Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνεις κάτι όχι επειδή δεν μπορείς ή δεν θέλεις αλλά επειδή δεν έχεις το υλικό για να το κάνεις, τα μέσα για να το κάνεις.

Το γνωστό ανέκδοτο:

Κάποιος πάει σε ένα σεξογιατρό, ο γιατρός τον ρωτάει «ποιο είναι το πρόβλημα σας;» «Δεν γαμώ... δεν γαμώ». «Καλά καλά, πάρτε αυτό το χαπάκι και θα δείτε αποτέλεσμα». Την άλλη μέρα πάλι «δεν γαμώ... δεν γαμώ...», δύο χαπάκια. Την τρίτη μέρα πάλι «δεν γαμώ... δεν γαμώ» τρία χαπάκια ο γιατρός. Την τέταρτη απηύδησε πια και είπε στην γραμματέα του να κλειστεί στο δωμάτιο με τον ασθενή, ο ασθενής τής έδωσε και κατάλαβε, ο γιατρός απορημένος ρώτησε «Ρε φίλε εσύ δεν μας έλεγες ότι δεν γαμάς;» «Άμα βρω... γαμώ... γαμώ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονομημένο το τέλος όχι ακριβώς ανεκδότου αλλά σύγχρονου νακλιού (εύθυμης αφήγησης) από την Κρήτη, στην οποία και η φράση γνωρίζει μια σχετική διάδοση (αν δεν κάνω λάθος, την είχε διηγηθεί κάποιος κρητικός αστειάτορας στο ραδιόφωνο).

Η όλη φράση είναι Μανώλη ο πίνακας, βγάζει σπίθες, φλόγες! και βρίσκει χρήσεις σε ένα ασαφές πεδίο περιστάσεων, καλύπτοντας ένα εξίσου ασαφές φάσμα νοηματικών αναγκών.

Κατά κύριο λόγο είναι μια λοιδορία προς πανικοβλαμμένα άτομα που χαώνονται σε όχι και τόσο απαιτητικές καταστάσεις, την ίδια στιγμή όμως η προέλευση της φράσης έχει βαθιά σεξουαλική/σεξιστική φαιδρότητα που διαρκώς υπονομεύει την όποια σταθερή χρήση της - ανήκει δηλαδή στην ευρεία αλλά δύσκολα ορίσιμη κατηγορία των χαβαλεδενεργικών σαχλαμαρισμών, που ανακύπτουν σε αντροπαρέες (και προχώ μικτές) που αφηγούνται σεξουαλικές τους εμπειρίες.

Αντλεί την αστεία της διάσταση από την ίδια πηγή με φράσεις όπως «το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι», κάηκε το μουνί μας, πήρε φωτιά ο κώλος μας και άλλες που εντοπίζουν στα ευαίσθητα γενετήσια φωτιές, καύλας ή όχι.

Τη μνημειώδη φράση με κρητική τσιριχτή ηρακλειώτικη προφορά (όπως και προφέρεται) λέγεται ότι είπε κάποτε στο μέσο της σεξουαλικής πράξης κάποια κοπελιά σε κάποιο Μανώλη:

- ααααχχ, ααααχχχ... μμμ, μμμ...ΜΜΜανώλjηη... Μανώλjηη, Μανώλjηη, ο πίνακας...!!
- μβρχημμμγκχμμμ...
- Μανώλjη, ο πίνακας...!!!
- Μμβρχημμμγκχμμμρρρντα θες;
- Μανώλjη, ο πίνακαας...! Βγάζει σπίθες, φλόγες!

Είχε πάθει βραχυκύκλωμα ο ηλεκτρικός πίνακας στον απέναντι τοίχο κι έκανε εκρήξεις αλλά ο Μανώλης, αφοσιωμένος και σε ιεραποστολική στάση, δεν είχε πάρει χαμπάρι...

  1. - Ώχου, αυτό δε μπορώ να το κάνω ρε φίλε....
    - Μανώλjη, ο πίνακας! Μα τι λούλης πού 'σαι....

  2. - ... και μου λέει, ενοχλημένη και καλά, «αυτός να βάλει το παντελόνι του, γιατί ντρέπομαι» και της λέει ο Σπύρος «εσύ να μην με κοιτάς γιατί κι εγώ ντρέπομαι» ουυυυχαχαχααα....
    - Μανώλjη, ο πίνακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται με υποτιθέμενη γύφτικη προφορά σε περιπτώσεις που αν και κάτι είναι κοινωνικά επιθυμητό, η εφαρμογή του έχει μια παράπλευρη ανεπιθύμητη συνέπεια.

Αυτονομημένο από το κλασικό ανέκδοτο:
Ένας γύφτος παρουσιάζεται στο δημοτικό που πάει ο γιος του και ζητά να δει τη δασκάλα. - Το παιντί ματαίνει εντώ κακά πράματα! Της λέει εξαγριωμένος.
- Σας παρακαλώ ηρεμήστε. Τι είναι αυτά που λέτε! Καλά δεν τα πάει καλά στα περισσότερα μαθήματα, αλλά το παιδάκι είναι φανερό ότι έχει ένα φοβερό ταλέντο στη ζωγραφική.
- Γι' αυτό, ντειρ το, ντειρ το. Ντειρ το σε λέω!
- Μα γιατί να το δείρω; Να το δείρω για το μόνο σωστό πράγμα που κάνει!
- Σε λέω, ντειρ το, ντειρ το! Χτες τη νύχτα έκανε σκέδιο μουνί πάνω στο σόμπα και πήγε ο παππούς να… ξέρεις (κινεί τους γοφούς του μπρος-πίσω) και έκαψε το πουλί του. Γιαυτό ντειρ το, ντειρ το! Σε λέω.

- Ο Δήμαρχος είπε πως θα κάνει μια πεζογέφυρα πάνω από τις γραμμές του τρένου για να μην έχουμε ατυχήματα.
- Ντειρ το – ντειρ το! Με την οικονομική κρίση που έχουμε θα γίνει εξέδρα για να πηδά ο κόσμος μπροστά από τα διερχόμενα τρένα. Να μου το θυμάσαι!

Μικρός Απελλής (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονομημένη ατάκα ανεκδότου, από τις πολλές που κυκλοφορούν ακόμη και στην παρούσα ιστιοσελίδα, ξέρετε καλά ποιες είστε...

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δεν αντέχουμε άλλο αυτό που μας συμβαίνει ή που ακούμε. Συνώνυμο του έλεος, του έλεορ του πολυέλεος, αλλά και του νισάφι.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και το θρησκευτικό «ήμαρτον», όταν αυτός που μας έχει πει τη μαλακία είναι καμμία γιαγιούμπα, η πεθερά μας, ο διευθυντής μας και λοιποί εκπρόσωποι της καταδυνάστευσής μας, στ' αυτιά των οποίων το original νταν ρε πούστη νταν είτε δεν «γράφει» είτε φοβόμαστε ότι θα εστιάσουν στο ρε πούστη κι όχι στο διπλό νταν που είναι και το ζουμί.

  1. (το ανέκδοτο, από το διαδίκτυο)
    Μια νοικοκυρά, ενώ λείπει ο άντρας της στο εξωτερικό, τον κερατώνει. Μία μέρα, πάνω στο γαμήσι, μπαίνει ο άντρας της μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα αναστατωμένη, κρύβει το γκόμενο άρον άρον στη ντουλάπα. Δυστυχώς όμως, τα αρχίδια του προεξείχαν. Μπουκάρει ο άντρας της, την βλέπει γυμνή και της λέει:

- Τι έκανες μωρή πουτάνα;
- Τίποτα, εσένα σκεφτόμουν αγάπη μου.

Βλέπει τα αρχίδια όμως ο άντρας και λέει:

- Τι είναι αυτά μωρή;
- Τίποτα, κάτι καμπανάκια χρυσέ μου.

Πάει αυτός, τα κουνάει, δεν ακούγεται τίποτα. Τα χτυπά αλλά πάλι δεν ακούγεται τίποτα, οπότε λέει:

- Ρε γυναίκα, δεν δουλεύουν αυτά.

Τα χτυπά, τα ξαναχτυπά, ώσπου τελικά, ακούγεται μια αγανακτισμένη φωνή μέσα από τη ντουλάπα:

- Νταν ρε πούστη νταν.

  1. - Ας το πάρουμε πάλι από την αρχή μάγκες, γιατί στο τελευταίο κουπλέ το γάμ'κατε τη μάνα...
    - Νταν ρε πούστη νταν. Τρεις ώρες ντρίγκι ντρίγκι το ίδιο κομμάτι λες και θα παίξουμε στο Ηρώδειο, γαμώ το φελέκι μου!

a re pousti dan (από xalikoutis, 17/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από ανέκδοτο παιδικής ηλικίας, μάλλον δημοτικό (όχι ρεμπέτικο). Υπήρχε και άλλο ανέκδοτο με ορόφους και αράπηδες, με μάγους, δεν ξέρω γιατί ήντουνε μόδα τότε.
Πα να πει «πλέον δεν παίζουμε», «τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα» και άλλα τέτοια.

Το ανέκδοτο:
Ένας τύπος πάει σε ένα ινστιτούτο αδυνατίσματος για να ρίξει τις πατσές. Του κάνουν πρόγραμμα με πολύ τρέξιμο για φου-κού: μπαίνει σε μια αίθουσα στον πρώτο όροφο, κλείνει η πόρτα και ο αράπης που είναι μέσα λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε». Ξεκινάει το κυνήγι, τρέχουν, τρέχουν, και με το που πάει να τον ακουμπήσει ο αράπης, ντλιν η σωτηρία. Κάθεται κάποιες μέρες στον ίδιο όροφο, καλυτερεύει η φου-κού, ανεβαίνει στον επόμενο όροφο. Πάλι αράπης, πιο νταβραντισμένος και πιο γρήγορος όμως, πάλι «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε», αλλά τώρα του κουδουνάκι αργεί και το σασπένς ανεβαίνει. Ανεβαίνει κάμποσους ορόφους και φτάνει στον τελευταίο, στον οποίο ο αράπης είναι εξαιρετικά μοχθηρός και λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει».

Παράδειγμα:
- Αύριο μπαίνω φαντάρος, στο Μεγάλο Πεύκο. Ξέρεις, εκεί που ήτανε κι ο γιος του Πλεύρη.
- Εκεί, αγόρι μου, κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει.

"Θανούλης Πλεύρης - Ο μη φλώρος (Ράδιο Αρβύλα)" (από patsis, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμη χαρακτηρισμός που ξεκίνησε από ανέκδοτο και αυτονομήθηκε. Το άτομο που το εκφέρει εννοεί ότι είναι σε θέση να φέρει την αποστολή του εις πέρας παρ' όλες τις αντιξοότητες, χωρίς να πτοείται, επιδεικνύοντας ευελιξία, εφευρετικότητα, αντοχή κτλ.

Το ανέκδοτο, που πρέπει να εξιστορηθεί με καταιγιστικό ρυθμό, έχει ως εξής:

Νοικοκυρά με χαλασμένη τέντα ψάχνει στον χρυσό οδηγό έναν τεντά και βλέπει την καταχώριση του Μπάμπη.
-Ντρι-! (το κουδούνισμα κόβεται στο πρώτο χτύπημα)
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςλέγετε!
Κυρά Μαρία: Ξέρετε, για μία τέντα...
Μπάμπης: Διεύθυνσηόνομα;
Κυρά Μαρία: Πόντου 46, Παλουκίδη-
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςόροφο;
Κυρά Μαρία: Στον τρί-
Ντλιγκ Ντλογκ! (Πόρτα), η Κυρα Μαρία ανοίγει..
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςφραπέγλυκόγάλα!Πουναιητέντα;
Κυρά Μαρία: Εδώ στο σαλόνι, πάω να σας κάνω τον καφέ σας
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Συναφή: Μαγκάιβερ, γουίνστον γουλφ, ισμπιτιριτζής

- Καλά ρε Χρήστο, χθες ακόμη πλακωνόσουν με τη γριά σου και το Μαράκι, έχασες το ΚΤΕΛ και το φλασάκι σου στο καπάκι, και ξαφνικά έχεις και την εργασία έτοιμη με τα σέα και τα μέα;
- Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified