Selected tags

Further tags

Κλανιά, πορδή.

Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.

Βλ. και κλάνω, κερνάω, πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...

Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το… μουσικό ταλέντο. H επιδέξια χειρίστρια της πίπας της ειρήνης. Ο Βασίλης Σαλέας του κλαρίνου.

Είναι έμφυτο ταλέντο και εντελώς αυτοδίδακτη. Ξέρει τα τερτίπια του ανδρικού μορίου. Παίζει όλες τις νότες κατ' αριστουργηματικό τρόπο. Είναι ικανή να δώσει ανεπανάληπτες ...σόλο στοματικές παραστάσεις.Έχει αναμφισβήτητο χάρισμα. Δίνει... κονσέρτα που είναι ικανά να διεγείρουν κατάλληλα τους νευρώνες του εγκεφάλου του μονομελούς κοινού της και να το οδηγήσουν στην υπέρτατη απόλαυση (βλ. παράδειγμα 1).

2.Γεννήθηκε κι αυτή με ένα χάρισμα. Έχει κώλο, σωστό τρομπόνι που παράγει όλη τη γκάμα των κλανιών(κούφιες, ξυπόλητες, κομπολογάτες, κ.λπ.). Στην περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει κοινό.

Δίνει μοναδικό κονσέρτο κι αυτή. Πολλές φορές η «ουράνια λαλιά» της διαχύνεται αυθόρμητα, πέρα απ' τη θέληση της. Προκειμένου όμως να αξιοποιηθεί αυτό το χάρισμα της, θα πρέπει να έχει εφοδιαστεί με κατάλληλες εκρηκτικές ύλες (βλ. συνπορδία). Βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Άκουσα απ' το Λευτέρη πως η Αφροξυλάνθη είναι καλή στα πνευστά. Τον ξελίγωσε λέει στο τσιμπούκι.
    -Το πιστεύεις;
    -Tι να πω; Δεν το 'χω διαπιστώσει. ιδίοις πούτσασιν. Λες να κλείνει έναν Γιώργο Μάγκα μέσα της;

  2. -Χθες είχαμε πάει με τη Βούλα σινεμά και μπροστά μας ήταν κάποια τετράχουφτη που ήταν καλή στα πνευστά.
    -Έκλανε;
    -Αν έκλανε; Δεν έκανε τίποτα άλλο. Η... ηχορύπανση! Απ' το πρώτο εικοσάλεπτο και πέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει κακήν κακώς. Λίγο αργότερα έγινε μποτιλιάρισμα στην έξοδο.
    -Και παρακολουθούσε μόνη μέχρι το τέλος;
    -Δεν ξέρω γιατί έφυγα. Μάλλον. Εκτός αν δεν άντεχε τον κώλο της. -Άντε ρε κολλημένοι. Σηκωθήκατε και φύγατε;Η βρομιά είναι μισή αρχοντιά φίλε μου χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μπάντα που είναι κοινώς GTP.

Ρε μαλάκα!!! Που μας έφερες εδώ! Αυτοί είναι κλασίμπο ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.

- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).

Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.

  1. Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).

  2. Μου παν πως είσαι μπελαλής
    άντρας σκληρός και ντερτιλής
    μα σαν τον παίρνεις και γελάς
    κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).

  3. nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified