«τσίπρας» είναι αυτός που, ενώ του έχουν εμπιστευτεί τις τύχες τους, είναι απολύτως ανίκανος να εκπληρώσει τους στόχους του σε όλα τα επίπεδα.

«τσίπρας» είναι ο ημιμαθής, εκπαιδευμένος κατά φαντασίαν διευθυντής, που ενώ πιστεύει ότι κάνει καλή δουλειά στην πραγματικότητα (στην αληθινή ζωή) παίζει με τα κακά του.

- Έμαθες ποιός είναι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για πρόεδρος των ΗΠΑ; - Ναι, ο Ντόναλντ Τράμπφ, νομίζω είναι τσίπρας όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καπνός που χρησιμοποιείται για τον αργιλέ, τουρκικής προέλευσης, συναντάται στη μάγκικη αργκό. Στους τεκέδες, το τουμπεκί το έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.

Όπως αναφέρουν πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, το καλύτερο τουμπεκί είναι αυτό της Περσίας.

-Πιάσε ένα αργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του "εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου" (με το "να"' ως προτρεπτική υποτακτική κι όχι σκέτη προστακτική γίνεται πιο ρυθμικό - έμμετρο), αλλά με την ευρύτερη έννοια., να μην κάμνεις πουστιές στον ευεργέτη σου - αφεντικού σου, που σου δίνει δουλειά ρε φτωχομπινέ ψωριάρη , να είσαι δούλος να δουλεύεις, να μην εργάζεσαι, για να μη σκέφτεσαι τα χάλια της μίζερης ζωούλας σου - τώρα το αν σου δίνει και λεφτά, αυτό είναι άλλο ζήτημα (πουστιές λέγοντας:να του κλέβεις από το ταμείο, να κρατάς πρακτικά με ψεύτικα στοιχεία της επιχείρησης με σκοπό την υπεξαίρεση, να του μαμάς τη γυναίκα, την γκόμενα) και να θέτεις την κεφαλή σου στον τορβά με το πίτερο και μια εσάνς βίβερε περικολοζαμέντε, αλλά για κουτοπονηριά προς ανάκτησιν χαμένου εγωισμού κι όχι εφαρμογή μεγαλεπιβόλου σχεδίου για ανάκτηση χαμένης αξιοπρέπειας (γι' αυτό και το υποκείμενο χέζει εκεί που τρώει και δεν κάνει κάτι άλλο, φέρ' ειπείν να ξύνεται ή να φταρνίζεται , βρε αδερφέ).Τα δύσοσμα αποτελέσματα πλήττουν αμφοτέρους, αλλά λειτουργούν εις βάρος - πάντα! - του δευτέρου, που λίγο του μένει από το να τα φάει κι όλας εκτός από το να τα κάνει, εφόσον όλα τα σημεία οδηγούν σ' αυτόν. Καλή όρεξη και καλό βόλι.

1.-Ουγκ!
- Είντα "ουγκ", μωρέ μαλάκα; Τη φτόνη σου, δεν κατέεις που τηνε θέτεις και που όι;Μη χέζεις εκεί που τρώεις, δεν είπαμενε;
- Ου γκαλά τα κάκαλά μου! Τη φτόνη μου εκάτεχα, τα λιολιά μου δε μπροφύλαξα...
- Όι καημοί σου, τσ' αγιάς σου οικογένειας τα μπαλοταρίσματα, κακοκαιρίσμενε και τα κατήσια σου καμώματα, ανέ δε σε φουρτουνιάσανε!
2.- Τί είναι αυτές οι κούτες; Γιατί το γραφείο του Τάκη είναι άδειο;
- Δε τά' μαθες; Τάκης γιοκ. Πάει πια, του ήρθε ραπόρτο να ξεκουβαλήσει μέχρι το μεσημέρι...
- Μα γιατί;
- Την παροιμία:"Μη χέζεις εκεί που τρως" την ξέρεις;Ε, εκείνος δεν την ήξερε και λίγο λίγο, μουλωχτά έφτιαχνε κομπόδεμα σε βάρος όλων μας... Μπαρούτι από χτες τ' αφεντικό που τ' ανακάλυψε! Οι συνδικαλιστές να δεις... Πάντως η κοινή γνώμη εδώ είναι διχασμένη...
έκφραση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη: αέρας+γαμιάς.

  • Ο οπαδός που προτάσσει το κωλοδάχτυλο επιδεικτικά σε αυτούς της αντίπαλης ομάδας.

-Κοίτα τα φλώρια μαγκιές που κάνουνε.
-Καλά, γνωστοί αερογαμιάδες οι βαζέλες από μακριά, από κοντά όμως, πάντα τις κότες..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βασικό δίπολο κατάφασης - άρνησης που το ένα αποκλείει το άλλο ως αληθινό σε μία πρόταση (δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο άκρα ταυτόχρονα, λόγω του διαζευκτικού "ή", που δίνει διαζύγιο στο μεν απ' το δε και απαλλάσσει το ένα από το άλλο. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το "ναι και όχι" τον καφετζηδων που το πρώτο αφορά στον καφέ και το δεύτερο στη ζάχαρη, όχι σημασιολογικά στο ίδιο αντικείμενο, αλλά συνολικά στο προϊόν του πόσιμου καφέ ως προς τη δοσολογία, λόγω του συμπλεκτικου "και").

Το "ναι ή ου" παραδόξως έχει επικρατήσει αν και το "ου" ήταν ένας από τους τρόπους με τον οποίο γινόταν η άρνηση στα αρχαία ελληνικά, αντί του "ναι ή όχι" που ακούγεται πιο σπάνια. Ας πούμε πρώτα για το "ου" γιατί έχει πιο πολύ ενδιαφέρον κι ύστερα μέσω αυτού καταλήγουμε στο "ναι".

Το "ου" κυμαίνεται σε κάτι μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας, μορίου και επιφωνήματος. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκφράζει μια αρνητική και έντονη συναισθηματικά κατάσταση, που κάνει το υποκείμενό της να αντιδρά με άμεση ενόχληση, άκομψα και βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ταυτόσημο με το επιφώνημα της αποδοκιμασίας που ακούγεται σε γήπεδα, ομιλίες κουλουπού, συνοδευόμενο και πολλές φορές από την αντίστοιχη χειρονομία (ο αντίχειρας κάτω - "να πεθάνει" στη ρωμαϊκή αρένα). Κατόπιν εξελίχθηκε και για λόγους ευφωνίας (αποφυγής της χασμωδιας) πριν από τα φωνήεντα απέκτησε ένα "κ" κι έγινε "ουκ".

"Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", "Πώς δ' ουκ;" (τέλος πρότασης).

Στα νέα ελληνικά επιβιώνει ως: "ούτε"(ου+τε(=και)=και όχι, και ου, ως συμπληρωματική άρνηση σε άρνηση που έχει προηγηθεί), "ουδέν" (αρχαϊσμός στο "ουδέν σχόλιον", "ουδέν πρόβλημα", αναλύεται σε ου+τε+hεν>ου+τ+hεν,ου+τhεν, ουθέν - στον Αριστοτέλη, ουδέν -τρεις λέξεις σε μία: όχι παίζουμε(!)= και όχι ένα, ούτε ένα, δηλαδή κανένα, εξ ου και το νεοελληνικό "δεν" που είναι απομεινάρι και συντίθεται από το τε+hεν και το αστείο είναι ότι σημαίνει "και εν" δηλαδή "κάτι", το αντίθετο του "τίποτα" ως άρνησης!)και φυσικά στο "όχι"(ουχί<ου+χι,οπου -χι= εμφατικό μόριο και ουχί= όχι βέβαια!, όπως "ναίχι"=ναι βέβαια, και βέβαια!, βλ. τα νεοελληνικά "ναίσκε","όσκες", όπου -σκε είναι το μόριο της έμφασης).

Υπήρχαν και άλλες αρνήσεις που χρησιμοποιούνταν στις λοιπές εγκλίσεις και στα ονοματικά περιβάλλοντα, όπως η "μη" και στα πιο αρχαϊκά χρόνια η παραλλαγή της φωνολογικά που κατέληξε αρνητικό πρόθημα, καθώς το α- ήταν τότε ακόμα καθαρά προσθετικό και επιτατικό κι όχι αρνητικό, η "νη" (νηπενθή<νη+πένθος(=έλλειψη πένθους), νήπιο<νη+έπος(=το έχον ελλειψη ομιλίας), νηνεμία<νη+άνεμος(=απουσία ανέμων)κ.λπ.)

Το ναι... Η ιστορία αυτού του βεβαιωτικού μορίου, που εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με μεγάλη ποικιλία, είναι μεγάλη. Ο στόχος του είναι να επιβεβαιώνει. Να επιβεβαιώνει μέσω της επίδειξης και να επαληθεύει στο δια ταύτα του λόγου το αληθές.

"Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω"

Ποια; Τα δάχτυλα που δείχνω στο φασκέλωμά μου. Και υπονοούν άλλα, γνωστά στους υβριστές της συνομιλίας και μόνο, αφού έχουν προηγηθεί. Προς Θεού και Τζίζας, αγαπητές κυρίες και κύριοι, μη μπερδεύετε το "να" το δεικτικό μ' αυτό της υποτακτικής στο "να μην στα χρωστάω" που προέρχεται από το μόριο "ίνα" που είναι τελικό μεν, συντελικό δε γιατί περιγράφει το σκοπό αυτού που ακολουθεί...

Οι αρχαίοι ημών όμως είχαν διαφορετική προφορά... Φτιάχνανε πολλούς κατιόντες διφθόγγους... Στα γ' ενικά της οριστικής (π.χ.:λέγει->legej), στις ονομαστικές των πληθυντικών (οι άνθρωποι->hoi anthropoj), και σ' αυτό το ίδιο το βεβαιωτικό μόριο, το "ναι" (naj), όπου το aj ως κατιούσα δίφθογγος (ως δύο φθόγγοι που ακούγονται στην ταχύτητα εκφοράς ενός απλού σχεδόν και όπου ο δεύτερος είναι ημίφωνο, ακούγεται σ'αυτήν την περίπτωση κάτι σαν "γι", αλλά επειδή είναι στο τέλος της λέξης εδώ με το "γ" σχεδόν αναιπαίσθητο) προφέρεται σα "βλάχικο" φωνήεν που γυρεύει να σβήσει γρήγορα από τη γρήγορη εκφορά των προφορών αυτών. Το "α" είναι ο πρώτος φθόγγος που συνοδεύει τον άνθρωπο σ' όλη του τη ζωή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και μεταφέρει θετικά μηνύματα στις γλώσσες των ενηλίκων. Συμβολίζει τον ήλιο και το φως. Την αρχή των πάντων. Και ποιος ξέρει; Ο αρχαίος μας πρόγονος, μπροστά στη γεμάτη ενέργεια και θετικότητα που εκπέμπει ο ήλιος, να θάμαξε κι αυτός την ομορφιά του κάνα αναφώνησε ένα ωραιότατο μέσα στο δέος "ΝΑΙ", δείχνοντάς τον και έτσι επιβεβαιώνοντάς τον. Με την ίδια ευκολία που θα βγάλει τα σώψυχά του μ'ενα οργιαστικό "α" κάθε φορά που θα θέλει να νιώσει την ωραιότητα και να την επικοινωνήσει στους παρευρισκόμενους, ή απλώς για να εκφράσει το συναίσθημά του και να ανακουφιστεί.

Η σλανγκιά της έκφρασης "ναι ή ου" έγκειται στην ειρωνική χροιά της. Είναι μια έκφραση που σπάνια θα ξεφύγει από το κλίμα οικειότητας και των ατόμων που κάνουμε χαβαλέ, άρα μας παίρνει και να ειρωνευτούμε, δε θα την πούμε σε κάποιον ανώτερο - ο ανώτερος στον κατώτερο όμως για μ' αρέσει ασκήσει πίεση είναι δυνατόν, αφού μιλά από θέση ισχύος και η ειρωνεία του ταιριάζει - και δε θα τη γράψουμε σε δόκιμο λόγο, δε θα τη δούμε σε κείμενο εκτός κι αν είναι ανεπίσημο, σενάριο, θεατρικό κουλουπού...

1.- Άσε μας, που θα μας βγάλει κι ο Μήτσος γλώσσα τώρα... Αυτού η μάνα του είχε βολέψει όλα τα Πετράλωνα... Παντού της κάνουν τεμενάδες, για να μην πω τίποτε χειρότερο...
- Μάκη, έτσι και συνεχίσεις να μη μετράς τα λόγια σου, θα σε κάνω εγώ να μετράς τα δόντια σου!(του ορμάει, τον αρπάζει απ'το γιακά και τονε στένει στον τοίχο) Λέγε ρε! (αγκωμαχεί ο Μάκης) Θα ξαναβρίσεις τη μάνα μου, ναι ή ου;(ως αποφώνηση σκηνικού προσβόλας, απειλειτικά. Καβγάς εν όψει αλλά όχι σίγουρα)
2. - Άσε με, ρε μλκ!
- Τί να σ'αφήσω ρε! Ολυμπιακός με Άντερλεχτ, έλα να το παίξουμε μονό! Πάμε καφενείο να δούμε τον αγώνα και στην πορεία τ'αλλάζουμε άμα δεν μας πάει...
- Όχου, δεν το βλέπεις εδώ πέρα που έχω δουλειά, διάβασμα, δεν έχω τελειώσει ακόμα... Χέσε με σου λέω...
- Έλα, για τελευταία φορά:Έρχεσαι ναι ή ου;
- Καλά, κουφός είσαι; Ουουου, ρε, ουουου, φύγε από δω χάμου! (αποφώνηση κι απάντηση να φύγει και ο ζόρες σε περίπτωση πίεσης:σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ξάδελφός μου επειδή τού'λεγα πιο πολλές φορές όχι,μού'λεγε "ναι ή ναι",ο σκασμένος!)

3.- Κοιτάξτε την παλιαδερφάρα... (στο κυλικείο του σχολείου ένας "μπούλης" ρίχνει το δίσκο από ένα παιδί) Είσαι άντρας, ναι ή ου; (πρόσκληση καυγά ως ρητορική ερώτηση που η απάντηση καλείται να δοθεί πυξ λαξ στα τσαμπουκαλίκια.Πιο πιθανό να πέσει ξύλο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ηλίθιο παιχνίδι συναναστροφής, παρόμοιο με την μπουκάλα, το οποίο παιζόταν κατά κόρον στα παιδικο-εφηβικά πάρτυ των Εβδομήνταζ κι έπειτα, αλλά οι παλιμπαιδίζοντες -καθότι εν απογνώσει- μεσόκοποι μπάκουροι όλων των φύλων το παίζουν ακόμα στις μέρες μας, όπως και την μπουκάλα...

Δεν είναι τόσο "διασκεδαστικό" όσο η μπουκάλα όμως, παίρνει πιο πολύ χρόνο κ δεν έχει το σασπένς της ρώσικης ρουλέτας... Τέλος πάντων από την παρέα όλοι κάνουν εκ περιτροπής την Πυθία, τουτέστιν ως Πυθία κάθονται σε μια καρέκλα με τα μάτια δεμένα για να μην βλέπουν αλλά μόνο να μαντεύουν την απάντηση του ηλίθιου ερωτήματος του κοινού: "Τι θα κάνει ο Κύριος στην Κυρία;"

Ο Κύριος και η Κυρία (κάθε φορά κι άλλοι, δηλ. ερώτημα και ζευγάρι) είναι επιλεγμένοι από τον βοηθό της Πυθίας (εδώ κάτι δεν θυμάμαι, όποιος ξέρει ας δώσει στοιχεία...) και ακολουθούν υποχρεωτικά τις συμβουλές της Μύστριας. Λέει λοιπόν η Πυθία, σε ύφος τρανς: "Θα τον φιλήσει στο στόμα με γλώσσα και με σάλιο" ή "η Κυρία θα δείξει τα βυζιά της στον Κύριο" και τέλος πάντων τέτοια. Ε και ο Κύριος και η Κυρία δεν έχουν άλλη επιλογή, κάνουν προς μεγάλη τους ευτυχία ή δυστυχία όσα επιτάσσει ο λόγος της Πυθίας.

Στην καλύτερη περίπτωση βγάζεις γκόμενο ή γκόμενα, ή ικανοποιείς τα απωθημένα σου (η Πυθία είναι μιλημένη συνήθως, όπως γινόταν σε όλα τα σοβαρά μαντεία) ή, αν σου κάνουν καζούρα επειδή ξέρουν πόσο σιχαίνεσαι τον Τάδε για έτερο ήμισυ, μένεις πχ με μια γεύση ανεπιθύμητου σάλιου για τα επόμενα 39862643713 χρόνια της ζωής σου.

Τέτοια πράγματα συνέβαιναν και συμβαίνουν. Και άλλα πολύ πιο εξτρήμ επίσης, αλλά αυτά σε επόμενο λήμμα.

  1. λάιβ παράδειγμα εδώ

  2. ΕΖΗΣΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ χορεύαμε μπλουζ στα πάρτυ, παίζαμε μπουκάλα και Πυθεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμένος τρόπος να χαρακτηρίσεις αυτόν-ή που συνεχώς "βγάζει γλώσσα", που αντιμιλάει, που έχει για όλα μια απάντηση ή έναν αντίλογο, που μιλάει πολύ και θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο και δεν αφήνει τίποτα "να πέσει κάτω".

Άλλες εκφράσεις: "έχει μια γλώσσα μεγαλύτερη απ το μπόι του", "είναι πνεύμα αντιλογίας", "η γλώσσα του πάει ροδάνι".

Έχεις γνωρίσει το γιο της Μαρίας? Τον μάλωσε να μην φάει γλυκά και της αντιγύρισε τέτοιον αντίλογο 3 χρονών παιδί, που πεθάναμε στα γέλια με το γλωσσάδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση όπου στη δουλειά σου δεν έχεις να κάνεις τίποτα και όλη μέρα τα ξύνεις και ματώνουν. Μόνιμη εικόνα σε εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και την πλειοψηφία των δημοσίων οργανισμών. Ο Διογένης αποτελεί το τοτέμ αυτής της κατάστασης. Έχει κολλήσει η πέτσα του στην καρέκλα.

- Συνάδελφε Αποστόλη πως πάει σήμερα η δουλειά?
- Εδώ μωρέ...ξυσιαμόλ.

- Άντζη με τι ασχολείσαι?
- Με το μόνιμο ξυσιαμόλ μου, έχω σαπίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρε τον πούστη τον μπαταξή έχει πέντε μήνες που με (πάοκ σε λέω) δάγκωσε το χιλιάρικο και ακόμη τον ψάχνω.

Με το συμπάθιο αλλά ο μπαταξής, ή αλλιώς το μπατάκι, δεν είναι ο τρακαδόρος. Είναι αυτός που από πεποίθηση δεν επιστρέφει τα χρωστούμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τα χωριά της Ξάνθης.

Αυτός που δεν το έχει το μουνί. αγάμητος. άσχετος με το καμάκι

- Πολύ τον θαυμάζω τον Πελοπίδα, έχει τον τρόπο του με τις γυναίκες.
- Ποιος; Ο Πελοπίδας; θα μας τρελάνεις; Αυτός είναι αμούνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified