Selected tags

Further tags

Ένα άτομο (συνήθως έφηβος) που φοράει συνέχεια μάρκες ακριβών ρούχων για να δείξει ότι είναι μοντέρνος, μόνο που τις περισσότερες φορές καταφέρνει το αντίθετο. Συνηθίζεται να αποκαλείται κάποιος /-α ποζέρι αν φτιάχνει όλη την ώρα τα μαλλιά του ή αν σταματάει σε καθρέπτες για να φτιαχτεί. Αυτά τα άτομα χαρακτηρίζονται από το σνομπ ύφος και βλέμμα τους. Συνώνυμο του ψώνιου.

Πιθανή προέλευση από την λέξη «πόζα». Μπορεί να θεωρηθεί και ύβρις.

Αυτή η Μαρία αποδείχθηκε πολύ ποζέρι τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κρητικό ιδιωματισμό που χρησιμοποιείται για αρνητικό χαρακτηρισμό κάποιου. Σύνθετη λέξη (παρά + ώρα). Σημαίνει άκυρος, παρά την ώρα του, χαζούλης, ανεπιθύμητος.

- Δεν θα πιστέυεις τι έγινε σήμερα...!
- Τί;
- Εκεί που ετοιμαζόμουν να πάω για ψώνια, συνάντησα στον δρόμο εκείνη την παράωρη και μου έπιασε κουβέντα και άργησα στις δουλειές μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ γραμμωμένος σφίχτερμαν. Προφ επειδή τα σκυλιά δεν έχουν λίπος και (στα άτριχα τουλάστιχον) διαγράφονται με ακρίβεια οι μύες.

Επίσης αζ γουή νόου σκυλί είναι η γκόμενα με το ωραίο στεγνό σώμα και το άσχημο πρόσωπο. Στον άντρα που το ωραίο πρόσωπο δεν μετράει και τόσο πολύ - λέμε τώρα - σκύλος σημαίνει απλά με πολύ στεγνό σώμα.

Πάσα: Jeanoir.

Πιάσε το σκύλο εκεί που παίζει ρακέτες! Αν πετάξεις ένα κόκκαλο στον αέρα δεν θα προλάβει να πέσει στην άμμο!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κούσαλο, το ραμολί.

Σήμερα η Β' Παθολογική έχει γεμίσει μορμολύκεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοιλαράς.

Μην τρως άλλο μωρέ! Θα γίνεις σα μπακαφούσκας!

Και μπαφούσκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σούπερ γλίτσας, ο υπεργλοιώδης άνθρωπος.

- Πω, ρε συ, τι αφεντικό είναι αυτό; Καδένα, βραχιόλι; Γλίτζουρας σκέτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην ιατρική αργκό, είναι ο ασθενής που πάσχει από κυάνωση και την έχει στρουμφίσει, δηλαδή έχει φτάσει σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν σημείο στρουμφ.

  2. Στην κλασική αργκό, βέβαια, στρουμφάκι είναι ο αστυνομικός λόγω της μπλε στολής. Πρβλ. στρουμφάκια, παπαστρούμφ, στρουμφίτα, στρουμφοχωριό.

  1. - Πώς πήγε το απόγευμά σου γιατρέ μου;
    - Καλά πήγαινε μέχρι που έσκασε μύτη ένα στρουμφάκι.
    - Μη συνεχίζεις γιατρέ μου, κατάλαβα. Πούτσες μπλε! Ένας Δρακουμέλ μας χρειάζεται...

  2. Social time ακρως ικανοποιητικο,καμια σχεση με τις τουρίστριες..... Βέβαια τα στρουμφάκια έπιασαν αυτή ενώ άλλες ανατολικές αλωνίζουν.
    (εδώ)

Νεογνό πάσχον από σύνδρομο Στρουμφ (από Khan, 28/09/10)(από Khan, 04/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος άσχημης σαύρας.

Είναι η μούρη της σα σκουτρινέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αθλητής του καραφλάζ, ο αφήνων καράφλα μέχρι το σβέρκο, ο ασκεπής μαλλιών.

  1. Ε, την άλλη μέρα δεν θα λες στον κολλητό σου και την παρέα πως «είμαι ένας μαραφλιάπας και σιγά μη μού καθότανε η Μόνικα», αλλά πως «πάνω που το γκομένακι γουστάριζε τρελά (τη σαπιοκοιλιά μου), πετάχτηκε ένας ξεσκέπαστος και μού έκανε χαλάστρα»...απο ποδοσφαιρομπλόγκ ( γινεται αναφορα σε γλόμπο διαιτητή).

  2. -Εγω θα το σκεπασω σημερα Crying γιατι ειμαι καλο παιδι και με πεισατε αλλα ετσι και δεν βρεξει, δευτερα μεσημερι ΟΛΟΙ σπιτι μου να το ανοιξουμε παλι ενταξει;;;;;
    -Προλάβατε όλοι να τα σκεπάσετε; Κανείς ξεσκέπαστος;
    -Μόνο εγώ λόγω φαλάκρας..αποεδώ

κλασσικός καμπριο (από perkins, 23/09/10)Raus, langen Haaren! (από Vrastaman, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified