Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά δυο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδροτηλέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

Λέγεται και υδροτηλέφωνο.

Και να στάζω... και να κρυώνω... και το γαμημένο το υδροτηλέφωνο νά'χει κλείσει...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζέπελιν με τις συσκευές παρακολούθησης πάνω από την Αθήνα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 το οποίο μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και μάλιστα σε εξελιγμένη μορφή. Ο όρος ισχύει μόνο στην Ελλάδα.

-Ε ρε μ'αυτό το βλέπελιν τι έπαθα... Τους μούτζωσα τις προάλλες κι αυτοί τό 'δαν και ήρθαν και το παρκάρανε στο μπαλκόνι μου γι αντίποινα...

(από patsis, 24/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Υποδηλώνει το μακρύ ξύλο (συνήθως σκουπόξυλο) το οποίο αντικαθιστά το remote control τηλεοράσεως ή διβιδί σε περίπτωση απουσίας αυτού (λόγω παλαιότητας της τεχνολογίας), εξάντλησης των μπαταριών αυτού ή καταστροφής του.

Ο χρήστης μπορεί με το τελεκοντάρ από την επιθυμητή θέση και απόσταση του καναπέ να αλλάξει κανάλι ή γενικά να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνατότητες που τα κομβία των ηλεκτρονικών συσκευών παρέχουν.

Ρε Μάκη... Αρχινάει το Lost. Δεν πιάνεις το τελεκοντάρ να βάλουμε ΑΝΤ1;

(από jorje26, 08/02/08)

Βλ. και τηλεκουμάντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας σέρβερ του ίντερνετ καφέ που σέρνεται και δεν αποδίδει την κατάλληλη ταχύτητα ή απλά κολλάει το δίκτυό του.

- Τι μηχάνημα έχουν στο μαγαζί;
- Σέρνερ.
- Πάμε αλλού για μάχη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αποτελεί την φωνητική απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού όρου, που με τη σειρά του προέρχεται από τα αρχικά του όρου πέρσοναλ κομπιούτερ.

Η τακτική γραφής των αγγλικών με ελληνικούς χαρακτήρες, απάντηση στην ακαλαισθησία του ακατανόητου φαινομένου των γκρήκλις, δεν αρκεί, βεβαίως, για να αποδώσει στη λέξη πισί στάτους αργκό.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι η εξάπλωση των πισί (που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλιακού κολοσσού κτλ, μη με πιάσουν πάλι τα κομμουνιστικά μου) είχε ως αποτέλεσμα η λέξη αυτή να έχει και παραθετικά, δίκην επιθέτου, γεννά την ανάγκη σχετικού λήμματος.

Πισί-πίσος-πίσουλας, λοιπόν, και αίφνης η λέξη μπαίνει στο κλαμπ των ουσιαστικών με συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό. Άξιο παρατήρησης είναι το φαινόμενο αλλαγής γένους κατά την εν λόγω διαδικασία.

Χρησιμοποιούνται μετά από κάθε γεύμα.

- Μπράβο ρε μάνα, ζωγράφισε το ροζμπίφ. (γυρνώντας στον φίλο του Νώντα που έχει έρθει για μεσημεριανό:) Χάλασε ο πίσος, ρε πούστη, και πρέπει να τον πάω για φτιάξιμο... Πρέπει να είναι η μάδερμπορντ.
(Νώντας, με έκπληξη μπροστά στον επικείμενο χρηματικό πέοντα:)
- Μάδερφάααακερ!!

(από Khan, 04/04/14)

Δες και μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεκοντρόλ (της τηλεόρασης συνήθως), όπως το αποκαλούν τα μπαρμπόιλ ή οι βλάχοι.

- Βάλε την ΕΡΤ2, που πήγε το κουμπιούτερ!
- ΝΕΤ λέγεται τα τελευταία 15 χρόνια, και είναι τηλεκοντρόλ! Μη μιλάς σαν παππούς. (προσέξτε, προφέρεται κΟΥμπιούτερ και όχι κομπιούτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την λέξη ιστοσελίδα κατά όσους:

α) Μπερδεύουν τον ιστό του διαδικτύου με το πανί ενός καραβιού,
β) Είναι αγράμματοι,
γ) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
δ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

«Μην στεναχωριέσαι! ιστΙοσελίδα την έχουνε πει και κάποιοι υποτίθεται πιό μορφωμένοι από σένα! (...) πολλοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κλπ Ανοιξε ΙΣΤΙΑ και πρόσεξε μόνο μην είσαι εντός ΙΣΤΟΥ αράχνης και μπλέξεις! ! :Ρ» (από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified