Further tags

Σε αναφορά προς την Μεσσηνjία, είναι τα τρία κακά του κόσμου, δηλαδή: Μαφία, Μασονjία, Μεσσηνjία. Η έκφραση περιγράφει την συνήθεια των Μεσσηνjίων για μεσσηνjιακό παραγοντιλjίκι και lobbying.

- Καλά πώς πήρε το τριχίλιαρο χωρίς νά 'χει καεί το χωράφι του; - 3Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα Artisti Italiani δεν είναι ιταλική, όπως αφήνει να υπονοηθεί ο τίτλος της, αλλά από επιχειρηματίες που εκκινούνται από το χωριό «Γαργαλιάνοι» της Μεσσηνίας. Οπότε η έκφραση είναι για μαϊμούδες προϊόντα, με και καλούα ονόματα, που στην πραγματικότητα όμως είναι φάση Γαργάλατα.

- Αγόρασα ένα καταπληκτικό φόρεμα Γκούτσι...
- Ή Πούτσι και Artisti Gargaliani;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος σκωπτικός, καυστικός σαρκαστικός.

- Είσαι συ μια αγκαθίτσα, άπαπα...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, εκ του αγκαθιού ή, μάλλον, της αγκαθιάς (κάθε αγκαθωτό φυτό).

Από το υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 18.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γεράκι στην Πελοπόννησο, λόγω του ότι σκίζει τον αέρα με σβελτάδα και ταχύτητα. Κατά το γνωστό λεγόμενο γαμεί και δέρνει, ήτοι επιβάλλεται ως ο άρχων των αιθέρων.

- Για δες τον αερογάμη πώς φεύγει σφαίρα.
- Πού;
- Εκεί, βλέπεις; Κοντά στη μεγάλη βελανιδιά, απέναντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Πολύ μακρινό μέρος, που είναι τρελό τράβηγμα να πας.

Συνήθως, προς επίταση της απόστασης χρησιμοποιείται και ως «αλησμονιά του Θεού».

Πού μας έφερες εδώ χάμου στην αλησμονιά του Θεού;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή μεσσηνιακή ρήση που τη χρησιμοποιούμε όταν απαντάμε καταφατικά σε (προφανή και ενίοτε ειρωνική) ερώτηση - διαπίστωση του συνομιλητή μας.

Με αυτή τη φράση επιβεβαιώνουμε την ερώτηση - διαπίστωση χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για το αντίθετο, και ταυτόχρονα προσπερνάμε το ειρωνικό ύφος της ερώτησης απαντώντας σε ανάλογο τόνο.

  1. ...επιστρέφοντας ο Σταύρος από την εκκλησία το μεγάλο Σάββατο της Αναστάσεως, κουβαλώντας το χαρμόσυνο μήνυμα, περνάει και από το καφενείο του χωριού όπου τα «αλάνια» πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι.

    - Τι έγινε ρε Σταύρο; Αναστήθηκε;
    - Αλλά, τι έκανε κανέ μου;

  2. - Τι θα γίνει με σένα ρε ξάδερφε; Κάθε 3 μέρες είσαι ταξιδάκι στο εξωτερικό....
    - Τι να κάνω ρε ξάδερφε, ταξιδευω όσο μπορώ...
    - Ταξιδιώτη του μήνα θα σε κάνει η Aegean!
    - Αλλά, τι κάνω κανέ μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο χρησιμεύει για το ξεκάρφωμα, καθότι χου είναι αυτός που καρφώνεται, ή κάτι το οποίο σε καρφώνει. Απαντά και ως ξεχού.

- Καλά ρε μαλάκα, όλοι σκάνε σαν άθρωποι με το παλαιστινιακό στην πορεία και συ με την πασμίνα; Γελάει ο κόσμος.
- Για το αντιχού, φίλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαφάτισμα, το κουτούπωμα, το φίκι-φίκι, το απαύτωμα - για να αποφεύγουμε χυδαίες λέξεις όπως γαμήσι.

- Ήχησαν οι σειρήνες της αεράμυνας πάνω στο αποτέτοιωμα της αεροσυνοδού. Aeria interruptus που λένε και στο χωριό μου...

- Ο μπαρμπα-Κόναν αποτέτοιωνε την κυρα-περμαθούλα στο μαντρί, αλλά ο μπάρμπα-Μπρίλιος τους έκανε τσακωτούς με την τσουγκράνα. Pastoralis interruptus, που λένε και στο χωριό μου...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 30.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified