Ο λειψός, αυτός που δεν επαρκεί ή υπολείπεται σε διαστάσεις. Πιθανώς αρβανίτικης προέλευσης.
Φέρε να βάλουμε ένα χαρτάκι κάτω από το πόδι του τραπεζιού, είναι λίγο τσούγκο.
Ο λειψός, αυτός που δεν επαρκεί ή υπολείπεται σε διαστάσεις. Πιθανώς αρβανίτικης προέλευσης.
Φέρε να βάλουμε ένα χαρτάκι κάτω από το πόδι του τραπεζιού, είναι λίγο τσούγκο.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για επικαιροποιημένη εκδοχή του όλα τα λεφτά, ρηλόντεντ για τους likeιστές του φουμπού και του ίνστανγκαμ.
Τι να τα κάνεις άλλωστε τα (κ)λεφτά, άμα δεν έχεις λάϊκ;
- Είδες το Λίλιαν με μπραζίλιαν στην Ίφκινθο; Υπερτούμπανο!
- Είναι όλα τα λάϊκ, έβαψα τοίχους!
Got a better definition? Add it!
Το μπάζο που καίει μαζούτ, σε ένα super pack υπερπροσφοράς 2 σε 1.
Και για όποιον δεν κατάλαβε: η βραδύπω ψαροκασέλα, η αργοκίνητη μπατάλω, η ανήκουσα στον Κώδικα ξανθιά, η ούτε-με-ξένο-πούτσο χαζομούνα, η τα-ζώα-μου-αργά χλαμούτσα.
Λολοπαίγνιο του εν Φραπέ αδελφός GATZMAN από το δουπού.
2.
ΡΕ ΜΟΥΝΟΣΚΥΛΟ ΑΝΤΕ ΓΑΜΑ ΚΑΝΑ ΠΟΥΤΣΟ ΝΑ ΣΤΑΝΙΑΡΕΙΣ! Η ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ! [...] ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΠΑΖΟΥΤ ΡΕ ΓΥΦΤΟ!! ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΜΠΤΟΣ ΘΑ ΕΙΣΑΙ!!ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας με περικεφαλαία, ο μπετόβλακας, ο πανίβλακας, ο έχων τον απάνω όροφο ακατοίκητο ή το ρετιρέ ξενοίκιαστο, αυτός που είναι τόσο αργός που και με τον εαυτό του να έτρεχε θα έβγαινε δεύτερος. Και για όποιον καίει μαζούτ, το μαζούτ είναι ένα φθηνό και ρυπογόνο καύσιμο που χρησιμοποιούν τα αργά και φορτωμένα με σκατά βαπόρια.
Βλ. επίσης: καίω κάρβουνο. Σ.ς. το «καίει ντήζελ» είναι έτερον κότερον.
1.
Ο αργοκίνητος μεγαλομέτοχος που καίει μαζούτ, αποφάσισε μετά από δυο τραγικούς αποκλεισμούς, να διώξει τον ανίκανο...
2.
ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ ΟΙ ΤΡΟΪΚΑΝΟΙ! ΚΑΙΝΕ ΟΜΩΣ ...ΜΑΖΟΥΤ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ !!!
3.
Μαζούτ καις, Φαίη;
4.
προεδρε,,,μαζουτ καις; δεν εισαι μονο ασχετος...εισαι και ΑΥΘΑΔΗΣ...
Got a better definition? Add it!
Καταναλωτής κριτσινιών με σουσάμι, κυρίως υπάλληλος του ΟΤΕ και μελετητής του σύμπαντος. Γεμίζει σουσάμι το γραφείο απο την υπερβολική κατανάλωση κριτσινιών.
- Χρήστο γέμισε σουσάμι το γραφείο σου πάλι.
- Άσε έφαγα 3 κιλά κριτσίνια σήμερα, έφταιγε η ευθυγράμμιση της Πανσελήνου με τον Δία.
Got a better definition? Add it!
Το υπερτούμπανο είναι το νέο θεόμουνο (ή ακόμα και θεόμουνο): το αψηλό, γυμνασμένο, γραμμωμένο κι έκφυλο ούμπερ-τούμπανο νέας κοπής. Κάνει και τα τρένα ακόμα να εκτροχιάζονται.
Εκφέρεται και για υπεργαμάτα αντικείμενα πόθου, π.χ. κωλοφτιαγμένες μηχανές.
1.
Αποκάλεσε την Φαίη Σκορδά «υπερτούμπανο»! Δείτε πως αντέδρασε η παρουσιάστρια!
2.
Το «υπερτούμπανο»! Η Nicolette Shea είναι νέα, κορμάρα, κούκλα (πωλείται και ως παιχνίδι – δείτε δεξιά στις φωτογραφίες), και με το θεϊκό ύψος της που ξεπερνάει το 1 μέτρο και 80 εκατοστά...
3.
«New Entry»...μελός μας, με νεο «υπερτούμπανο»...αξιοτιμο και γνωστο μελος του Βόρειου κλιμακίου εν Ελλαδι...αποφασισε να προχωρησει σε αγορα «βρωμόγκαζου ...ζούπερ/ντούπερ» μοτέρ .... εισαγωγη απο Γερμανια ... , με πάμπολλες παρουσίες σε πολλές πίστες, ......από πρώην αγωνιζόμενο που σταμάτησε να τρέχει λόγω ηλικίας !
4.
Υπερτουμπανο Νιντζα 250. Σιγουρα απο SS 600 εχει 2 δισοφρενα αν τα ειδες.... Το Ohlins πισω το ειδατε;; Και το ψαλιδακι - κοσμημα;
Got a better definition? Add it!
Στερέοτυπη ατάκα βάζελου σε οπαδό του αεκακίου, όταν ο τελευταίος αποκαλύπτεται.
Το μη χοίρον πρόβατον.
- Τι τάξη πάς;
- Τρίτη δημοτικού!
- Μπράβο! Και το ομάδα είσαι;
- ΑΕΚάρα!
- Δεν πειράζει, τουλάχιστον δεν είσαι Ολυμπιακός...
(επαναλαμβαλόμενος ad nauseam διάλογος φίλων, συγγενών, κ.ά.με το Βράσταμποϋ, βαρεθήκαμε και οι δύο να τον ακούμε)
Got a better definition? Add it!
Όταν φοράς τα ίδια ρούχα συνέχεια και δεν αλλάζεις, όπως ο γάιδαρος έχει πάντα το σαμάρι πάνω από το δέρμα του.
-Βγάλτο ρε Νίκο το μακό, τέταρτη μέρα! Πετσί και σαμάρι σου έγινε!
Got a better definition? Add it!
Κάτι που συμβαίνει που είναι τελείως αδιάφορο και το γράφουμε στα αρχίδια μας.
-Έμαθες, χώρισε η Μαρία από το Νίκο.
-Α γι' αυτό κάτι μου ψιθύριζε στα αρχίδια.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο μερικώς αποτριχωμένος ομοφυλόφιλος, αυτός λ.χ. που έχει κάνει κάποιο είδος αποτρίχωσης στην ηβική περιοχή, αλλά όχι σε όλο το σώμα του.
Εσύ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού, δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου, τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Άιντε και καλά να περάσεις. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).
Got a better definition? Add it!