Further tags

Κουλέζικος τρόπος να πεις «για το όνομα του Θεού» κ.ο.κ. Το καθιέρωσε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «10 Μικρούς Μήτσους», όπου το λέει η πλούσια ψωνισμένη Κολωνακιώτισσα με ένα υφάκι πολύ κάπως.

Και φορούσε τέτοιο ταγεράκι στα εγκαίνια της γκαλερί, για όνομα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.

Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).

- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.

Στο 0:30. "Γκόμενα να πούμε ή... δουλειά;" Χάρρυ Κλυνν, Made in Greece (1987). (από patsis, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν παρεμβάλλουμε εν τη ρύμη του λόγου κάτι άσχετο.

Το σλάνγκισε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» με την πλούσια κυρία, που συνήθιζε να διηγείται πικάντικες ιστορίες και να παρεμβάλλει άσχετες ανθυπολεπτομέρειες (βλ. παράδειγμα).

Η ίδια που έλεγε και το για όνομα.

- Και που λες, Σούλα μου, πάνω που με είχε κεράσει το τρίτο ποτήρι σαμπάνιας, και ήμουν έτοιμη να ενδώσω, -έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα; -άσχετο!-, ναι, του λέω τότε: «Έχεις σκεφτεί...», μπλα μπλα μπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί πασπαρτού εκφράσεις για ληγμένους σλανγκαρχίδες που αφενός βαριούνται να μιλήσουν και αφεδύο δεν σε προσέχουν όταν τους μιλάς. Τα σλανγκσπαρτού σου είναι η μόνη γλώσσα που δεν θα ξεχάσεις όσο και να χάσεις τη μπάλα.

- Τι έπαθες βρε κοριτσάκι μου, τι χάλια είναι αυτά;
- Είμαι cool, είμαι cool...
- Τι λέει πάλι βρε Θόδωρα; Δεν το αντέχω αυτό το παιδί!
- Είσαι ληγμένη, χελόοου!
- Τι είμαι;
- Είσαι ληγμένη, χελόοου!ι χιχιχιχιχι
- Τι γλώσσα είναι αυτή που μιλάει βρε Θόδωρα; Μάζεψε την κόρη σου!
- Σιγά τη γλώσσα ρε Κατίνα, 3 χελόου και 4 ντέφια... Εγώ γράφτηκα στο slang και παίρνω αστεράκια για τα σλανγκσπαρτού μου...
- Μπαμπααααά σπάσανε τα νερά μου!!!
- Είσαι ο ανθρωπότυπος βλακείας κόρη μου...
- Πάρ' τα μωρή άρρωστη που θα με πεις και ληγμένη ιχιχιχιχι... μπρόφιστ άντραμ!
- Κατινάκι μου τρισπέκτ γυναίκαμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει μια κατάσταση ή κουβέντα η οποία δεν είχε, ούτε πρόκειται να αποκτήσει νοήμα, ΠΟΤΕ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους νομούς Αχαϊας και Ηλίας, αλλά τα τελευταία χρόνια η χρήση της αυξάνεται και στους Έλληνες του εξωτερικού.

- Τι αποφασίστηκε τελικά για την εκδρομή;
- Ερήμη μωρέ, τίποτα μέχρι στιγμής..
- Μα καλά, τι λέτε 20 άτομα τρεις μέρες στο Facebook;
- Ερήμη κουβέντα έχουμε.. πέφτει troll-αρισμα τρελό.
- Είναι Μίχος και Καραλής στο thread;
- Ναι! Ευτυχώς λείπει ο Σμάνης..
- Πω ρε φίλε... Τελικά πως το βλέπεις, θα πάτε κάπου την Κυριακή;
- Ναι.. Θα δώσουμε ραντεβού στις 10, θα μαζευτούμε στις 11, θα ξεκινήσουμε στις 11:30, θα κάνουμε στάση να πάρουμε καφέδες και κατά τις 2 θα είμαστε παραλία. Θες να έρθεις; Ερήμη, θα παίξουμε και volley.
- Είσαι μινάρας αδερφάκι μου; Την Κυριακή έρχεται η θεία του Slash και πρέπει να τη δω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ελαπαναγιάμου, ελαπαναΐαμ

Είναι η επίκληση στην Παναγία, με φωνητική γραφή.

Απ' το τουίτερ:

  • Τι εννοείς το allen δεν ειναι εργαλείο περιποίησης νυχιών.. ελαπαναγιαμου

  • Είμαι όμορφη σήμερα; ελαπαναγιαμου αγαμητος θα'ταν κι αυτός

  • -Στο στρατό δεν είναι σοβαροί... εμείς θα γίνουμε εδώ μέσα; ελαπαναΐαμ!!!
    -Μου λες για το στρατο λες και εχω παει ελαπαναγιαμου

  • Ο άλλος στο ΑΠΘ κλείνει με το αμάξι του αυτοκίνητα και αφήνει πάνω το τηλέφωνό του για να γνωρίζει γκόμενες. Έλαπαναγιαμου

  • Πάω για καφέ κ βλέπω ζευγαρακι χωρίς κινητά στο τραπέζι να φιλιούνται και να συζητάνε.. ελαπαναγιαμου χάλασε ο κόσμος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιστοιχία του αγγλικού Foo Bar

Χρησιμοποιούνται ως λέξεις που καταλαμβάνουν χώρο άλλων λέξεων, που δεν γνωρίζουμε, κυρίως σε συμφραζόμενα σχετικά με πληροφορική.

...μετονόμασε το αρχείο σε κοκό λαλά τελεία exe για να μπορείς να το τρέξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται για να κατονομάσει αντικείμενα ή συσκευές που είτε δεν έχουν όνομα είτε το αγνοούμε.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αντικείμενα τα οποία εκπληρώνουν κάποιο σκοπό.

- Δεν μπορούσα να μετρήσω των πυκνωτές και έφτιαξα ένα λαλάκι για να το κάνω.
- Τι λαλάκια και λαλακίες μου λες, γέφυρα λέγεται.

- Χρειαζόμαστε ένα λαλάκι να μεταφέρει τα δεδομένα από τον σέρβερ.
- Εφαρμογή ή σκριπτάκι θες;

Πρβλ. και μαρκούτσι (και τα αναφερόμενα εκεί λήμματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψίχουλα, ασήμαντα (μικρο)πράγματα, μπιχλιμπίδια, σάντζαλα-μάντζαλα.

-Έχεις πουθενά τίποτα βίδες; -Ψάξε στο κουτί με τα πριτσιντόνια.

Got a better definition? Add it!

Published