Further tags

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.

Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Διαδικασία με την οποία παίρνεις λίμα χοντρή που λειαίνει τα νύχια στην επιφάνεια σαν να τα ξεσκονίζει και με το μπάφερ κάνεις την επιφάνεια όλη μεταξύ λίμας και σφουγγαριού. Από το αγγλικό buffer.

Στο ιδίωμα των γκραφιτάδων είναι όταν σβήνει κανείς μια ολόκληρη επιφάνεια με γκράφιτι και τα καταστρέφει.

  1. Το RICH+ μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί βοηθητικά στο μπαφάρισμα των ακρυλικών νυχιών. Είναι μια πλήρης θεραπεία ενυδάτωσης. (Εδώ).
  2. Τους μαλάκες να κάνουν μπαφάρισμα σε τέτοιο καλλιτέχνημα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το γκομενάκι εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Παίζει κάνα καλό τσικ στο πάρτι;

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκομενίτσα από το αγγλικό chick (<chicken= κοτόπουλο).

Θα παίζει και κάνα τσικιό στην παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός και ογκώδης άνθρωπος, μεταφορά από το ερπυστριοφόρο τρακτέρ.

Κυκλοφορεί με ένα κατερπίλαρ που τον έχει σαν μπράβο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η οικογένεια από το αγγλικό family σε κομμέ εκδοχή.

Είναι χόμι από τη φαμ.

Got a better definition? Add it!

Published

Εν μέρει αντιδάνειο από το αγγλικό broligarch. Είναι ο ολιγάρχης που στηρίζει πατριαρχικό σεξιστή πολιτικό, επειδή είναι bro (< brother = αδελφός) στο πλαίσιο συντηρητικής πατριαρχίας. Σύγκρινε με μπροσιαλιστής (=σεξιστής σοσιαλιστής παλαιάς κοπής) και τεκ μπρο (σεξιστής που ασχολείται με τεχνολογία.

Δέκα σημαντικοί μπρολιγάρχες στηρίζουν Τραμπ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συνδυασμός του να μένεις στο αστικό κέντρο, αλλά να κάνεις και διακοπές, ίσως και με λίγες ολιγόχρονες αποδράσεις, λόγω είτε των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, είτε φτωχοποίησης. Εκ του αγγλικού staycation < stay = μένω + vacation = διακοπές.

  1. Οι είκοσι καλύτερες παραλίες της Αθήνας για στεϊκέσιο.
  2. Φτύνουν τον φτωχοποιημένο πολίτη στα μούτρα, όταν του λένε ότι κάνει και καλά κουλ στεϊκέσιο, ενώ δεν του έχουν αφήσει λεφτά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Διαδικτυακό αγγλικό κομμέ για το suspicious, δηλαδή για το ύποπτος.

Είναι λίγο sus που τα ξέρει όλα.

Got a better definition? Add it!

Published