Further tags

  1. Κλασικό, κυρίως καλοκαιρινό φαγητό που αποτελείται από γεμιστές μελιτζάνες με κιμά, το σχήμα και το χρώμα του οποίου θυμίζει μικρού μεγέθους υποδήματα.

Εν ολίγοις κόβουμε μελιτζάνες κατά μήκος και τις αδειάζουμε για να τις γεμίσουμε με κιμά, τον οποίο τσιγαρίζουμε με λάδι και κρεμμύδι και τον σβήνουμε με κρασί, ενώ προσθέτουμε ντομάτες ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και μπαχάρι. Τέλος βάζουμε από πάνω ότι τυρί που λιώνει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να να ψηθούν οι μελιτζάνες.

  1. Ελαστικά επιθέματα που βρίσκονται στους σιαγόνες των φρένων των ποδηλάτων και τα οποία εφάπτονται με πίεση επί της στεφάνης στη ζάντα του τροχού κατά το φρενάρισμα, δημιουργώντας έτσι μέσω της τριβής, σημαντική επιβράδυνση.

Με λίγη φαντασία τα επιθέματα αυτά θυμίζουν μικρού μεγέθους υποδήματα.

Συνώνυμα: τακούνια, τακάκια.

  1. Κλασική κι αγαπημένη συνταγή! Έτσι ακριβώς κάνουμε κι εμείς τα παπουτσάκια, μόνο που δεν ξεπικρίζουμε ποτέ τις μελιτζάνες. (εδώ)

  2. Αν λάδι ή γράσο έρθει σε επαφή με τα παπουτσάκια θα πρέπει να τα αντικαταστήσετε, διαφορετικά ενδέχεται να μην λειτουργούν (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (1) (από PUNKELISD, 03/11/11)Ακριβώς αυτό. (2) (από PUNKELISD, 03/11/11)(από GATZMAN, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμπρίζ, μπαμπρίζ, παπρίτζ, παμπρίτς, παπρίτς, μπαπρίτς, μπαμπρίτζ, παμπρίζ, μπαμπρίτς: έτσι αποκαλείται «ελληνιστί» ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου.

Από το γαλλικό «pare brise», όπου pare=το φράγμα και brise=το αεράκι, η αύρα.

Παρά την αξιοπρεπεστάτη απόδοση του όρου στα Ελληνικά, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι όσα είναι τα καταστήματα επισκευής του, τόσες διαφορετικές παραλλαγές εξελληνισμένης αναγραφής του ξενικού όρου στις αναρτημένες διαφημιστικές πινακίδες θα συναντήσετε ανά τη χώρα.

- Τι κάνει καλέ ο γιος σου ;
- Τελείωσε τη τεχνική σχολή και άνοιξε ένα μαγαζί να περνάει μπαμπρίτζια.

ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΜΠΑΜΠΡΙΤΖΙΑ. (από iwn, 12/11/11)ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΣΑ ΑΝΕΜΟΘΩΡΑΚΑ (από iwn, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βλακόμετρο της πολιτικής βάρεσε μπιέλα όταν ο Γ.Α.Π. είχε την φαεινή ιδέα να μετονομάσει τα εξόχως «μη ορθά» υπουργεία Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μηκυό ένα πράμα. Μόνο αυτός θα μπορούσε να εμφυσήσει μια εσάνς κορεκτίλας στο υπουργείο που στεγάζει τα ΜΑΤ, την ΕΥΠ, τους γνωστούς αγνώστους, και ταλιμπάν.

Φυσικά το κοινό αίσθημα έσπευσε να πανηγυρίσει το γελοίο το πράγματος, καθιερώνοντας το νέο μόρφωμα ως Υπουργείο Προπό και τον υπουργό αυτού προπατζή.

- το υπουργείο ΠΡΟΠΟ απειλεί να μακελέψει παλαιστίνιους πρόσφυγες έξω από τα γραφεία του ΟΗΕ
(εδώ)

- Ο Χρήστος Παπουτσής παραμένει υπουργός ΠΡΟ-ΠΟ. Επιβραβεύτηκε η απαράμιλλη ικανότητά του στη συμπλήρωση δελτίων ΠΡΟΠΟ και η προχθεσινή επιτυχία του στη χρησιμοποίηση έμμισθων κουκουλοφόρων «εθελοντών» στην καταστολή της μεγαλειώδους διαδήλωσης των Ελλήνων πολιτών...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρφί με χοντρό στρογγυλό κεφάλι (λείο ή με διακόσμηση) το οποίο παλιά χρησιμοποιούνταν στα παπούτσια («παπουτσόπροκα»). Πιο πολύ όμως έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε σε καναπέδες και πολυθρόνες παλιού τύπου, όπου το δέρμα / ύφασμα / βελούδο στερεώνεται με πολλά τέτοια καρφιά στη σειρά.

Χαρακτηριστικοί δερμάτινοι καναπέδες με καμπαράδες είναι οι Chesterfield.

Από το τουρκικό kabara που σημαίνει το ίδιο. Τη λέξη δεν έχουν ούτε το ΛΚΝ ούτε ο Μπάμπης.

Δεν ξέρω αν μπορώ να τα περιγράψω καλά (και δεν ειμαι πολύ εξοικοιωμένη με την τεχνολογία ώστε να βάλω φώτος), αλλά προέκυψε η ιδανική λύση για μένα που δεν είμαι φαν του μοδάτου βέγκε και αγαπώ περισσότερο την τραπεζαρία της γιαγιάς μου με τα λιονταρίσια πόδια, τους καμπαράδες, τον μπρούντζο και όχι το ίνοξ.
(από το νέτι)

(από ironick, 03/12/11)(από ironick, 03/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των μαφιόζων, σημαίνει ψεύτικο, κάλπικο, πέτσινο.

Ακούγεται στην ταινία «Donnie Brasco»,με τους Al Pacino, Johnny Depp και Michael Madsen (βλ. μήδι).

Εκ του fugazi.

- Αυτό το δαχτυλίδι είναι φουγκάζι.
- Ποιος το χέζει...

Στο 0:13 (από allivegp, 08/12/11)(από allivegp, 08/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πολυάγκιστρο, ή αλλιώς αγκορέτο, ένα πολύ διαδεδομένο είδος ψαρέματος.

Έχει πάρει το όνομα του από την μορφή της αρματωσιάς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα αγκίστρια δεμένα στην σειρά, πάνω στο παράμαλο. Μπορείτε να το φτιάξετε μόνοι σας, ή να το βρείτε έτοιμο στην αγορά σε διάφορες μορφές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτιαγμένο με διάφορα μεγέθη πάχους της πετονιάς και διάφορα μεγέθη και τύπους αγκιστριών. Συνήθως χρησιμοποιείται, και μάλιστα είναι πολύ αποτελεσματικό, για το ψάρεμα του κέφαλου, του λαβρακιού και της τσιπούρας. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια να βρεθεί πιασμένο στα αγκίστρια σας ένα χταπόδι. Τα πιο κοινά δολώματα με τα οποία αρματώνουμε το πολυάγκιστρο μας είναι το άσπρο ψωμί, η σαρδέλα και η ψαροτροφή.

- Ωραία μέρα σήμερα, πάμε για ψάρεμα;
- Και δεν πάμε...
- Ψαροντούφεκο ή αγγουρέτο;
- Εμμ, αγγουρέτο σήμερα γιατί πάμε για ήπια πράγματα...

(από boulgaroktonos, 10/01/12)

Κλοπυράϊτ: εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτική κατασκευής αριθμητικών ή άλλων δεδομένων, που κανονικά έπρεπε να έχουν καταγραφεί ως αποτέλεσμα μέτρησης, χωρίς τη μέτρηση. Τα δεδομένα που παράγονται έτσι είναι πυροβολημένα και αυτό τα ξεχωρίζει από τα ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία που αναμενόταν να ληφθούν για να βγάλει συμπέρασμα ο μαύρος ο ενδιαφερόμενος.

Το μυστικό είναι στο μαγικό «στο περίπου». Αντί κάποιος να χαλάσει κόπο, χρόνο κλπ που χρειάζονται για να κάνει μετρήσεις, υπολογισμούς, να φτιάξει πίνακες και ό,τι τέλος πάντων απαιτείται, παίρνει ένα τουφέκι, το στρέφει προς τον αβέβαιο στόχο, πυρ κατά βούληση κι όποιον πάρει ο χάρος. Πόσο βγήκε; Πέντε. Να τ' αφήσω; Μια χαρά μου φαίνεται.

Εφαρμογή κυρίως σε ασκήσεις εργαστηριακών μαθημάτων στη σχολή, μεταπτυχιακά θίσις, σε επιχειρηματικούς / οικονομικούς δείκτες, σε μικροβιολογικά / οινολογικά / πυρηνικά εργαστήρια κλπ (κυρίως όταν οι μετρήσεις βγαίνουν σκατά και πέρα από κάθε φυσικό νόμο, επειδή το μηχάνημά του είναι μπουρδέλο ή αυτός μπερδεύει τα μπουκάλια, όταν αντιγράφεται παλιά εργασία αλλά δε θέλει ο αϊνστάιν να έχει και τα ίδια νούμερα μπας και μυριστεί ο μεταπτυχιακός, ή όταν προτιμάει τη ζωγραφική).

Αν πιαστεί με ενδεχόμενο κρόστσεκ φταίει το κομπιουτεράκι, το μηχάνημα, το κιτ κλπ. Αν πρόκειται για άσκηση πασταδγιάλα, αν πρόκειται για Elisa testκάνε έναν κόπο και δοκίμασε και σ' ένα άλλο μαγαζί πριν το πεις στη μάνα σου.

Συνώνυμα: τουφέκισμα, τουφέκι, χχχχ μπαμ (γενικώς ό,τι έχει να κάνει με στόχους και επίτευξή τους), στου Μανώλη την ταβέρνα (υπονοούμενο) κ.λπ. Το μαγείρεμα δεν είναι ακριβώς συνώνυμο γιατί αναφέρεται σε παραποίηση κυρίως παρά σε κληρονομικό χάρισμα.

Γιατρέ μου...: - Μα τελικά γιατρέ μου είμαι ή δεν είμαι έγκυος; - Ήσουν αλλά... δεν μπορώ να καταλάβω αν συνεχίζεται η κύηση... μήπως να κάναμε κι έναν κολπικό υπέρηχο...
- Μα να βάλω τώρα δεύτερη βδομάδα εκείνο το μακρύ το πράμα; Τα αποτελέσματα της β-χοριακής στο αίμα τι σας λένε; Δυο φορές τρυπήθηκα!
- Τι να σου πω βρε κοπέλα μου, αυτά που έκανες στο εργαστήριο στο κέντρο λένε ότι είσαι, αυτά που έκανες στο εργαστήριο της γειτονιάς σου λένε ότι δεν είσαι, τι να πω, να τα έχει πυροβολήσει κανένα απ' αυτά τα κοριτσάκια που βάζουνε εκεί... ξανακάνε και σήμερα.
- Αααα.

Κύριε καθηγητά μου...:
- Μαλάκα αυτή την άσκηση με τη μέτρηση ραδιενέργειας, μιλάμε άμα δεις τα νούμερα... ό,τι να 'ναι εντελώς. Τι μαλακία έκανα με το γκάιγκερ δεν μπορώ να καταλάβω... Άντε πάλι ανέβα κατέβα ταράτσες και υπόγεια, σκατά!
- Άντε ρε Στόκεμον, πάρε τη δική μου, βάλτα στο εξέλ και πολλαπλασίασέ τα όλα επί 0,8 μια χαρά θα σου βγούνε.
- ...λες ρε να πέσει τέτοιο πυροβόλημα; Τουφέκι τελείως;
- Άντε γαμήσου με τις τύψεις ρε, ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Κι εγώ από την Τιτίκα του τρίτου έτους τα πήρα, έτοιμα στα δίνω, μας περιμένει η Άντζελα με εκείνη τη μουνίτσα τη νηπιαγωγό στην Καζάρμα, τελείωνε.

Χικ!:
-Πήγα το κρασί στον οινολόγο που μου πες, δε με θυμήθηκε.
-Μέτρησε τα γράδα;
-Αρχίδια μέτρησε, μου 'δειξε κάτι νούμερα και μου είπε να βάλω μισό κιλό ζάχαρη.
-Ε, μπορεί να χρειαζόταν ρε...
-Του είχα βάλει ήδη ένα κιλό όπως μου είπε την περασμένη φορά που το πήγα.
-Τι λες τώρα! Και τα νούμερα; Πυροβόλημα;
-Μπλε.

Δε βαριέσαι... Πέντε. (από Galadriel, 19/01/12)(από Mr. Cadmus, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βυζί αποκαλείται κουτσαβακιστί και το σκάφος ή ηχείο του μπουζουκιού, λόγω διογκωμένης καμπυλωτής εμφάνισης.

Να σημειωθεί ότι κι άλλα μουσικά όργανα παραπέμπουν στον καυλιδερό γυναικείο αισθησιασμό (βλ. το βιολί του Man Ray, διάφορα πνευστά, κ.α.).

Από το δουπού: Πανκελής.

Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι
μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
με ταξίμια, με φυτίλια
με βυζαντινά καντήλια
Στο βυζί του αμπαρωμένος
θα πετάξω το καπάκι,
κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
παρά Αμερικανάκι
(Τζιπάκος, Ρομπέν των Χαζών)

Περί μπουζουκίου (παρα)ετυμολογίαι και πορτοκαλισμοί :

- Πρόθεση: εν + επίθετο :… «βυζός» (διογκωμένος)... + ηχείο…
Όλα αυτά μας κάνουνε το εμβουζούχιον= εμπουζούκιον =μπουζούκι, στα λαϊκά. (Ε, όχι και να χαρίσουμε στους γείτονες τέτοιο οργανάκι!)
(Ρεμπέτικο Φόρουμ)

- Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
(Λάουτα κι ετς)

Ωραία βυζιά (από Vrastaman, 23/01/12)Violon d\'Ingres του Man Ray (από Vrastaman, 23/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μανιτάρι αποκαλούν οι οδηγοί του μετρό το κόκκινο κουμπί που πατάνε οι ίδιοι για άμεση ακινητοποίηση του συρμού σε περίπτωση κινδύνου.

Υποθέτω ότι αυτό υπάρχει και σε όλα τα μέσα σταθερής τροχιάς.

Ευτυχώς ο οδηγός είδε εγκαίρως ότι ο άντρας είχε πέσει στις ράγες: πρόλαβε και πάτησε το μανιτάρι και ο συρμός ακινητοποιήθηκε στο τσακ.

(από Gambertais, 28/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published