Further tags

Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.

Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις παραδοσιακοί τρόποι για να αναρριχηθείς στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας στον τόπο μας:

  • Οι τέχνες, τα γράμματα, ο μόχθος και η σκληρή εργασία (βλ. το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;)
  • Αυτό που ο σερ Στέλιος Χατζηιωάννου αποκαλεί the Easy way: να έχεις πλούσιο μπαμπά ή να κάνεις πλούσιο γάμο.
  • Η δοκιμασμένη μέθοδος του γυμνοσάλιαγκα: γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σου.

    Σλανγκιστί λοιπόν αφισοκολλητές αποκαλούνται οι κάθε συνομοταξίας -πατέρες και κομματόσκυλα με μικρές ή μεγάλες εξουσίες σε κρατικούς ή παρακρατικούς θώκους που αναρριχήθηκαν με τον τρίτο (και μακρύτερο) αυτό τρόπο, έχοντας πουλήσει εκδούλευση (σ.ς. κολλήσει αμέτρητες κομματικές αφίσες) αντί για ένσημα.

Βλ. επίσης: γενιά του Πολυτεχνείου, με το «σπαθί» της.

1.
Οι (πρώην) ΠΑΣΟΚ, αφισοκολλητές στου ΣΥΡΙΖΑ…

2.
Οι αλήτες-ρουφιάνοι-αφισοκολλητές που το παίζουν Δημοσιογράφοι και με ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ

3.
Δέκα χρόνια μετά και αφού ο «σοσιαλιστής» Παπανδρέου γκρέμιζε τα κάστρα της ολιγαρχίας και διόριζε στην θέση τους αφισοκολλητές - βιομήχανους άρχισε να χτίζει τα νέα επιχειρηματικά τζάκια...

(από σφυρίζων, 25/11/13)Θόδωρος Κασσίμης στα πρ\'ωτα του βήματα (από σφυρίζων, 25/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Τον Μπάμπη δεν τον τσέκαρα είναι η αλήθεια, πάντως ο Τριαντά δεν τόχει, αν και μάλλον καθομιλουμένη ήτουνε παρά σλανγκ (άντε επαγγελματική το πολύ-πολύ). Οπότε βρίσκω ευκαιρία να το χώσω εδεπά, κι όποιος έχει αντίρρηση να μου τηλεγραφήσει.

Τριατατικός το λεπόν εκαλείτο ο υπάλληλος του προπολεμικού Υπουργείου Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων, Τηλεφώνων και Ζήμενς. (Αχαριστία [ρε πστ](http://www.slang.gr/definition/5640-re-pst), τζάμπα τα χώσανε τα φράγκα οι τεντέσκοι, τους κόψανε το Ζ απ' τη μαρκίζα. Από την άλλη, πώς θα τους λέγανε αλλιώς τους τριατατικούς, Τα Τρελά Τα Ζουζουνάκια; Ε, είχανε κι οι δικοί μας ένα δίκιο...).

  1. Έλαβε το απολυτήριο του Γυμνασίου και στη συνέχεια εργάστηκε ως υπάλληλος τηλεγραφητής (τριατατικός) στο Υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων (Τ.Τ.Τ.) [...] με το Λαϊκό Κόμμα [...] προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων [...] επανεξελέγη για τέταρτη και τελευταία φορά, πάντα με την ΕΡΕ [...] Άτιμη τηλεφωνία, άλλους τους ανεβάζεις

  2. [...]Μ. Ρέντζος, τριατατικός, μέλος της Επιτροπής, γραμματέας της νομαρχιακής Επιτροπής ΕΑΜ Πρέβεζας (εκτελέστηκε ξυλοκοπούμενος και συρόμενος στα πεζοδρόμια της Πρέβεζας) [...]
    κι άλλους τους κατεβάζεις.

    • Τριατατικοί λέγονταν τα μέλη του σωματείου Τηλεγραφητών, Τηλεφωνητών, Ταχυδρομικών, μέλος του οποίου ήταν ο Χ. Φλωράκης, τηλεγραφητής ήταν η δουλειά του μέχρι που βγήκε στο βουνό. Ως τηλεγραφητής πρωτογνώρισε μέσα από τις πάμπολλες μεταθέσεις του απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. Αιμοσταγής κομμουνιστοσυμμορίτης τριατατικός εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πλακάδων, μπισκότο λέγεται η τοποθέτηση των πλακακιών στην γωνία που εξέχει, έτσι ώστε το ένα να έρχεται στην ευθεία του τοίχου και το άλλο να επικαλύπτει την μικρή έδρα του πρώτου.

Αντίθετα όταν και τα δύο είναι κομμένα λοξά (φάλτσα) συναντώνται οι ακμές σχηματίζοντας ακμή με τις σμαλτωμένες επιφάνειες. Τότε το λένε φάλτσο.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε τεχνικής:

  • φάλτσο:+ Καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα καθώς δεν φαίνεται η μικρή και ασμάλτωτη πλευρά των πλακακιών που έχει άλλο χρώμα (συνήθως κεραμιδί).- Φασαριόζικο και χρονοβόρο κόψιμο για να κοπούν όλα με το σωστό φάλτσο για να ταιριάζουν μεταξύ τους, με πιο πολλές πιθανές απώλειες. Με το παραμικρό μικροχτύπημα η γωνιά από τις σμαλτωμένες επιφάνειες σπάζει και κάνει κοχίτσες γιατί είναι πολύ λεπτή και σκληρή.
  • μπισκότο:+ Μεγαλύτερη αντοχή σε χτυπήματα γιατί το πλακάκι διατηρεί όλο το πάχος του, ευκολότερο-γρογορότερο κόψιμο.- Φαίνεται η ασμάλτωτη πλευρά. (Αυτό μειώνεται κάπως διαλέγοντας από ποια μεριά θα μπει ώστε να φαίνεται λιγότερο.)

- Τις γωνιές πώς τις θες; Φάλτσο ή μπισκότο;
- Δηλαδή;
- (Εξηγεί με τα χέρια και δύο πλακάκια.)
- Φάλτσο δεν είναι πιο όμορφο;
- Αφού θα βάλεις ντουλάπι και δε θα φαίνεται, δεν το κάνουμε μπισκότο να μη σπάει κιόλας (να ξεμπερδεύω τσακ μπαμ με τα κωλοντούβαρό σου, αφού δε θα μου βαλεις και ΙΚΑ τσίπη, καραγκιόζη).
- Εντάξει μπισκότο, αλλά την άβαφτη από τη μέσα μεριά να μη φαίνεται (άντε να τελειώνουμε που βάζεις δέκα πλακάκια τη μέρα και παίρνεις το μεροκάματο με τον καφέ, το τσιγάρο και το κινητό).

Πάνω μπισκότο - κάτω φάλτσο (από dryhammer, 21/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδήλατο-μινιμαλιά, αποψιλωμένο από κάθε περιττό καβλιτζέκι: μονοτάχυτο, χωρίς ελεύθερο και (στην πιο ρεντ μπουλ εκδοχή του) χωρίς φρένα. Οι επιβαίνοντες αυτού αποκαλούνται φιξάδες.

Το συνήθως πολύχρωμo φιξάκι είναι το απόλυτο αστικό ποδήλατο με άποψη. Η οδική συμπεριφορά του διαφέρει παρασλάγγης από ό,τι γνωρίζαμε. Ελλείψει ελεύθερου δεν ρολάρει (όσο κινείσαι γυρνάνε τα πετάλια), πράγμα που αρχικά ξενίζει - ειδικά όταν τρέχεις σε κατηφόρα. Σού επιτρέπει ωστόσο να το οδηγήσεις και με την όπισθεν και να κάνεις κάθε είδους ποστιλίκια που κλείνουν το μάτι στην καγκουροφροσύνη.

Ελλείψει φρένων, τα πράματα είναι σκούρα. Ή επιβραδύνεις το πετάλι ή σκιντάρεις: μετατοπίζεις δηλαδής το κέντρο βάρους σου στον μπροστινό τροχό (μειώνοντας την πρόσφυση του πίσω τροχού) και μπλοκάρεις τον πίσω τροχό κοντράροντας τα πετάλια με τα πόδια σου. Στη συνέχεια επαναφέρεις το κέντρο βάρους σου στον πίσω τροχό, προκαλώντας ολίσθηση («skid»). Διαδικασία γρήγορη και επαναλαμβανόμενη, μέχρι να σταματήσει το πουτσύλατο ή να φας το κεφάλι σου (whichever comes first, που λένε και στα βραστοχώρια). Οι πιο ντικάφ φιξάδες πάντως τοποθετούν μπροστινό εφεδρικό φρένο, μην τρελαθούμε.

Τα φιξάκια πρωτοφορέθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα παγκοσμίως από ψαγμένους κομιούτορες και ταχυμεταφορείς. Μοιραίως ξεφύτρωσε και στην χώρα μας η σχετική υποκουλτούρα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Εκ του αγγλικάνικου fixie.

1.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος (αν οδηγείς φιξάκι)

2.
Πλήθος πολύχρωμο μαζεμένο, αλλιώτικα ποδήλατα, πιό χρωματιστά και πιο όμορφα, ξέρετε το γεγονός ότι τα φιξάκια είναι μόδα και έχουν άλλο κοινό, οδηγεί τους κατασκευαστές να τολμήσουν χρωματικά.

3.
Το να έχεις φρένα στο fixie είναι φλωριά, γι'αυτό οι περισσότεροι φιξάδες δεν διαθέτουν φρένα.

4.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Πως να σκιντάρεις (από σφυρίζων, 18/11/13)Τυπικό φιξάκι (από σφυρίζων, 18/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις βαριοπούλες, τα γνωστά βαριά σφυριά με το μακρύ στειλιάρι, η πιο μεγάλη και πιο βαριά.

Υποπλοίαρχος σου λέει ο άλλος. Έντεκα μήνες έβγαλε αρραβωνιασμένος με τη λούλα...

Βαριοπούλες. Με το κεφάλι των 10 κιλών είναι η λούλσ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ηλεκτρονικό σεμινάριο μέσω Διαδικτύου από το web και seminar.

Όσο μεγαλώνει, έχει προβλήματα κινητικότητας και δεν μπορεί να πηγαίνει σε όλα τα συνέδρια από εδώ κι από κει. Προτιμάει κανά γουέμπιναρ άμα έχει τη δυνατότητα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρεωκοπία ενός νομικού, φυσικού ή άλλου προσώπου, ενός κράτους, μιας ιδέας, ενός σαϊτόστ, γουτέβα.

Λολοπαίγνιο στο φουντάρω και το αγγλικάνικο foundation (ίδρυμα). Βλ. και το γαμοσλανγκοεπίθημα -έϊσ(ι)ο(ν).

1.
Πάει για φουντέισον η Praktiker; Με πτώση πάνω από 70% για τη μετοχή της Praktiker, καθώς η εταιρία είναι αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία, αφού απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωσή της.

2.
Πάει για φουντέισον και το «Ερρίκος Ντυνάν»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified