Selected tags

Further tags

Λογοπαίχνιο ανάμεσα στις ομόηχες και εγκλιτικά όμοιες λέξεις τετράπαχος και τετραπέρατος.

Τετράπακος αντί για τετραπέρατος, δηλαδή τετράπαχος και πανύβλακας. Συνώνυμο: τετρατέρατος, τετρακέρατος (αν είναι και μαλάκας και μπάμιας και κερατάς!)

- Ο Δημήτρης Π.. (γνωστός τετράπακος rap μουσικός παραγωγός) είναι τέρας ομορφιάς (ειρωνεία) και έχει ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Κρήτης. 'Eχει και 8-packs, όχι τετράπακος, οκτάπακος είναι!
- Τετράπακος και πώς να μην έχει γίνει τετράπακος αφού τρώει τον άμπακο. Από τα πολλά steroids σε λίγο θα βυζαίνει γάλα η γκόμενά του από τις ρώγες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όμορφη, πλήν μικροκαμωμένη γυναίκα.

Είναι ένα αγγλικό σλάνγκ που έχει ενσωματωθεί και στην ελληνική. Για την ιστορία, η έκφραση ''pocket Venus'' είναι εφεύρεση της Αγκάθα Κρίστι, από το μυθιστόρημα 'Ταξιδιώτης για την Φρανκφούρτη'.

Στερεοτυπική Αφροδίτη τσέπης μπορεί να θεωρηθεί η Kylie Minogue.

Συνώνυμα: κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο, τάπα.

1.Ιζαμπέλλα Κογεβίνα, Αφροδίτη τσέπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πανηγυρικού γκέι. Προκύπτει από την εμφάνιση του ιδίου, η οποία είναι ασορτί με τη σημαία του (βλ. μήδι 1 στο παραπάνω λίνκι). Παρατηρείται ιδίως όταν πρόκειται για συμμετέχοντες σε σχετικές οργανωμένες εκδηλώσεις - φεστιβάλ.

- Που λες χτες, είπαμε να πάμε για καφέ στη πλατεία, όταν ξαφνικά ακούσαμε μουσικές και καραμούζες να πλησιάζουν...
- Και τι έγινε;
- Μας την πέσανε κάτι μπιλντέρια ριγωτοί, είχανε κανα φεστιβάλ μάλλον... οπότε είπαμε άκυρο και την κάναμε με ελαφρά...

les bandes blanches.. ceci n\'est pas ριγωτοί (από Jonas, 19/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.

Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...

(από georgemn, 14/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, αυτός που το γένι του μοιάζει με τράγου. Ήδη στους αρχαίους ημών προγόνους βρίσκουμε τη λέξη τραγοπώγων (δες), ενώ στην δημώδη (μετα)Βυζαντινή Γραμματεία βρίσκουμε την ίδια τη λέξη τραγογένης στην παρωδία «Ακολουθία του ανόσιου τραγογένη σπανού» (για την σημασία του «σπανός» βλ. τα λίνκια στο πρώτο παράδειγμα). Έχω την εντύπωση ότι ως τραγογένης μπορεί να χαρακτηριστεί και γενικά ο μουσάτος, αλλά και ειδικότερα ο μουσάτος είτε με αραιό γένι που θυμίζει περισσότερο τράγο, είτε ο φέρων την λεγόμενη barbe à l'impériale, το στυλ Ναπολεόν Τρουά, που άργκιουαμπλjυ φέρνει περισσότερο σε τράγο.

Ως σλανγκ μας ενδιαφέρει κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός για ιερείς, για παπάδες. Η χρήση είναι πολύ παλιά, το βρίσκουμε επανειλημμένως στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, γενικά βγάζει μια καζαντζικίλα, αλλά και στον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Πρόκειται, δηλαδή, για συνώνυμο των τραγόπαπας και τράγος, ένα κλικ πιο πάνω στην εκκλησιαστική βιολογική αλυσίδα από τον μεσότραγο. Ο χαρακτηρισμός βρίζει και γενικά τους παπάδες, αλλά και ειδικά όσους δίκην οργιαστικών τράγων εμπλέκονται σε ατοπήματα σεξουαλικής φύσης.

  1. Ἄξιόν ἐστι, τοῦ ὑβρίζειν σὲ τὸν τραγογένη, τὸν ἐν τοῖς γαϊδάροις πρωτεύοντα, καὶ τὸν ἐν τοῖς τράγοις τερατουργόν. (Από την ακολουθία του τραγογένη σπανού, δες εδώ, εδώ και εδώ).

  2. Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
    ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
    που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
    θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
    θεούλη, που διδάχος μου ’χει γένει,
    σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
    (Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Ποιητής» εδώ).

  3. Σα να 'νιωσε πίσω του βαριάν ανάσα, στράφηκε ο λοχαγός, είδε κοντόχοντρο, τετράγωνο μπροστά του, ανταρεμένο, με τα μάτια που πετούσαν φωτιές, τον παπά. Μάζεψε τα φρύδια, γύρισε το πρόσωπο, έσκυψε χάμω. Τον μισούσε, τον φοβόταν τον έβδομηντάρη ετούτον άγριόπαπα· ένιωθε να τινάζεται από τα μάτια του μια δύναμη βουβή, να θέλει να τον ρίξει κάτω με τα Δισκοπότηρα του, τα Βαγγέλια, τα πετραχήλια, με τις ψαλμουδιές του και τα ξόρκια, κυβερνούσε ο τραγογένης ετούτος φοβερές αόρατες δυνάμες, κι ο λοχαγός, κι ας ήταν παλικάρι, τον φοβόταν. (Από το μυθιστόρημα Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη εδώ).

  4. Ο παπάς καθώς προσπερνάει τον κοιτάζει· τον ξέρει. Μόλις ανθίζει ένα τραγίσο χαμογελάκι στο χείλι του.
    ...Σιχτίρ τραγογένη… (Από έργο του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ).

  5. Την ίδια στιγμή που ο τραγογένης της Αιγιαλείας, έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από τον ποιμαντικό του ρόλο, και από ταγός ενότητας, πνευματικής και ηθικής ανάτασης του ποιμνίου του που θα έπρεπε να είναι, μετατρέπεται σε κύρηκας του μίσους και σε επικίνδυνη οχιά για τον Ελληνισμό... [...] Ένας πραγματικά λεβέντης παπάς, αυτή τη φορά στην Κρήτη, σηκώνει ψηλά τη σημαία της αντίστασης και της περηφάνιας, συναισθανόμενος το ρόλο του και την ποιμαντική αποστολή του. (Εδώ).

  6. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.

Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.

- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτσακλός, -ή, -ό (επίθ.). Ο άτσαλος, ο άχαρος. Χαρακτηρισμός ανθρώπων που σου ξινίζουν στο μάτι τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε εμφάνιση.

- Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο Γιώργης χτές;
- Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρίστας προερχόμενος από χώρες του Ευρωπαικού Βορρά (κυρίως από Γερμανία). Προέρχεται από το όνομα του παλιού άσσου της Εθνικής Γερμανίας Klaus Aughentaler.

Για κοίτα τον Αουγκεντάλερ. Έχει την κάλτσα μέχρι το γόνατο!

(από Khan, 30/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανκοπρεπέστερη εκδοχή τση πουτάνας, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται.

Γιατί όμως το πουτανί να θεωρείται πιο πουτανιάρικο από την πουτάνα; Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω και να πανηγυρίσω τον σχετικό κανόνα τση σλανγκογραμματικῆς: παν γένος ουδετεροποιούμενον εκγκαυλίζεται.

Ετς, το πουτανί θα προκαλεί πάντα περισσότερο σοκ και πέος από την σκέτη ποττάνα. Ετς, και η αμαρτωλή Καυλάουρα πάντα θα τρώει τη σκόνη του αμαρτωλού Λίλιαν.

Βλ. επίσης: χαζοπουτανί, πουτανάκι.

Ασίστ: Πάτσμαν, από το δουπού.

1.
τα πουτανί που ήρθαν απ το ανατολικό μπλόκ ξελογιαζουν παντρεμένους και διαλύουν οικογένειες

2.
Ο μουρόχαυλος! Μαλθακός σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του είναι. Κάθεται ένα πουτανί σαν τη Φροσάρα, να τον ξεζουμίζει και να τον κερατώνει κι από πάνω.

3.
αυτό το πουτανί η ψευτοψυχολόγα η Στέλλα, με τον φασιστικό τρόπο που έχουν όλοι οι μοντεράτορς- αυτή ήταν η χειρότερη, βαθειά κομπλεξικό πουτανί μιλάμε- με διέγραψε, και ξανά και ξανά όταν μπήκα με άλλα παρεμφερή ονόματα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

4.
Τι να αγαπήσεις από το μέσο εφηβικό πουτανί που τα πετάει όλα έξω μου λέτε ; Ή από έναν παλιόπουστα με τα μαλλιά κοκοράκι;

5.
♪♫ Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Εσύ για όλα φταίς εσύ
Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Σε φάγανε οι πουριτανοί ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, ο όγκος των γεννητικών οργάνων που διαφαίνεται μέσα από το εφαρμοστό εσώρουχο ή παντελόνι.

Ντικ τι μπαγκάζι άβελε το λατσότεκνο!

(από Khan, 21/07/13)(από Khan, 22/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified