Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο.

Ονοματοποιία του σλανγιωτάτου Ανδρέα Εμπειρίκου.

- η Μιμή κρατούσα αβρώς τό πέοςτού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε την δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός»)

Ινσέψιο (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδεξιότητα στην αναζήτηση προσώπων, πραγμάτων, διαφόρων πληροφοριών βρε αδερφέ στα ίντερνετς. Συνήθως στο γκουγκλ ή μέσω φέισμπουκ.

Από το κουνγκ φου (κινεζιστί η επιδεξιότητα, κατά κανόνα σε σχέση με κάποια πολεμική τέχνη) και τον γούγλη.

- Καλά, Λουκία μου, που να στα λέω... Ανακάλυψα τελικά πως λένε τον σκύλο της νυν του πρώην μου/εκείνη την προσφορά για πεντακόσιες καπότες με γεύση τζατζίκι «Υφαντής»/το κομμωτήριο του Αλκινόου Ιωαννίδου!
- Έκτακτα, Φροσάκι μου, έκτακτα. Είσαι σωστή θεά! Δεν παίζεται το γκουγκλ φου σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόλακας, δουλοπρεπής, άνθρωπος χωρίς υπόσταση και χωρίς γνώμη που συμφωνεί με όλα τα παράλογα που του προτείνονται όταν διαισθάνεται πως υπάρχει κάποια υλική αμοιβή.

- Τι θερμοκρασία έχει;
- 38 C.
- Ξεπάγιασα ρε γαμώτο…
- Θέλεις να ανάψω το καλοριφέρ, φίλε, να ζεσταθούμε;
- Ασ' τα πουτσογλείφτικα, ρε μαλάκα, σκάει ο τζίτζικας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό αντίστοιχο του γκέϊ. Απλή εναλλακτική λέξη για τη λεσβία σε καιρούς πολιτικής ορθότητας.

Ποιός είδε γκέϊ με μουνί
και γκέϊσσα μ' αρχίδια;
Και αν κανείς διαφωνεί,
ποιά εννοεί υβρίδια;

Λεσβίες γκέισες στραπονιάζονται. (από Khan, 08/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος αξιωματούχου της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μάλλον υψηλής τοποθετήσεως. Κάτι σαν «παρακοιμώμενος» του αυτοκράτωρος και έχων το προνόμιο να σκουπίζει τον αυτοκρατορικό κώλο αν αυτός τύχαινε να ήταν χεσμένος.

Άγνωστο αν σκούπιζε και τον κώλο της αυτοκρατόρισσας ή απλά τον έγλειφε, αλλά οι υπηρεσίες του τύχαιναν υπέρμετρης εκτιμήσεως και οι αμοιβές του ήταν ανάλογες καθώς και η εξέλιξη της καριέρας του σαν κρατικού υπαλλήλου.

Υπήρχαν αρκετοί τέτοιοι υπάλληλοι στο Βυζάντιο, απασχολημένοι κυρίως στη Βλαχέρνα αλλά και σε άλλα «στρατηγικά» σημεία.

Το επάγγελμα αυτό έχει αλλάξει πολλά ονόματα με την πάροδο των αιώνων αλλά δεν άλλαξε ποτέ ιδιότητες, τα καθήκοντα και οι αμοιβές παραμένουν τα ίδια στις μέρες μας, απλά εμείς έχουμε πιο πολλούς αυτοκράτορες απ' όσους χρειαζόμαστε.

- Ρε συ, πώς τα καταφέρνει έτσι αυτός ο χαζός; Πολύ ανοδική η πορεία του!
- Αυτός ρε είναι ο πιο καλός σφουγγοκωλάριος της διοίκησης, για κορόιδο τον έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεραπευτικό συστατικό της ρακής.

- Να κεράσω ένα καραφάκι;
- Όχι ευχαριστώ, παίρνω αντιβίωση γιατί έχω κρυολόγημα.
- Μαλακίες, κατέβασε λίγη ρακομικήνη να στανιάρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιοχή του κεντρικού Λονδίνου όπου αφθονούν οι ψωλές (pricks).

- Where do you get your kicks nowadays;
- I go down Piccadilly Circus for that sort of thing… plenty of pricks to get my kicks!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας 1970 με αρχηγό τον γνωστό μετέπειτα σκυλά Χρήστο Κυριαζή. (Λέτε να κατάγεται από εκεί η μόδα προκάκι μαλλί της δεκαετίας του 90;)

Π**ΟΛΛΟΙ
**Ρ
ΟΚΑΔΕΣ ΟΜΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ

- Είμαι ροκάς, γουστάρω Πρόκες...
- Κι' εγώ επίσης, αλλά προτιμώ Procol Harum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Οδύσσεια» του Ομήρου κατά μία έννοια.

Όλοι οι βλάμηδες στην Τροία
μας εκλάσανε τα τρία,
Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
και σειρήνες και γοργόνες,
τα παλέψαμε στα ίσια,
μα δεν κάνουν μιά Οδύσσεια.

Στο φευγιό μου πήγα τσάρκα και στον Άδη,
για να δείξω ότι ο τολμών νικά,
της Οδύσσειας το μουνί ήταν πηγάδι,
ήταν Κίρκη, Καλυψώ και Ναυσικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας η κωλοτρυπίδα χάσκει σαν πηγάδι (φιλιατρό) από τους πολλούς πούτσους που έχει φάει.

- Πώς τη βρήκες την Όλγα;
- Από μπροστά νορμάλ, αλλά από πίσω τελείως φιλιατρόκωλη. Πηγάδι η γκόμενα, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified