Further tags

Όρος της ιδιολέκτου των μουσικών. Σημαίνει παίζουμε χωρίς παρτιτούρα, από μνήμης. Τώρα γιατί Γαλλία και όχι κάτι άλλο δεν είναι σαφές αλλά, καλλιτέχνες είναι αυτοί, κάτι θα βλέπουν που εμείς όχι...

Το σχετικό πρόσταγμα του επικεφαλής είναι: «Πάμε Γαλλία».

- Μαέστρο! Το ξεμουνιάσαμε το πρόγραμμα, τα παστάκια που χορεύουν στο πατάρι μας ρίχνουν συνέχεια τα τρίποδα. Help, τι παίζουμε τώρα;
- Πάμε Γαλλία παιδιά, μπαίνω πρώτος και μ' ακολουθείτε. Άντε να πάμε σπίτια μας και καμιά φορά...

(από Hank, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγιωμένος όρος της ιδιολέκτου των μουσικών που παίζουν κάποιο όργανο. Δηλώνει την βασική περιποίηση και συντήρηση του οργάνου που πρέπει να γίνεται μετά από κάθε παράσταση ή και περιοδικά.

Για παράδειγμα, το μπάνιο-ξύρισμα μιας κιθάρας περιλαμβάνει γενικό καθάρισμα από σκόνες, στάχτες τσιγάρων, λουλούδια και άμμο που χώθηκαν στο ηχείο της (ανάλογα με το που θα κληθεί ο φουκαράς καλλιτέχνης να βγάλει το νυχτοκάματο του τρόμου), γυάλισμα των τάστων και προσεκτικό πέρασμα με ειδικά λάδια. Η αφοσίωση του μουσικού την ώρα της διαδικασίας έχει κάτι το ερωτικό για όποιον είχε την τύχη να την παρακολουθήσει. Η τυχόν αλλαγή ταλαιπωρημένων χορδών μάλλον δεν εντάσσεται στην αναλυόμενη έκφραση.

Διακρίνεται από το σέρβις του οργάνου το οποίο γίνεται μετά από πολλά μουσικά «χιλιόμετρα» προς αποκατάσταση του σχήματος του σκαριού και των υλικών.

- Πόση ώρα σου παίρνει αυτή η συντήρηση;
- Καμιά ωρίτσα αν δεν βιάζομαι - δεν κρατάς τον καφέ λίγο πιο μακριά από την Lakewood;
- Εεε, οκ, μην αγχώνεσαι. Έτσι που το περνάς λάδι μου θυμίζεις τη συντήρηση του G3 στο στρατό...
- Μου φάνηκε ή συνέκρινες το μπάνιο-ξύρισμα της κιθάρας που μας κάνει να ταξιδεύουμε με τη συντήρηση μιας μηχανής θανάτου;
- Μου φάνηκε ή με είπες αναίσθητο στρατόκαυλο;

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα φωνητικά σφάλματα στο τραγούδι αλλά και τον προφορικό λόγο. Η φωνή αυτού που τραγουδά ή μιλά κάνει μια απότομη και αθέλητη μετατόπιση σε ψηλότερες συχνότητες, μοιάζοντας έτσι με την χροιά του κόκορα όταν κράζει.

Μουσικές πηγές μου με διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται, τεχνικά, για φάλτσο, παραφωνία, υποφωνία, ή άλλης μορφής εκτέλεση του κομματιού από τον εκάστοτε Κακοφωνίξ.

Εγκυκλοπαιδικά τώρα, όσον αφορά το τραγούδι, το κοκοράκι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εγρήγορσης του τραγουδιστή αλλά και στις τυχόν ταλαιπωρημένες φωνητικές του χορδές από καταχρήσεις ή δημιουργημένες κύστες κλπ κλπ.

  1. - Τον θεολόγο στο Λύκειο τον θυμάσαι;
    - Ναι τον καημένο, τρεις λέξεις έλεγε, πέντε κοκοράκια έκανε. Κι εμείς από κάτω να γελάμε.
    - Έφυγε στο Άγιο Όρος...

  2. - Μα τι πράμα είναι αυτός ρε πούστη μου. Ντεμέκ κυριλέ μαγαζί.
    - Αυτοί είναι οι δευτεράντζες ρε. Σε λίγο θα σκάσει ο κανονικός ο σκυλάς και θα γουστάρουμε.
    - Άντε, γιατί κάνει πιο πολλά κοκόρια κι από τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια... Κικιρίκου!

To krasaki tou Tsou. Επική ταινία. (από patsis, 06/09/09)Το φάλτσο κοκοράκι (από Vrastaman, 30/11/09)

Δες και τζαλκάντζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρμόνιο, ιδίως σε σκυλοδημοτικά, σκυλονησιώτικα, σκυλολαϊκά και καθαρά σκυλάδικα συμφραζόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε σχέση με λάιβ - ποτέ για ηχογραφήσεις, αφού η (όποια) ομοιότητα είναι μόνο οπτική.

Ειδικότερα, για την περίπτωση όπου ο ψήστης δεν παίζει κανονικά αλλά βάζει μόνο τα έτοιμα ακομπανιαμέντα, οπότε κάθε ενάμισι λεπτό απλώς πατάει ένα πλήκτρο για να αλλάξει ακόρντο ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα είναι ελεύθερος να στρίβει τσιγάρο, να γράφει μηνύματα ή να κατεβαίνει για κατούρημα, εκεί λοιπόν χρησιμοποιείται και η έκφραση «Γύρνα τα σουβλάκια»!

-Πώς πήγε το φρη κάμπινγκ στη Χιλιαδού;

-Μια φρικαλεότητα! Εκτός ότι ήμασταν μιλιούνια κόσμος, πέσαμε και στη Γιορτή Σαρδέλας. Ένα τύπου πανηγύρι, με ορχήστρα, πυροτεχνήματα, διαγωνισμό ψαρέματος και ό,τι σουρεάλ μπορείς να φανταστείς.

-Τουλάχιστον η μουσική δεν έλεγε τίποτα;

-Μια ελεεινιά σου λέω! Άθλια σκυλοκιεγωδεγξερωτί, μπουζούκι - βιολί - ψησταριά, ξεκουρδιστάν, εκατομμύρια ντεσιμπέλια, ένα γεροντοξέκωλο κακοφωνίξ, άσε, να μη σου τύχει! Κι όλα αυτά μες στη μέση της παραλίας, όλη νύχτα!

Στο 3.15 περίπου ο απίστευτος αρμονίστας (από Hank, 04/07/09)

Δες και γυφταρμόνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης λαπτοπίου.

  • Λαπτοπάκιας απ΄ το laptop και την κατάληξη άκιας - σχετικά με την κατάληξη αυτή βλ. κάποια πράματα εδώ.
  • Λαπτοπάς από την κατάληξη «-ας», κατά τα εφημεριδάς, τσιγαράς, κλπ.

    O Λαπτοπάκιας είναι σχετικά επιτιμητικός όρος, οπότε από τις παρακάτω έννοιες μάλλον αφορά στην α) και γ).

O Λαπτοπάς (πιο αρχοντικό) δηλώνει μάλλον κάτι θετικό οπότε β) και δ).

Υπάρχει όμως μεγάλη αλληλεπικάλυψη, ανάλογα και με την οπτική και πρόθεση του χρήστη της φράσης.

Έννοιες:

α. O ασχολούμενος πολλές ώρες με το λάπτοπ του, ο απορροφημένος και εξ αυτού ολίγον αποβλακωμένος, κατά το τηλεορασάκιας. Αυτός που το χρησιμοποιεί ακόμα λ.χ. και στα μέσα μεταφοράς ή ενώ βρίσκεται με παρέα.

β. O γνώστης περί λάπτοπ, ή ο φανατικός των λάπτοπ που τα προτιμά σε σχέση με τα desktop, ο γκικ. Ενδεχομένως και ο γιατρός των λάπτοπ, ο εξειδικευμένος δηλαδή τεχνικός σε λάπτοπ και νετμπουξ (αυτός μάλλον κυρίως «λαπτοπάς»).

γ. O ντητζέης που παίζει με λάπτοπ (αντί για βινύλιο κυρίως ή αντί για cd when routine bites hard and ambitions are low που λένε και οι joy division). Αντικείμενο λοιδωρίας από τους παραδοσιακούς ομότεχνούς του και μάστιγα του κλάδου σύμφωνα με τη συντεχνία τους. Κατά κανόνα ντιτζέι πιέστο.

δ. O μουσικός κυρίως ηλεκτρακουστικής μουσικής που παίζει με χρήση software σε λάπτοπ (το οποίο μπορεί ή όχι να τροφοδοτεί με τσαχπινιές σε κάθε είδους hardware) και κατά κανόνα σε πραγματικό χρόνο πράγματα που προκαλούν ταχυπαλμίες, ναυτία, απώλεια του προσανατολισμού, αίσθηση αύξησης του βάρους του σώματος και ακινησία, σαμπλάιμ φήλινγκ και βαρηκοΐα. Κυρίως αναφέρεται ως Λαπτοπάς, ενδέχεται όμως και ως Λαπτοπάκιας.

α. Το γεγονός ότι ο τύπος με το λάπτοπ (με το λευκό πουκάμισο) καθώς και μία επιβάτις με το τσαντικό υπό μάλης φαίνονται να περπατούν ήδη πριν απομακρυνθούν από το αεροπλάνο (ο «λαπτοπάκιας» μάλιστα σταματάει για μία στιγμή και κοιτάζει πίσω, προς το αεροπλάνο), με κάνει να υποθέτω ότι κάτι τέτοιο έγινε.
(από δω)

β. Χρηστάρα, επειδή είμαι λίγο λαπτοπάκιας, να πω και εγώ μία γνώμη. Είναι μακράν ότι καλύτερο μπορείς να πάρεις σε 15« και αυτά τα λεφτά. Αν θέλει κανείς να ανέβει είτε σε 17» ή σε 256dedicated κλπ shared, πάμε αμέσως από 4 κατοστάρικα πάνω.
(από δω).

γ. Οποίος έχει παει σε clubs Λονδίνο ξέρει και καταλαβαίνει ότι στην Ελλάδα το πράμα έχει ξεφύγει και έχει ξεφτίσει πολύ πλέον. Τι να λεμε τώρα. Καταντήσαμε να κατηγορούμε τους λαπτοπακιδες [sic] επειδή είμαστε ανίκανοι εμείς. Γενικά μιλάω πάντα. Επίσης στο καφέ θεωρώ περιττό τον dj.... ίσα ίσα παω σε μαγαζιά που δεν έχουν dj να βρω την ησυχία μου. Επαγγελματίες dj; ας φτιαχτεί πρώτα ένα σοβαρό όργανο αντιπροσώπισης και μετά το ξανά συζητάμε... (από δω).

δ. Καλά μου το λέγε η μάνα μου να μην κολλήσω με τους λαπτοπάδες... Έπρεπε κι εγώ να ακούω ποστίλες, το noise δεν το αντέχει πολύ ο οργανισμός του ανθρώπου....Εγώ που στα νιάτα μου θεωρούσα τους Γκάσπηντ μελαγχολικά αγόρια και φλώρους τρέχω τώρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική ευχή μουσικού, ηχολήπτη ή DJ, από την τετριμμένη μπαρμπαδο - ευχή: «Άντε, και του χρόνου με υγεία!».

Εκφράζει ενδεχόμενο παράπονο κακής ποιότητας ήχου, λόγω ελλείψεως ή ελαττωματικότητας / αδυναμίας των ηχείων, να αποδώσουν τη μουσική χωρίς χιόνι ή ένταση αντιστοίχως.

Εκφράζει επίσης, την απέχθεια του ομιλούντος, προς τις τυποποιημένες ευχές, που λέγονται με τον ίδιο τρόπο από αιώνων, σε κάθε περίσταση.

Κατά το: Άντε, και του χρόνου τούμπανο!, Ας είμαστ' εμείς καλά κι ας πεθάνουμε, Να μας ζήσουν οι πεθαμένοι!, κ.τ.λ .

-Χρόνια πολλά και καλά παιδιά!

-Άντε, και του χρόνου με ηχεία!

Και σε τρία χρόνια με ηχεία (το εξώφυλλο από το ΒΗΜΑ μετά από τριετία). (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθυντικιά, οφείλει την ύπαρξη της στην σχετικά πρόσφατη, εκνευριστική συνήθεια ορισμένων ραδιοφωνικών παρουσιαστών (με πρώτους διδάξαντες κάποιους όντως εξαιρετικούς παραγωγούς της Καλύτερης Παρέας), να «πληθυντικοποιούν» λέξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μια χαρά στο ενικό τους.

Έτσι λοιπόν έχουμε τις μουσικές, τις καλημέρες/καλησπέρες, τις σκηνές (όχι τα αντίσκηνα, τις μουσικές σκηνές), το «στα ποτήρια μας», «τα κεράσματα» ή/και «δροσερές μπύρες» (όταν προωθείται χορηγός-ξύδι, το «και για να σας λυθούν οι απορίες», και λοιπά.
Οι πληθυντικιές δεν πρέπει να συγχέονται με συχνά, καραμπινάτα γλωσσικά ολισθήματα που δεν περιορίζονται στους προαναφερθέντες όπως «στα πλαίσια», «οι ασκοί του Αιόλου», κλπ.

Πιθανότερη εξήγηση για την πλυθηντικιά είναι αφενός η στάνταρ προχώ τρεντουλιά (κατάλοιπο της ΚΛΙΚ εποχής) και αφεδύο, η χαριτωμενιά που προσδίδει, όταν φυσικά αποδίδεται με την κατάλληλη φωνή της σχολής Σημίτη (της Αφροδίτης ντε, όχι του Τάπερμαν): κάτι μεταξύ μπλαζέ βαρεμάρας, σοροπάτης τσαχπινιάς και γουτσισμού. (Παρεμπιπτόντως η φωνή της Σημίτη είναι πλέον ότι ήταν στις δεκαετίες 80 και 90 το σαξόφωνο του Κατσαρού: ακόμα και στις πτήσεις της Ολυμπιακής αυτήν ακούς).

Η πληθυντικιά συνήθως πάει πακέτο με την άλλη εκνευριστική συνήθεια, αυτή του Greeklish Mix, δηλαδή του συνδυασμού ελληνικών/αγγλικών σε διαφημιστικά για συναυλίες ή άλλες εκδηλώσεις (πάντα με τα προηγούμενα ηχητικά χαρακτηριστικά και μπόνους τα στrroγγυλά και μακρόσυrrτα «ρ» εφέ):

Στο Cavo Paradiso, την Παrrασκευή 22 Μαrrτίου, απευθείας από το Amsterdam, το control του dance floor θα πάrrει ο μάγος της Alternative-Super-Dooper-Trance-House-Acoustic-Dark-Trip-Hop-Progressive-Gothic σκηνής και rresident του club Toukits’imana pinibafous, DJ Milupas. Στο warm-up ο MC Saltapidas σε ένα αεrrάτο DJ set.

Πολλές καλησπέρες σε όλους και όλες. Πολλές καλές μουσικές θα ακούσουμε απόψε και ήρθε η ώρα για Jack στα ποτήρια για τα κεράσματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ματζοράκια λέμε τον μουσικό που πωρώνεται συνήθως με τραγούδια γραμμένα σε μείζονες κλίμακες και μινοράκια αυτόν που γουστάρει περισσότερο με ελάσσονες.

Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά και να καταστρατηγηθεί ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης;... Στην παραμετρική του λοιπόν μορφή, τον εφαρμόζουμε στους μουσικούς και παίρνουμε απ' τη μια τον Μότσαρτ κι' απ' την άλλη τον Τσαϊκόφσκι, απ' τη μια τον Τζέρι Λι Λιούις κι' απ' την άλλη τον Νικ Ντρέικ, απ' τη μια τους χαζοχαρούμενους κι' απ' την άλλη τους κλαψομούνηδες, απ' τη μια τους εμβατηριατζήδες κι' απ' την άλλη τους πεθαμενατζήδες, απ' τη μιά τα ροκαμπίλια κι' απ' την άλλη τους έμο, απ' τη μια τις αλίκες βουγιουκλάκες κι' απ' την άλλη τις μάρθες κλάψες –και πάει λέγοντας τέλος πάντων.

Σχόλιο μουσικολογικό: Ένας ματζοράκιας κι' ένας μινοράκιας αποφασίζουν για κάποιο λόγο να παίξουν μαζί· πώς τα βγάζουν πέρα; Δύο είναι οι συνηθισμένες λύσεις: άλφα, η εκμετάλλευση του δυϊσμού μείζονας και σχετικής ελάσσονας, και βήτα, οι τροπικές ανταλλαγές –γιατί στο σλανγκ τζι αρ, χτίζουμε γέφυρες...

  1. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου λεγόταν «Μυταρόλας» για το μέγεθος της μύτης του, είχε όμως και δεύτερο παρατσούκλι «Ματζοράκιας», επειδή στα ταξίμια του κυριαρχούσε ο ήχος ματζόρε. (από φόρουμ όπου φημολογείται πως διατηρεί τουλάχιστον χίλιες τετρακόσιες περσόνες ο Πανούσης)

  2. Είμαστε μινοράκηδες. Δεν είμαστε ρατσιστές απέναντι στη μουσική, απλώς είμαστε μινόρε. Αυτό το μελαγχολικό ύφος στα μουσικά ακούσματα μας τραβάει περισσότερο. (από συνέντευξη του Φίλιππου Πλιάτσικα, εδώ)

  3. — Όπα! Στόπ, στόπ...
    — Τί εγινε πάλι;
    — Φά μινόρε ρε Φούλη στο ρεφρέν, μίνόρέ, πώς το λένε;
    — Ε τί έπαιξα;
    — Εσύ τί λές;, λά επαιξες.
    — Ε εντάξει ρε Τούλη, μου βγήκε στο μπλουζίστικο, πώς κάνεις έτσι να 'ούμε... [σπασαρκίδα μινοράκια, απο ρέ μινόρε σε φά μινόρε, γαμώ το ψυχοπλάκωμά σου γαμώ καταθλιψάρα του κερατά...] Λά ύφεση θές, θα την έχεις. Πάμε πάλι.
    — Πάμε. Έ'α, δύο, τρία, καί... [...άχ Φιφή μου... σνίφ... άχ Φιφούλα μου... ούτε το κομμάτι που σού 'γραψα δέν μπορώ να παίξω πιά... με τους σκατοματζοράκηδες πού 'χω μπλέξει απο τότε που την κοπάνησες με τον πιανίστα... ... ... λύγμ... ρ' αυτή η πένα κοφτερή φαίνεται... θα την κάνει τη δουλειά της λές;... ... ... χμμ... ωραία ιδέα για στίχια πλάκα-πλάκα...]
    — Στόπ!...
    — Έλα ρε Φούλη, τί έγινε;...
    — (με ύφος χιλίων Τζάκ Νίκολσον) Λα ύ φ ε σ η δεν είπες;...
    — Χμ. Ναι ναί, μπερδεύτηκα. Πάμε πάλι. [...ρε λές να κολλάει ματζόρε τελικά;...]
    (από τη ζωή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified