Further tags

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου golden boy, κυρίως με την οικονομική έννοια του λαμόγιου χρηματιστή.

  1. Τα ανερυθρίαστα "χρυσόπαιδα"! Κάποιοι θα έπρεπε να βρίσκονται στη φυλακή. Αντε, επειδή είναι υποτίθεται άγιες μέρες, θα έπρεπε τουλάχιστον να κρύβονται στα σπίτια τους και να μην τολμούν να πηγαίνουν ούτε στο μπακάλη της γειτονιάς τους. Κι όμως, τα απανταχού "golden boys" βγαίνουν, το ένα μετά το άλλο, από το "καβούκι" τους και είτε δηλώνουν αδικημένα ( π.χ. Χ. Χατζηεμμανουήλ του ΟΠΑΠ) είτε υποβαθμίζουν χώρες (βλ. Standard & Poor's)... (Εδώ).
  2. Η κρίση δημιουργήθηκε επειδή μερικά χρυσόπαιδα (εγώ κ@λ@παιδα θα τα έλεγα αλλά τέλος πάντων) της wall street βρήκαν τον τρόπο να κάνουν την χασούρα κέρδος. (Εδώ).
  3. Η κατάσταση με τον "αεριτζίδικο" καπιταλισμό, θυμίζει την παλιά ρήση του Μάρξ: "ο καπιταλιστής θα πουλήσει ακόμα και το σκοινί για να τον κρεμάσουν". Ακόμα κι εάν υπήρχε η δυνατότητα να "μετριαστούν" λιγάκι τα "χρυσόπαιδα", προκειμένου να σταθεροποιηθεί το σύστημα, αυτό αντίκειται στην απλή κυρίαρχη καπιταλιστική λογική του κέρδους. Τα "χρυσόπαιδα" έχουν την εξουσία και θα τινάξουν αδίστακτα τα πάντα στον αέρα εάν κάπου μυριστούν ψητό. Ακόμα κι εάν από αυτήν την εξέλιξη "ροκανίσουν" το κλαδί στο οποίο κάθονται... (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το ελάχιστο, στα όρια του εξευτελιστικού, φιλοδώρημα.

Συζήτηση μεταξύ υπαλλήλων σε ταβέρνα.
- Άφησε τίποτα η παρέα στη γωνία;
- Μπα. Χαμερτίπς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.

Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, o τσιφούτης. Αυτός που κοιτά να κάνει τα πάντα με τον πιο ανέξοδο τρόπο. Αρέσκεται σε παντός είδους τράκες. Αγαπημένη μάρκα τσιγάρων, τα Τρακαστράτος. Η λέξη έγινε γνωστή από διαφήμιση μεγάλου καταστήματος με είδη ένδυσης. Χρησιμοποιείται μόνο για άντρες, για τις γυναίκες υπάρχει το τζάμπαγουμαν.

Βγαίνει από τις λέξεις τζάμπα + -μαν.

  1. -Ρε φίλε, με πετάς μέχρι τη Πετρούπολη;
    -Αϊ φτυσ' τα μπούτια σου ρε τζάμπαμαν! Να πάρεις το αργοφορείο.

  2. -Τακούληηηη; Θα με κεράσεις τσιγαράκιιι;(με ναζιάρικη φωνή)
    -Μα ναι! Πώς;! (το σκέφτεται καλύτερα,πιό αντρικά)..Δε μας χέζεις μωρή πατόζα λέω 'γω;! Παλιο-τζάμπαγούμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται από τα αγγλικάνικα, όπου sugar daddy είναι ο μεγαλύτερης ηλικίας άντρας που προσφέρει χρηματικές διευκολύνσεις και υπερβολικά δωράκια σε νεότερη σέξι γυναίκα, λειτουργεί δηλαδή λίγο πολύ ως αγαπούλης χορηγός της. Ο επίμονος κηπουρός κιμπαροπουρός ανταμείβεται για την επιμονή του με το ότι κυκλοφορεί μια νεαρά μουνάρα, ενδέχεται δε εντέλει να του κάτσει κιόλας. Σε άλλες περιπτώσεις ο σούγκαρ ντάντι μένει με το πουλί στο χέρι, πλην και τη χαρά μιας νεανικής παρέας. Για τις επίδοξες (αλλά και ζηλιάρες) γιαλόμες, η εν λόγω κορασίς έχει θεματάκι με τον πατέρα της, το οποίο έρχεται να εκμεταλλευτεί ο υπερήλικας ζαχαρομπαμπάς.

Στα αγγλικάνικα η έκφραση υπάρχει από πολύ παλιά, τη βρίσκουμε λ.χ. στον τίτλο μιας ταινίας Χοντρού-Λιγνού του 1927.

Στα ελληνικά δεν έχει διαδοθεί πολύ, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, την έχω πάντως ακούσει και προφορικά αρκετά, και σε κάθε περίπτωση περιγράφει μια ορισμένη κατάσταση, όπου ένας πλούσιος μεγαλύτερης ηλικίας αναλαμβάνει γενικότερα μια πατρική λειτουργία όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με συμβουλές, ή παρέχοντας ένα γενικότερο πλαίσιο ασφάλειας συνοδευόμενο από αμοιβαίο γουτσισμό, πράγματα που δεν εκφράζει ο απλός όρος χορηγός (με τον ελαφρό σλανγιωτατισμό του).

  1. γειά σου βρε καλλονή!! ψάχνεις για σούγκαρ ντάντι στα ιντερνέτια, κάνεις μπαμμμμμμμμ! (Εδώ).
  2. Χωρίς δίπλωμα -ασφάλεια. Πληρώνει ο σούγκαρ ντάντι... τράβα τώρα να πάρεις-πληρώσεις το δίπλωμα.. (Εδώ).
  3. Η Ευρώπη μάς εκμαύλισε, με τη συνέργεια των πολιτικών μας, οι οποίοι βρήκαν στις Βρυξέλλες τον σούγκαρ ντάντι που πάντοτε έψαχναν. (Αντινιούζ).

Πρβλ. και χορηγός, χορηγία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σορτάρω, δάνειο εκ του shorting της αγγλόφωνης χρηματιστηριακής ιδιολέκτου, που σημαίνει πως «επιδίδομαι στην χρηματιστηριακή πρακτική του short selling», δηλαδή της πώλησης μετοχών τις οποίες δεν έχω ακόμη στην κατοχή μου αλλά τις έχω ως δανεικές (με την προοπτική πως θα τις ξαναγοράσω όταν θα πέσει η αξία τους), το οποίο αν και έχει μεταφραστεί ως ανοικτή πώληση, μολαταύτα χρησιμοποιείται αυτούσιο στον οικονομικό τύπο και τους ελληνικούς χρηματιστηριακούς κύκλους.

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχόλια περί του φαινομένου και στο λήμμα σορτάκιας.

  1. Επίσης δάνειο του αγγλικού sort out, που σημαίνει ξεδιαλέγω, ξεσκαρταρίζω. Η χρήση του όμως δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.

Πάσα: Πειρατίνα Τζένη (από την Υεμένη;)

  1. - Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως κρίση των καταθέσεων και δανείων, έληξε επίσημα το 1995 και το Resolution Trust Corporation ενσωματώθηκε στον εγγυητικό μηχανισμό της Fed (Federal Deposit Insurance Corporation), που είχε δημιουργηθεί την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30, με στόχο τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των αποταμιευτών σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων. Σε μια ακόμη δραματική εξέλιξη στο πλαίσιο της επιχείρησης σωτηρίας των διεθνών κεφαλαιαγορών, οι βρετανικές χρηματιστηριακές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση της πρακτικής των ανοιχτών πωλήσεων (short selling), δηλαδή της πώλησης μετοχών που δεν έχουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές, αλλά τις έχουν δανειστεί και η οποία θεωρείται ως μία από τις πηγές της πρόσφατης χρηματιστηριακής αστάθειας. (Από εδώ)

  2. - Στον SP500 θα διακινδυνέψω σορτάρισματα τις επόμενες εβδομάδες γιατί πιστεύω ότι η «τύχη θα είναι με το μέρος μου». Αλλά προσοχή είναι για μεγάλα παιδιά παιχνίδι. ΠΧ... Εαν δω μια «παράλογη ανοδική αντίδραση» παρακολουθώ 60λεπτα διαγράμματα και μόλις το σύστημα δώσει κορυφή εγώ σορτάρω. Αυτό με δεδομένο ότι η βραχυχρόνια τάση είναι καθοδική. Δεν ξέρω πως παίζεις εσύ τα παράγωγα αλλά εγώ είμαι πολυ προσεκτικός γιατί δεν έχω λεφτά για πέταμα. Γενικά τα παράγωγα τα προτείνω μόνο σε πολύ έμπειρους αλλιώς μοιάζει σαν να δίνεις πυρηνικά όπλα σε έναν μαθητευόμενο μάγο! Ποια θα είναι νομοτελειακά η κατάληξη; (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε άνω κεφάλια, κάτω κεφάλια, μύγες σε σπαθιά, σακάκια ή λεβέντες τσολιάδες. Αναφερόμεθα στην ικανότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης, μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, ή ενός ιδιώτη να συγκεντρώνει χρήματα μέσω δανεισμού, αύξησης κεφαλαίων, ή δωρεών. Πρόκειται για καραμπινάτο παπαχελληνισμό, εκ του αγγλικανικού fundraising.

- Έξι… φορές η υπερκάλυψη για το εταιρικό ομόλογο της ΔΕΗ, «σηκώνει» 700 εκατ. ευρώ (εδώ)

- Η Ελλάδα σχεδιάζει να λήξει τον τετραετή "αποκλεισμό" της από τις διεθνείς αγορές μέσω μιας έκδοσης ομολόγου το επόμενο έτος, ανέφερε ο Γ. Στουρνάρας σε δηλώσεις στο Reuters. "Θα είναι μικρή έκδοση", ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι (...) η χώρα δεν χρειάζεται να "σηκώσει" μεγάλο ποσό διότι τα κεφάλαια που έχει λάβει η Ελλάδα από το ΔΝΤ και την ΕΕ έχουν βελτιώσει το προφίλ χρέους της (ευσεβείς πόθοι, εκεί)

Λίγο πιο δόκιμα και λιγότερο παπαχελληνικά, σηκώνω στα χρηματοοικονομικά επίσης σημαίνει εκταμιεύω φταλέ από την τράπεζα:

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΒΟΜΒΑ !!! ΠΟΙΟΙ ΣΗΚΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΑ 20 ΔΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ;;; (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοσλανγκοποίηση του αμερικλανικού blockbuster με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά. Αναφερόμεθα σε πληθωρικές υπερπαραγωγές τ. χολιγουντιανή αμερικλανιά που σπάνε τα ταμεία.

Η μπλοκμπαστεροσύνη μιας ταινίας καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από το γκισέ. Ναπασταδιάλα η πχοιότητα. Ωσεκτουτού, οι πέντε μεγαλύτερες μπλοκμπαστεριές όλων των εποχώνε (βάσει της αποπληθωρισμένης αξίας κεκομμένων εισιχτηρίων) είναι: Forrest Gump, Toy Story 3, Toy Story 2, Jaws, The Lord of the Rings: The Fellowship of the Ring.

Εκ της βόμβας blockbusterτου Β' παγκοσμίου πολέμου που ισοπέδωνε ολάκερα τετράγωνα.

Βλ. επίσης τα πιο κινηφιλικά καλτιά, ταραντινιά, τρασιά.

1.
- Toy Story 3: Με διαφορά η καλύτερη αμερικάνικη μπλοκμπαστεριά του πρώτου μισού του 2010, σαρώνει στο box office και κερδίζει τις καρδιές όλων των αμερικανών κριτικών αλλά και του κοινού...

2.
- Demolition Man: Βλέποντας την ταινία 20 χρόνια μετά, αυτό που σε κάνει λίγο να τρομάζεις, είναι το πώς, αν και mainstream μπλοκμπαστεριά, είναι μπουκωμένη στη βία. Η οποία τονίζεται ακόμα περισσότερο, από την καθωσπρεπική αποστείρωση των ταινιών που βλέπεις στις αίθουσες τα τελευταία χρόνια.

3.
Ο… βασιλιάς της meth εναντίον του βασιλιά των τεράτων στην χορταστική, «καταστροφική» μπλοκμπαστεριά που ανασταίνει μία θρυλική απειλή για την ανθρωπότητα! Ο Godzilla επιστρέφει

4.
Rise of the Planet of the Apes: Πρόκειται για μια γαμάτη ταινία με λίγα λόγια (εννοείται πως και αυτή αδικήθηκε από τις υποψηφιότητες των oscars) και μακάρι να ήταν έτσι όλες οι μπλοκμπαστεριές και να μη νιώθαμε πως υποτιμούν τη νοημοσύνη μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified