήταν αυτό;!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτόν τον τρόπο αποκαλείται κοροϊδευτικά: η κοκαλιάρα, η σκελετωμένη, μια γυναίκα που ο δείκτης μάζας της είναι teenager (13-19) και κατ' ευρύτερη έννοια, η υπερβολικά αδύνατη.

Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και ως τσίρο ή τσιροπούλι.

Ο όρος προέρχεται από τη σαμαροπαΐδα του σαμαριού. Οι σαμαροπαΐδες (βλ. φωτογραφία), είναι ξύλινες μικρές σανίδες που τοποθετούνται στην εξωτερική επιφάνεια του σαμαριού και ως εκ τούτου, διακρίνονται. Υπάρχουν τρεις στην αριστερή, άλλες τρεις στη δεξιά πλευρά και δύο στην πάνω πλευρά του σαμαριού. Αυτές συνδέουν το πίσω με το μπρος τοξοειδές στέλεχος του σαμαριού και αποτελούν το σκελετό του σαμαριού. Αποτελούν δηλαδή το βασικό πλαίσιο στήριξης του σαμαριού και λόγω αυτού του ρόλου τους, παρομοιάζονται με τα οστά του ανθρώπινου σκελετού που αποτελούν το πλαίσιο στήριξης του ανθρώπινου σώματος.

- Που λες ο Νώντας, τα 'χει μπλέξει με μια σαμαροπαΐδα, άλλο να σου λέω κι άλλο να τη βλέπεις. Μιλάμε... κάνεις ανατομία πάνω της. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη, που λέει κι ο ποιητής.
- Ε... ε... ε... είναι βιτσιόζο το άτομο. Μα να θέλει να κάνει σεξ με κόκαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα. Βασικό διακριτικό στοιχείο αυτής της κατηγορίας το αντικειμενικά μη αναστρέψιμο της κατάστασης.

Μου κανόνισε ραντεβού με μια φίλη της η ξαδέρφη μου που αποδείχθηκε τρελό μουστάκι. Δεν διορθώνεται με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άχαρο και πολύ, μα πάρα πολύ, ψηλό άτομο. Το αντίθετο δηλαδή της μισοριξιάς.

- Κάθε ταβανόσκουπα στην Ελλάδα το παίζει μοντέλα και μας πουλάει μούρη! Μαζεύω τα μπογαλάκια μου και την κάνω για σεξουαλικός μετανάστης στην Ουκρανία.
- Γάμησέ τα, τσιμπητέ, θα φας γλάρο! Όλες οι καλές Ουκρανές έχουν εκκενώσει την χώρα για Δυτική Ευρώπη και Μέση Ανατολή -εκεί έμειναν μόνο κάτι ραδιενεργά μπάζα!

Ταβανόσκουπα (από Vrastaman, 26/09/08)Ceci n\'est pas une tavanoskoupa! (από Vrastaman, 26/09/08)

Δες και ξαραχνιάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τελευταίας κοπής αετονύχη απατεώνα, με ιδιαίτερα ψηλό και ευλύγιστο λαιμό, που εξειδικεύεται στην κλοπή Αυτόματων Ταμειακών Μηχανών.

Η μπάζα πραγματοποιείται ως εξής:

Το ανυποψίαστο θύμα πραγματοποιεί συναλλαγή σε ΑΤΜ τράπεζας. Την ώρα εκείνη, ο σβερκάκιας κάθεται αρκετά πίσω του αλλά παρακολουθεί και απομνημονεύει τον αριθμό PIN που πληκτρολογεί το θύμα. Την ώρα που ολοκληρώνεται η συναλλαγή, ο συνεργός του σβερκάκια πετάει στα πόδια του θύματος χαρτονόμισμα € 50 και το ρωτάει μήπως είναι δικό του. Καθώς το θύμα σκύβει να δει το χαρτονόμισμα, η ταμειακή κάρτα (ή οποία την ώρα εκείνη βγαίνει από την σχισμή) αντικαθίσταται ταχυδακτυλουργικά με πλαστή. Εναλλακτικά, ο συνεργός απλά την τσιμπάει και εξαφανίζεται, ενώ το θύμα πιστεύει ότι το μηχάνημα του «έφαγε» την κάρτα. Στη συνέχεια, ο «αετομάτης» σβερκάκιας και ο «μάγος» συνεργός του κάνουν ανάληψη σαν κύριοι από άλλη ταμειακή μηχανή, και περνούν μια ευχάριστη βραδιά δρέποντας τους καρπούς της καπατσοσύνης τους.

- Ή Ένωση Ελλήνων Τραπεζών εξέδωσε ανακοίνωση για την επιδημία κλοπών στα ΑΤΜ.
- Τι να σου κάνει, όταν η αστυνομία δεν μπορεί να πιάσει ούτε ένα σβερκάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified