Διαδικασία με την οποία παίρνεις λίμα χοντρή που λειαίνει τα νύχια στην επιφάνεια σαν να τα ξεσκονίζει και με το μπάφερ κάνεις την επιφάνεια όλη μεταξύ λίμας και σφουγγαριού. Από το αγγλικό buffer.

Στο ιδίωμα των γκραφιτάδων είναι όταν σβήνει κανείς μια ολόκληρη επιφάνεια με γκράφιτι και τα καταστρέφει.

  1. Το RICH+ μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί βοηθητικά στο μπαφάρισμα των ακρυλικών νυχιών. Είναι μια πλήρης θεραπεία ενυδάτωσης. (Εδώ).
  2. Τους μαλάκες να κάνουν μπαφάρισμα σε τέτοιο καλλιτέχνημα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος.

Στις Τζιτζιφιές, σ’ έναν παράλληλο δρομίσκο της Θησέως λίγο πριν φθάσουμε στη θάλασσα, έχει αράξει ο Πατούχας. Όχι αυτός του Κονδυλάκη, αλλά ο Μανόλης ο Πατούχας. Ασπρομάλλης, μουστακαλής, κρεατωμένος, θυμόσοφος, χωρατατζής, μαντιναδολόγος. Αλλά και πτυχιούχος του Μετσόβιου, κορυφαίος γνώστης του κρέατος και της τσικουδιάς, του κόκκινου κρασιού και του άγριου χόρτου. Κουβαρντάς, γλεντζές, δοτικός, αρχοντικός, στέρεος κρητικός. Κυβερνά το βασίλειο του τριγυρισμένος από γυναίκα, κόρες, γαμπρούς, εγγόνια και για προσωπικό μια ντουζίνα παλικάρια απ’ το νησί. Ο Μανόλης, όπως περνά ανάμεσα στα τραπέζια, μοιάζει να γνωρίζει προσωπικά όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες που διαβαίνουν στα σύνορα του. (Δημήτρης Καμπουράκης εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.

Απορώ πώς θα κάνει σεξ με αυτό το μαμούθ. Θα χρειάζεται ειδικό χωροταξικό σχεδιασμό.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι όρχεις, ιδίως οι μεταφορικώς πρησμένοι.

Μας τα έχουν κάνει μπαλόνια με τον Αλέν Ντελόν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος που μοιάζει σαν να έχει λάβει τη μορφή σφαίρας.

Μη τρως άλλο ρε! Μπαλόνι έχεις καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Το παράνομο βάψιμο γκράφιτι / street art που μπορεί να επιφέρει σύλληψη.

Στο συγκεκριμένο σημείο το βάψιμο είναι μπόμπα.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα χρήματα.

Έχει πολλή πρασινάδα. Για αυτό όλοι τον έχουν από κοντά.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γκομενάκι εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Παίζει κάνα καλό τσικ στο πάρτι;

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκομενίτσα από το αγγλικό chick (<chicken= κοτόπουλο).

Θα παίζει και κάνα τσικιό στην παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.

Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published