Further tags

Ο ψήστης κρέατος, χειριστής της σχάρας σε καταστήματα εστίασης, (ψησταριές, εστιατόρια, πιτσαρίες).

Πιθανές προελεύσεις :

1) Σχάρα > Σχαριέρης > Σκακιέρης

2) Από την σχάρα με λαβή, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλα πλέγματα που σχηματίζουν μικρά τετράγωνα, όπως η σκακιέρα.

Ιδιοκτήτης μικρού συνοικιακού καταστήματος ντελίβερυ :

Τα μικρά καταστήματα όπως το δικό μας δεν βγαίνουν άμα προσλάβεις ένα άτομο για κάθε ειδικότητα, μπουφετζή, λαντζιέρη, σκακιέρη, καθαρίστρια, σερβιτόρο. Εμείς είμαστε δύο άτομα και τα κάνουμε όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γιαλαντζί φραπέ. Παρασκευάζεται όπως ο φραπέ αλλά δεν χτυπιέται, απλά ανακατεύεις ζάχαρη και καφέ, με το κουταλάκι. Για ποιο λόγο; Έλα μου ντε! Χρόνια μες στα μπαρς, ποτέ δεν το κατάλαβα.

— Μάκη πιάσε δυο μέτριους χωρίς κι έναν με λίγη ζάχαρη αχτύπητο!
— Έφτασε παλουκάρι.
— Εδώ οι μέτριοι, και ο κουταλάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώνω, σφηνώνω. Ανωτάτη μαστοροεμπορική σλανγκ.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως από υδραυλικούς και μαραγκούς, αλλά και από εμπόρους που γεμίζουν ράφια, ή γεμίζουν αποθήκες.

Από που προέρχεται η έκφραση, νομίζω ότι μπορείτε να το καταλάβετε! Μην περιαυτολογούμε τώρα...

  1. - Αφεντικό, έλα να βοηθήσεις.
    - Μα είσαι εντελώς ηλίθιος; Η άκρη με τη [φλάντζα] πάει στον νεροχύτη, και την άλλη άκρη τη μπουτσώνεις στον σωλήνα της αποχέτευσης, αυτόν που εξέχει από τον τοίχο σαν μουνάκι. Όλα εγώ θα στα λέω;

  2. - Παιδί, πάρε την κούτα με τα δρακουλίνια και μπούτσωσέ τα εδώ στο ράφι. Πρόσεχε να φέρεις τα 2-3 παλιά σακουλάκια μπροστά.
    - Έγινε μάστορα.

  3. - Πάρε τους τάκους και μπούτσωσέ τους κάτω από την πόρτα, και περίμενε.
    - Τι να περιμένω;
    - Να πάω να φέρω το αλφάδι και το τριβίδι.
    - Τι θα κάνουμε τους αναρχικούς και τις λεσβίες ρε μάστορα;
    - Τελέρε χαλασμένε;

την μπούτσισε ο γάιδαρος... (από BuBis, 28/09/09)την αίτηση σας από πρόπερσι; κάπου εδώ την έχω μπουτσώσει, για μισό... (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητο εργαλείο, για κάθε μάστορα που σέβεται τον εαυτό του. Για τους μικρότερους, να πούμε ότι το αλφάδι είναι ένα απλό όργανο που σου δείχνει αν κάτι είναι ίσιο, ή ευθυγραμμισμένο, με την βοήθεια υγρού. Βέβαια τα καινούρια τρέντι αλφάδια χρησιμοποιούν λέϊζερ.

Αλφάδι ονομάστηκε, μάλλον από το αρχαίο αιγυπτιακό αλφάδι, το οποίο ήταν ένα ξύλινο ισοσκελές «Α», που από την κορυφή του κρέμονταν μία κλωστή με ένα βαρίδι. Το οριζόντιο ξυλαράκι, είχε ένα σημάδι στη μέση ακριβώς, όπου ήταν και το σημείο αλφαδιάσματος. Με αυτόν τον τρόπο λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι αλφάδιαζαν κάθε πέτρα που έβαζαν στις πυραμίδες.

Η λέξη πέραν συμβολισμών (αναρχία, μασονία) και μαστορικής ευθυγράμμισης, περιγράφει και καταστάσεις που είναι αρμονικές, που μας κάθονται καλά, που είναι ευθυγραμμισμένες με τα γούστα μας, ή καταστάσεις μεγάλου πιώματος.

-Αγάπη μου τι έγινε με τις διακοπές;
-Όλα εντάξει. Εγώ θα πάω Κέρκυρα, εσύ Χίο, και τα παιδιά Κρήτη. Υπέροχα θα είναι.
-Κρυάδες. Εισιτήρια βρήκες;
-Τα πήρα. Έκλεισα και ξενοδοχείο, έκλεισα και αυτοκίνητο. Αλφάδι όλα. Δεν θέλω να μου ανησυχείς, θα σε έχω βασίλισσα.
-Να φιλήσω τον πρίγκηπα μου;
-Μίλα μου πρόστυχα...

-Ρε Τάκη, κοίτα ένα κορμί που μπαίνει...
-Αυτό είναι που λέμε κορμί αλφάδι, φίλε μου

-Πως περάσατε χθες;
-Στην αρχή καλά. Κάποια στιγμή όμως, αλφαδιάζαμε το πάτωμα.
-Κατάλαβα....

-Τι έγινε; Τα βρήκες τα λεφτά για την επιταγή;
-Ναι ο κουμπάρος μου, μου ξηγήθηκε αλφάδι. Είπε εγώ είμαι εδώ. Και μου έδωσε και αβάντζο δύο μήνες για την επιστροφή.
-Ντεκλαρέ ο κουμπάρος.

Ο πρόγονος του αλφαδιού. Βλ. β παρ/φο ορισμού (από GATZMAN, 30/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκτέλεση εργασίας που είτε δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις σου είτε δεν θέλεις αλλά αναγκάζεσαι να την κάνεις. Πολλές φορές επιλέγεις να την κάνεις γιατί αποβλέπεις σε απώτερα οφέλη (βλ. δεύτερο και τρίτο παράδειγμα)

Συνήθως χώσιμο προκαλούν οι:

  • Προϊστάμενοι,
  • Βύσματα και βαθμοφόροι στο στρατό,
  • Συγγενείς,
  • Γκόμενες

Τελευταία με την άνθηση των Νοτιοαμερικανικό σαπουνόπερων χρησιμοποιούνται και κάποια κύρια ονόματα που περιέχουν το πολύ κοινό ισπανικό όνομα Χοσέ. Π.χ. Χοσέ Αρμάντο, Χοσέ Γκαρσία, κ.α.

  1. - Άσε ρε μαλάκα έφαγα χώσιμο από τον προϊστάμενο να του πάρω τα ρούχα από το καθαριστήριο.

  2. - Έφαγα χώσιμο την Κυριακή να πάω τη γιαγιά στο χωριό. Αλλά που θα πάει θα ψοφήσει και το πάρω το διάρι στο Χαλάνδρι.

  3. - Μου ρίξε χώσιμο η Τούλα να πάμε να δούμε χαζογκομενοταινία. Τι να της κάνω που έχει ένα στόμα όλο μέλι...

  4. - Χοσέ Αρμάντο λέμε... Διπλή σκοπιά την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπορικός υπάλληλος υπεύθυνος για την είσπραξη δόσεων, γνωστός και ως δοσατζής. Επισκέπτεται κατ’ οίκον όσους έχουν αγοράσει με δόσεις διάφορα εμπορικά προϊόντα και καθυστερούν να τις εξοφλήσουν.

Η εξαφανισμένη αυτή επαγγελματική τάξη σκιαγραφείται γλαφυρά και με συμπάθεια στις ελληνικές ταινίες «Περάστε την πρώτη του μηνός» με τον Σταύρο Ξενίδη και την Άννα Φόνσου και το «Έξυπνο πουλί», με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Βλ. και παλαιότερη ελληνικά ταινία με τους πλανόδιους έμπορους Πασπάτη – Καλαφάτη (Βέγγος και Σταυρίδης) και το άσμα : «όχι με δόσεις, όχι με δόσεις, ό,τι θα πάρεις, θα το πληρώσεις». Σχετική η φράση, η «βάζω γραμμάτια» που πατεράδες λένε στα παιδιά τους εν είδει κατήχησης («όταν παντρεύτηκα την μάνα σου, βάλαμε γραμμάτια μέχρι και για τα πιρούνια»).

Από τους συμπαθείς αυτούς υπαλληλίσκους περάσαμε στις εισπρακτικές εταιρείες που τηλεφωνούν καθημερινά τους (συχνά άξιων της μοίρας τους) οφειλέτες καταναλωτικών δανείων, αφήνοντας μηνύματα στην δουλειά τους ή στην γειτονιά τους για να τους ξεφτιλίσουν.

Όταν ο οφειλέτης δεν έχει κάτι να δώσει, αλλά ούτε και κάποιο περιουσιακό στοιχείο για να κατασχεθεί, η ψυχολογική αυτή βία είναι απαραίτητη προκειμένου η τράπεζα να βγάλει τα κέρδη της, εκφοβίζοντας και εξαναγκάζοντας τον οφειλέτη να εξοφλήσει μέσω νέου δανειοδανείου, αφού ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.

Το «ζόρι βγάνει λάδι», που λέει και ένας επαγγελματίας του είδους. Πιο άμεσες και μπρουτάλ μεθόδους χρησιμοποιούν οι τοκογλύφοι, βλ. ενδεικτικά την «Ψυχή στο στόμα» του Οικονομίδη.

Κλείνουμε με το αντίστοιχο δίστιχο της εποχής : «δεν θα ξοφλήσουμε ποτέ, κουφάλα τραπεζίτη».

- Πάρε τηλέφωνο τον Κακομοίρογλου, χρωστάει 3 δόσεις από το διακοποδάνειο.

- Ρε γαμώτο, φαϊνάνσιαλ μάνατζερ είμαι εγώ ή δοσάς;

(από GATZMAN, 12/10/09)Πασπάτης-Καλαφάτης (Βεγγος-Σταυρίδης) βλ. β παρ/φο (από GATZMAN, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βραχύσωμη, πλην ελκυστική νεανίς. Εκ του ιταλικού a basso, δηλαδή χαμηλά και του ιστιοπλοϊκού όρου μούδα.

Η προειδοποίηση «a basso μούδα» δηλοί ότι η μούδα είναι στα χαμηλά της και «προσέξτε τα κεφάλια σας, βασιβουζούκοι», όπως θα έλεγε και ο Κάπταιν Χάντοκ.

Η αμπασομούδα λοιπόν είναι εκείνη η νεανίς που είναι τόσο βραχύσωμη που δεν κινδυνεύει από την μούδα, ακόμα και όταν αυτή είναι a basso, πλην όμως είναι και ελκυστική αλλιώς δεν θα ασχολούμεθα.

Ασσίστ ο κ. batcic

— Ώρα δέκα, αμπασομούδα!
— Ωωωω!

Σύγκρινε με κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified