Selected tags

Further tags

Αναφέρεται σε γυναίκες κατά κύριο λόγο -αλλά και άντρες- οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα θελκτικοί, το αντίθετο μάλιστα. Είναι όρος που χρησιμοποιείται είτε για πολύ άσχημα άτομα είτε για άτομα με ιδόρρυθμο στυλ και ντύσιμο. Πρβλ. μπάζο.

Η Σταυρούλα η Μ. είναι τρελό μπαζόλι. Ντύνεται σαν τυφλός χίπις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο έχουν έφεση γυναίκες με μεγάλο και κατά κανόνα πεσμένο στήθος, τόσο ώστε να μπορούν να το κλοτσούν καθ' ομοίωση του δημοφιλούς ποδοσφαίρου.

Καλά, η τύπισσα που γνώρισε ο Φάνης παίζει και γαμώ τα βυζόσφαιρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυφλός, ο γκαβούλιακας.

(Γεωργίου): Η διαφορά είναι τόσο εμφανής που την βλέπει και ο Ανέστης Βλάχος με το προσελάνινο μάτι!!!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

=Παίρνει Πίπα Όρθια.
Υποδηλώνει την υπερβολικά κοντή γυναίκα, η οποία φθάνει μέχρι το ύψος του ανδρικού μορίου.

-Πόσο κοντή είναι αυτή: -Σκέτη Π.Π.Ο.

(από Khan, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυτή γυναίκα - κατά προτίμηση κοντή και τούμπανο.

Πω πω πω!!! Τι καυλοράπανο είναι αυτό που βλέπω;;

(από Galadriel, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος (συνηθέστερα χρησιμοποιείται για γυναίκες).

Κοίτα πώς έχει παχύνει αυτή!! Έχει γίνει σκέτη ντρόσχω από το πολύ φαΐ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός άντρας.

- Κοίτα τον τυπάκο ρε, πόσο τριχωτός είναι!! Σκέτος αρκουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις: πουλάω + μούρη. Αυτός που έχει υφάκι, στιλ και γυαλί ρέιμπαν.

Πολύ στιλ ο τυπάς, πουλμούρ. Δεν τα χάφτω εγώ όμως. Έτσι και βγάλει το γυαλί και βγει απ' το γκάμπριο δε θα μετράει μία!

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified