Ο φασαίος που περνάει μεγάλο διάστημα στην Ανάφη.
Πάμε να αράξουμε με τους αναφασαίους στον Ρούκουνα.
Ο φασαίος που περνάει μεγάλο διάστημα στην Ανάφη.
Πάμε να αράξουμε με τους αναφασαίους στον Ρούκουνα.
Got a better definition? Add it!
Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.
Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».
- Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
(εδώ)
- Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
(για την Μύκονο, εκεί)
Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά;
Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ατόμων που επισκέπτονται ένα συγκεκριμένο νησί του Αιγαίου (Ικαρία, αλλιώς Τζαμάικα) και οι οποίοι σεληνιάζονται καθ’ όλη την περίοδο παραμονής τους εκεί.
Για τους κατοίκους: ο όρος παραπέμπει σε φρικιό που κάνει τις άπειρες καγκουριές (κυκλοφορεί μέσα στην φρίκη, λερώνει παντού, κλέβει και φαίνεται αποφασισμένος να φέρεται σαν νεάντερνταλ όσο βρίσκεται εκεί).
Για τους ίδιους: σημαίνει εναλλακτικός, ένας μεταλλαγμένος χίππυ που το παίζει αντεξουσιαστής.
Τελευταία είναι είδος προς εξαφάνιση λόγω της ανάπτυξης του νησιού, αλλά ακόμα εμφανίζονται κάποιοι την καλοκαιρινή περίοδο.
Από Ικαριώτικο λεξικό:
γκρούβαλος = όρος για τον τουρίστα που κατασκηνώνει για μήνες στην Ικαρία, κάνει επιδρομή στα φαγητά που υπάρχουν στα τραπέζια στα πανηγύρια όταν ο υπόλοιπος κόσμος χορεύει, ενώ συνηθίζει να χοροπηδά σε ρέιβ ρυθμούς κατά τη διάρκεια του ικαριώτικου
ξένος = κάθε επισκέπτης στο νησί, Ελληνας ή μη, που όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των «γκρούβαλων» και γι' αυτό μπορεί να απολαύσει απλόχερα την ικαριώτικη φιλοξενία
Got a better definition? Add it!
Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.
Got a better definition? Add it!
Άλλη μια "ποιητική" έκφραση από την Κύθνο, που σημαίνει δεν κάνω τίποτα, κωλοβαράω ή ασχολούμαι με κάτι, ανάξιο λόγου ή χωρίς αποτέλεσμα.
-Άστα μωρή Αννεζίνα, θα τα καθαρίσει η Μαρία!
-Ναι, αμή*! Θα κάμει τον άνεμο κουβάρι η ανεπρόκοπη!
*αμή: αμέ
-Είδα το Γιαννούλη στο χωράφι σας και πολεμούσε κατιτίς, μα δε κατάλαβα ηντά'κανε**.
Ήντα νά 'κανε ο άχρηστος! Τον άνεμο κουβάρι!
** ηντά'κανε: τι έκανε (η πλήρης έκφραση είναι "ήντα έκανε", αλλά με την έκθλιψη του τονιζόμενου "ε" ο τόνος του "η"κατεβαίνει στην επόμενη συλλαβή, όπως στο γνωστό Ναξιώτικο τραγούδι: "... ήντα σού'καμα κ' ηντά'χεις..." Ο ρυθμός στον καθημερινό λόγο, όπως αναφέρεται και στον πολύ ενδιαφέροντα διάλογο που ακολουθεί το λήμμα μανάβης.
Got a better definition? Add it!
Κάπασος λέγεται στην ντοπιολαλιά της Κύθνου η καπνοδόχος που έφτιαχναν από ένα κιούπι ή άλλο αναλόγου σχήματος κεραμικό σκεύος (συνήθως σπασμένο ή ελαττωματικό, μιας και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τις παλιές εποχές). Η λέξη ήταν σε χρήση και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων:
Στις Κυκλάδες (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος κ.λπ.) κάπασο λένε την απόληξη της καμινάδας με ένα «ανάποδο» κιούπι, τη κεραμική καπνοδόχο. (από εδώ).
(από εδώ)
Συνώνυμα: Φλάρος, καμινάδα.
Αδελφάκια του φλάρου είναι και ο Κάπασος και η Καμινάδα! (από εδώ)
Μιά μικρή τραπεζαρία βρισκόνταν κοντά στην κουζίνα με τζάκι και τον "κάπασο" πάνω από τη στέγη (από εδώ)
Στην Κύθνο τη χρησιμοποιούσαν και μεταφορικά για πολύ ψηλούς ανθρώπους.
Για δες μπόι! Μωρέ μπράβο κάπασος!
Η ετυμολογία μου είναι άγνωστη. Πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη.
Got a better definition? Add it!
1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.
Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)
2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.
Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).
3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.
Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.
Got a better definition? Add it!
Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.
Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).
Got a better definition? Add it!
Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).
**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Got a better definition? Add it!