Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.
Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;
Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.
Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;
Got a better definition? Add it!
Μεταξύ φαντάρων έτσι αποκαλείται η 2η ΜΣΕΠ Ίσμαρος, κοντά στην Κομοτηνή, επειδή έχει καλές εξόδους και θεωρείται βυσματική.
Δεν τον χάλασε δέκα μέρες μέσα δέκα μέρες έξω στον Βύσμαρο...
Got a better definition? Add it!
Το μικρό παιδί στα θρακιώτικα. Προφέρεται «gzanj» (γκζάν').
Χρησιμοποιείται χαϊδευτικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο προς το μικρότερο. Πολλές φορές εκφράζει και ειρωνεία θέλοντας να δώσει μια αρνητική χροιά σε προσφώνηση σε νεαρά άτομα που σκέφτονται απερίσκεπτα.
Με μια δόση υπερβολής, συνώνυμα είναι το μαλακιστήρι, μικρό και ανόητο, και πολλά άλλα...
2. Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Got a better definition? Add it!
Είδος ημιάγριου χοίρου. Απαντάται στη Θράκη, στην ορεινή Χαλκιδική και αλλαχού. Εκτρέφεται σε αγέλες που βόσκουν σε δάση και αποτελεί γευστικό έδεσμα.
Σήμερα μπήκαν γρουτζέλια στην αυλή του Σχολείου.
Got a better definition? Add it!
Όρος που γεννήθηκε στα πλακόστρωτα της Κομοτηνής, όπου ο σχολιασμός των γυναικών είναι πρόσφορη ασχολία αναψυχής ανάμεσα στον αρσενικό πληθυσμό, δεδομένου του υπερβολικά μεγάλου υλικού προς συζήτηση και σύγκριση.
Η σύνθετη λέξη περιγράφει τον παραγοντίσκο φοιτητή Νομικής που κρατά στο μυαλό του αρχείο για όλες τις κοπέλες που περιφέρονται στον δακτύλιο Azzuro-Mocca-Theatro-Lobby-Ηχοδρόμιο και ξέρει τα πάντα για αυτές, ενώ σε μεγάλα φόρτε φιδεμπορίας, θα παρουσιάσει εκ παραδρομής και κάποιες περιπέτειες φορτωτικής με μερικές εξ αυτών. Τα συνθετικά του όρου αντανακλούν την άρρωστη εμμονή του να ασχολείται με την αρχειοθέτηση / συγκερασμό δεσποινίδων, αντί να διαβάζει Ατομικό Εργατικό καθώς και να φλομώνει την φραπεδοπαρέα με ιστορίες που κανείς δεν πιστεύει.
Νίκος: Ποια είναι η κωλάρα στο ποδήλατο;
Πάνος: Πού; Δεν βλέπω καν.
Άλεξ: Η Κατερίνα, από Σάμο, Κοινωνική Διοίκηση, χρωστά τέσσερα μαθήματα για το πτυχίο, συχνάζει Square, την πετυχαίνω κάθε πρωί να βγάζει το Ντάσχουντ της, ονόματι Λουκ, βόλτα, μένει πίσω από το Σπαθί και στο τελευταίο μπιτς πάρτυ φασωθήκαμε πίσω από την ανθισμένη την αμυγδαλιά.
Νίκος & Πάνος (με μια φωνή): Ίσα ρε καγκεμπήχτη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που φέρεται να είναι από τη Θράκη και σημαίνει κάποιον που θέλει να κάνει αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα, να τα έχει καλά με όλους και να βγαίνει κερδισμένος χωρίς κανένα κόστος, πράγμα όμως που δεν γίνεται, για αυτό και η έκφραση συχνά συμπληρώνεται από το "δεν γίνεται".
Εν προκειμένω, έχουμε τη χριστιανική αντίληψη, τουλάχιστον σε μια σχηματική λαϊκή εκδοχή της, ότι για να κερδίσει η ψυχή σου τον παράδεισο στην άλλη ζωή πρέπει να στερηθείς τις ηδονές αυτής της ζωής, δεν γίνεται να τα έχεις όλα. Γιατί αν και ο Χριστός δεν το είχε θέσει ακριβώς έτσι, υπάρχουν ωστόσο μερικές +ΕΥΛΟΓΗCON+ εκφράσεις του Ευαγγελίου, που πάνε σε αυτήν την κατεύθυνση, όπως "Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ" (Ματθ. 6,24), που μας έδωσε και την (οΘντκ) +ΧΡΙCTIANOCΛΑΝΓΚ+ έκφραση "υπηρέτης δύο αφεντάδων". (Και βεβαίως όλη η "Επί του Όρους Ομιλία" και η ιουδαιοχριστιανική λογική ότι ο Θεός (για να το επικαιροποιήσουμε λίγο) θα εξυψώσει τους άκυρους για να ακυρώσει τους φέϊμους και τα ρέστα παγωτά). Από την άλλη το Ευαγγέλιο λέει σε άλλη συνάφεια και το "ταῦτα ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι" (Ματθ. 3,28), οπότε ένα παραθυράκι όσο να πεις το αφήνει.
Υπάρχουν, λοιπόν, πολλές εκφράσεις που σημαίνουν το ίδιο τις οποίες αναπτύσσει ο Νίκος Σαραντάκος εδώ με εύφημο μνεία στο σλανγκρ. Λ.χ. και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, πατάει σε δύο βάρκες, θέλει την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, είναι και με τον Χριστό και με τον διάολο, το έχει δίπορτο, παίζει σε διπλό ταμπλό, και στον κλέφτη ψωμί, και στον χωροφύλακα χαμπέρι, δες στο άρθρο του Σαραντάκου για ανάλυσή τους.
Τα παραδείγματα που βλέπω στο γούγλη δεν έχουν να κάνουν τόσο με το προαιώνιο θεματάκι των Χριστιανών, είτε χριστιανοταλιμπάν είτε νεορθοδόξων είτε θεοφιλελέδων για το πώς θα κατορθώσουν να συνδυάσουν την επίτευξη του παραδείσου με μια πλούσια σεξουαλική ζωή, όσο με επικαιροποιήσεις, όπως λ.χ. το πώς θα μπορέσει μια χώρα να είναι και μέσα στο Ευρώ, αλλά και να είναι εθνικώς ανεξάρτητη και υπερήφανη, πώς μπορεί να είναι κανείς σήμερα με επιτυχία ναιμεναλλάς ισαποστασάκιας Κουβέλης (ή αυτοαναφορικώς σλανγκουβέλης), πώς να κάνεις χιπστερική σύμπτωση αντιθέτων (coincidentia oppositorum που λένε και στο χωριό μου) χωρίς να τρως κράξιμο, και γενικότερα πώς να κάνεις ποστιλάτα μιξ, ντεκαφεϊνέ, mash up, mesh, blends και δεν συμμαζεύεται χωρίς να χάσεις ούτε την ψυχή ούτε την ψωλή σου.
Got a better definition? Add it!
Το καμμένο υπόλειμμα. Σπανιότερα το απομεινάρι, το κατακάθι, το κουκούδι.
Διεκδικεί τη θέση του στο σλανγκρ, λόγω τοπικότητας του ιδιωματισμού για λόγους καταγραφής και μόνο. Δεν το ‘χω ακούσει πουθενά πλην της ιδιαίτερης πατρίδας μου (Γκάτζλαντ) και γίνεται πολλαπλή αναφορά σε Πασχαλινά τραπεζώματα κατά τα οποία συγγενείς συναγωνίζονται στις επιστημονικές γνώσεις τους για το ορθό ψήσιμο του οβελία, σπληνάντερου κλπ.
Ψάχνοντας την από νέτι προέλευση της λέξης, ο Κακάτσης είναι πατριδωνυμικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, ο καταγόμενος από το Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας (εδώ).
Ακόμα από νέτι: χάλα χάλα, Ποντιακός Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). (εδώ).
Βγάλτο συμπέθερε απ’ τη σούβλα, κατσίκι θα φάμε ή κακάτσι;
Κακάτσι το ‘κανες γυναίκα το φαΐ, άχρηστη σα τη μάνα σου κι εσύ.
Σταμάτα να βγάζεις κακάτσια απ’ τη μύτη σου, θα σου πέσει.
Got a better definition? Add it!
Το ξύλινο παραθυρόφυλλο, η περσίδα, το πέτασμα. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kanat που σημαίνει φτερό, φτερούγα. Το pencere kanat στα τούρκικα είναι το παραθυρόφυλλο του παντζουριού.
Αντιγράφοντας 2 ετυμολογίες από το el.wiktionary.org :
1 κανάτι < μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική (qanû: καλάμι) < σουμεριακή (gi.na)
2 κανάτι < τουρκική kanat < παλαιοτουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική **Kājnat*
Όχι τόσο συνηθισμένη, όμως χρησιμοποιείται η έκφραση στη Βόρειο Ελλάδα.
Πολύ σκοτείνιασε εδώ μέσα ρε παιδάκι μου, άνοιξε κάνα κανάτι να μπει λίγο φως.
Got a better definition? Add it!
Ξανθιώτικη λέξη, σημαίνει κοπάνα.
Κάνουμε κατσάκι να πάμε για καφέ;
Got a better definition? Add it!
Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.
- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;
Got a better definition? Add it!