Ετυμολογείται από το τουρκικό matrak = ρόπαλο < αραβικό مطرقة (matrakah = ξυλόσφυρο). Δοκίμως είναι είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή. Μεταφορικώς σημαίνει το πέος.

Άρχισε να τη βαράει με τον ματρακά του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς το γίνομαι βάιραλ.

Οπότε ακούω τέτοια σκάνδαλα, κρατάω μικρό καλάθι. Προτιμώ να μείνω στην πολιτική κριτική και να μη βαιραλιαζω άκριτα. Αν επιβεβαιωθεί, βλέπουμε. Τώρα αν βγει κάνα σκάνδαλο πως τα ντολμαδάκια της Μαρίκας χαρίζουν τη αθανασία και τα κρατάνε για την πάρτη τους οι Μητσοτάκηδες σε μυστική απεθαντη στοά, να το συζητήσουμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιόκαυλη λέξη για τον φαλλό, το μεγάλο πέος. (Δες). Κυρίως σημαίνει: α) ουρά ζώου, β) χερούλι, γ) είδος βλαβερού εντόμου, δ) γλώσσα φωτιάς, ε) ράβδο, και μεταφορικώς τον φαλλό. Συνδέονται ετυμολογικώς οι λέξεις κερκίδα και Κερκόπορτα (=ουραία πίσω πόρτα).

κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος, ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι; (Ηρώδας, Μιμίαμβοι).

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τους οπαδούς του Free Palestine και άλλων απελευθερωτικών προταγμάτων.

Να πληρώσουν οι φρηφρήδες για την πτήση που τους έφερε από το Ισραήλ και όχι οι φορολογούμενοι!

Got a better definition? Add it!

Published

Σκληρή αργκό που διαχωρίζει τ’ αγόρια από τους μεγάλους άντρες, τα κοριτσόπουλα από τις ώριμες γυναίκες. Λέξη κλειδί για την ωρίμανση του ανθρώπινου είδους που πάντα με πόνο προχωρά, αλλάζει και καταλήγει.

Αποτελείται από το ώπα, επιφώνημα ενθουσιασμού, έκπληξης, ή να εκφράσει ότι κάτι γίνεται λάθος. Επίσης μπορεί να σημαίνει στην κλιτική, περίμενε, σταμάτα, ηρέμησε.

Στην δικιά μας περίπτωση, μαζί με το με το καταληκτικό -λάκια, το οποίο προσδίδει ένα χαριτωμένο, μαλακό και “απαλό” χαρακτήρα γίνεται ένα επιφώνημα ανακούφισης όταν κάποιος καταφέρνει να βρει μια βολική θέση/στάση για το ταλαιπωρημένο του σώμα του. Σώμα καταπονημένο από ασκήσεις, καταχρήσεις, προχωρημένη ηλικία, “πιασμένη” μέση κοκ.

Προφέρεται χαμηλόφωνα, με τραβηγμένο ωμέγα με μία μικρή παύση ανάμεσα στο ώπα και στο λάκια, το λάκια είναι ακόμα πιο χαμηλό σε τόνο και ένταση. Σαν μουσική που σβήνει.

Γαμήθηκε η μέση μου, κάτσε να ξαπλώσω, ώωπαλάκια

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικά η μαχαίρα του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα. Βρίσκεται στο Μουσείο Εγκληματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λεπίδα ο λήσταρχος είχε χαράξει: «Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων,ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου.Μαρτίου 1917» Λένε πως η “παρδάλα” σκότωσε πενηντατέσσερις ανθρώπους. Η λέξη χρησιμοποιείται απειλητικά, κυριολεκτικά ή μεταφορικά ή χάριν αστεϊσμού, προς εκφοβισμό.

-κάτσε φρόνιμα, μη βγάλω την παρδάλα.λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος του Άρη Πορτοσάλτε για την εγκατάσταση αντίσκηνου κοντά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη από τον απεργό πείνας Πάνο Ρούτσι, πατέρα θύματος στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών. Ο όρος χρησιμοποιείται για να στιγματίσει παρουσία ακτιβιστών σε δημόσιους χώρους. Κατά τον Νίκο Σαραντάκο, "η λέξη τσαντίρι είναι δάνειο από το τουρκικό çadιr, το οποίο με τη σειρά του παράγεται από το περσικό çādar/çādur, που σημαίνει αντίσκηνο αλλά και τέντα ή κουρτίνα. Ενδιαφέρον έχει ότι και το τσαντόρ, το φαρδύ ένδυμα που φορούν γυναίκες σε πολλές μουσουλμανικές χώρες, ετυμολογείται από την ίδια περσική λέξη". (Δες).

  1. Δεν πρέπει αυτόν τον χώρο να τον αφήσουμε να γίνει τσαντιροκατάσταση. (Άρης Πορτοσάλτε).
  2. Τι σημαίνει: Τσαντιροκατάσταση. Σύμφωνα με μια προβεβλημένη δημοσιογραφική μούρη που υμνολογεί επαγγελματικά την κυβέρνηση, το στέγαστρο που έστησε ο Πάνος Ρούτσι στο Σύνταγμα, για να προφυλαχθεί από τον ήλιο και να στεγάσει πρόχειρα τη λαχτάρα του για δικαιοσύνη και δικαίωση, απαιτώντας την εκταφή του παιδιού του, το φερέφωνο του Καθεστώτος το χαρακτήρισε «τσαντιροκατάσταση». «Γαρύφαλλο στ’ αυτί, στο στόμα το τσιγάρο / πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω», τραγουδούσε ο Μίμης Φωτόπουλος, στο «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» των Σακελλάριου/Χατζιδάκι, από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως «τσαντίρι», από το τουρκικό «çadır», είναι το πρόχειρο κατάλυμα με τέντα στηριγμένη σε μεταλλικούς ιστούς, η σκηνή, το αντίσκηνο, αλλά και το προχειροφτιαγμένο φτωχόσπιτο. Το τσαντίρι είναι ίσως η αρχαιότερη μορφή πρόχειρης κατοικίας, εύκολη στη μεταφορά και την εγκατάσταση, που παρείχε στους ανθρώπους προστασία από τις καιρικές συνθήκες.Σε σκηνές ζούσαν οι αυτόχθονες Αμερικανοί, σε τσαντίρια κατοικούσαν πολλοί νομαδικοί λαοί, όπως οι Ρομά που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο. Στην ταινία του Σακελλάριου, όπου ακούγεται το τραγούδι, το τσαντίρι εμμέσως πλην σαφώς παρουσιάζεται θετικά, καθώς είναι ο τόπος κατοικίας των εξιδανικευμένων Αθιγγανίδων που χορεύουν ξέγνοιαστα στην ελληνική ύπαιθρο στους ήχους της λατέρνας των Αυλωνίτη και Φωτόπουλου. «Πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω» αναρωτιέται ο Φωτόπουλος, κάνοντας τσαχπινιές με τις κοπελιές με τις κλαρωτές φούστες, τους κρίκους στ’ αυτιά και τα τσεμπέρια.Θετικό λοιπόν το πρόσημο του τσαντιριού στην ταινία, αλλά αρνητικό στην κοινωνία, καθώς «τσαντίρι» λέμε, μειωτικά, και κάθε κατάλυμα φτωχό, μικρό, βρόμικο, ή και τα τρία μαζί, φτιαγμένο πρόχειρα, εκ των ενόντων, με ό,τι έχει στη διάθεσή του ένας φτωχός άνθρωπος για να στεγαστούν προσωρινά αυτός και η οικογένειά του: μουσαμάδες, τενεκέδες, σανίδες, χαρτόκουτα, πλαστικά, ό,τι βρεθεί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ένα τσαντίρι δεν ισοδυναμεί ποτέ με ένα αντίσκηνο, που μπορεί να είναι και μεγάλο, ακριβό και πολυτελές, που στήνεται από ευκατάστατους, «κανονικούς» ανθρώπους στις διακοπές τους, στο κάμπινγκ, στον ειδικό χώρο για να στηθεί μια σκηνή.Αναλόγως, το υποδεέστερο, ταπεινό τσαντίρι έχει κι αυτό τον δικό του χώρο. Για παράδειγμα, οι καταυλισμοί των Ρομά, στα όρια των πόλεων, σε ανοιχτές αλάνες υποβαθμισμένων περιοχών, θεωρούνται ως κατάλληλοι χώροι για τα τσαντίρια, όπως και οι προσφυγικοί καταυλισμοί – μην ξεχνάμε πως οι πρώτοι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έμειναν στην αρχή σε άθλιες παράγκες και τσαντίρια. Και σίγουρα το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη δεν θεωρείται ο κατάλληλος χώρος για να στήσει κάποιος το τσαντίρι του. Σύμφωνα με μια προβεβλημένη δημοσιογραφική μούρη που υμνολογεί επαγγελματικά την κυβέρνηση, το στέγαστρο που έστησε ο Πάνος Ρούτσι στο Σύνταγμα για να προφυλαχθεί από τον ήλιο και να στεγάσει πρόχειρα τη λαχτάρα του για δικαιοσύνη και δικαίωση, απαιτώντας την εκταφή του παιδιού του, το φερέφωνο του Καθεστώτος το χαρακτήρισε «τσαντιροκατάσταση». Σύνθετος όρος, που συμπεριλαμβάνει τόσο την πρόχειρη στέγη όσο και την όλη κατάσταση συμπαράστασης στον Ρούτσι, από πολίτες που έρχονται όλες τις ώρες στο Σύνταγμα για να του πουν δυο κουβέντες και να σφίξουν το χέρι ενός πατέρα που μετά τον άδικο χαμό του γιου του δεν έχει τίποτα να χάσει και αγωνίζεται για το δίκιο και την ανθρωπιά, με το ύστατο όπλο που έχει, το σώμα του, που καταρρέει όσο περνούν οι μέρες. «Πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω» έλεγε το τραγούδι. Αν ήταν στο χέρι του εξαίρετου συναδέλφου, θα ερχόταν στο τσαντίρι του Ρούτσι για να τον πάρει από εκεί, αλλά με μπουλντόζα.(Εδώ).
  3. Αδιανόητη ασέβεια! «Τσαντίρι, κουρελαρία και σκουπιδαριό". Επανέλαβε, δηλαδή, την “τσαντιροκατάσταση” της μιντιακής “τσιρίδας” του ΣΚΑΙ, Α. Πορτοσάλτε.(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει πουτσαράς από το μπιτχάς. Συναντάται κυρίως ως επώνυμο.

Είναι μεγάλος μπιτχαβάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μεγάλο πέος. (Δες).

Με τρίτο πόδι βγήκε από το νοσοκομείο ο τριπόδαρος Τράμπαρος. (ΦΒ).

Got a better definition? Add it!

Published

Θρυλικό σλόγκαν από διαφήμιση του Afroso στις αρχές των ογδόνταζ. Ακούγαμε τη λέξη ''Afroso'' κάπως τραγουδιστά 3 φορές, μετά έβγαινε μια τύπισσα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα να πάρουν καθαρό αέρα τα πλεμόνια της, ανακοίνωνε με ενθουσιασμό: ''Ανάσανα!''

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ανακούφιση/γλιτωμό από κάτι ή ολοκλήρωση μιας κουραστικής δουλειάς/υποχρέωσης που διήρκησε πολύ.

-Πωωω, μας πέθανε αυτός... άνοιξε λίγο το παράθυρο να καθαρίσει ο αέρας! - Ααααχ, ανάσανα! - Επιτέλους τελείωσα αυτό το ρημάδι το Powerpoint, Αααααχ, ανάσαναΑνάσανα! (από kon011, 19/10/25)Ανάσανα! (από kon011, 19/10/25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified