Κρητικός ιδιωματισμός που σημαίνει μπορώ / δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η έννοια βεβαίως είναι: το (πχ) χέρι μου υπακούει / δεν υπακούει στις εντολές μου, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

Αναρτηθέν στο δουπού υπό Mafie (καλή της ώρα).

Εμείς σαν παιδιά γελούσαμε, όταν ακούγαμε ορισμένες κρητικές κουβέντες όπως το άλογο να το λένε «μπεγίρι» ή όταν ήθελαν να πουν «δεν μπορείς» λέγανε «δε σ' ακούει». Και γελούσαν και τα Κρητικόπουλα μαζί μας. Αλλού όμως κάποιοι επιτήδειοι «φώτιαζαν» τους ντόπιους, ότι αν δεν έρχονταν οι σκυλοπρόσφυγες, τις περιουσίες των Τούρκων που έφυγαν θα τις μοιράζονταν οι ντόπιοι, πράγμα που δεν ήταν αληθινό, γιατί δεν θα είχε γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε άσχημες καταστάσεις, που, φυσικά, με τον καιρό ξεπεράστηκαν.

Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά». Εκδ. Πολύτυπο, 2002.

[...] μανίζει με τα χέρια ντου, και το σπαθίν του ψέγει,
θωρώντας τσι λαβωματιές να γδικιωθή γυρεύγει΄
λέει: Θωρώ δεν έχω μπλιό ουδέ σπαθί ουδέ χέρα,
μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα,
απείτις κι ένας Κρητικός τόσ' ώρα με μαλώνει,
κι η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει.

Β. Κορνάρου Ερωτόκριτος, Β 1127-1132.

Καβαλλάω το ΚΑΤΑΝΑ και φεύγω...Με το ένα χέρι κρατάω αυτά που θένε να βγουν έξω...Κυττάω πίσω και βλέπω [...] τους άλλους να βγαίνουν απ' το μαγαζί...Ένας τους σταματάει και μου ρίχνει μια σφαίρα. Δεν ξέρει ότι δεν χρειάζεται... [...] Το ΚΑΤΑΝΑ μ' ακούει για λίγο...Μετά γίνεται βαρύ, του λέω να στρίψει και δεν στρίβει. [...]

Θόδωρος Σαραντόπουλος «300 τρόποι θανάτου». Εκδ. Υάκινθος, 1983.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μεγάλη ομάδα των εκφράσεων «τον παιρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» πρέπει να προστεθεί και η του λήμματος. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι λέγεται με την αντίθετη σημασία από ότι οι άλλες.

Εξηγούμαι: Ενώ το γκρουπ «τον παίρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» έχει μια χροιά υποτιμητική και χαρακτηρίζει παρτόλες και ξεκωλιασμένους, εδώ ο εκφέρων εκφράζει πόθο, θαυμασμό και μερικές φορές και μια πικρία για το ευκταίο αλλ' απραγματοποίητο.

Αξιοσημείωτη είναι η αλλαγή της υφής του οργάνου, που πέραν της απώλειας σκλήρυνσης λόγω ποιοτικής και παρατεταμένης ικανοποίησης, αποκτά και μια άλλη ποιότητα, καθότι άλλο μπαμπακερός κι άλλο βελούδινος.

Σημαντικό ρόλο παίζουν στην ακριβή αποτύπωση του συναισθήματος, τα συμφραζόμενα, η έκφραση του προσώπου, η ηλικία, ο τονισμός ή μη κάποιων λέξεων κλπ, όλα αυτά που μπορούν ακόμα και μια αθώα έκφραση να την σλανγκοποιήσουν και το ανάποδο.

  1. Παρέλαση παστακοειδών ψωλέτων σε πρωινάδικο για επίδειξη μαγιώ.
    - Η. Πώς σου φαίνεται εκείνο το πουά; Θα μου πηγαίνει;
    - O. Ωραίο είναι... πολύ ωραίο... όλα ωραία είναι... (πνιγμένος λυγμός- μέσα απ τα δόντια- Όχι πάνω σου! Σε 'τούτες που τον παίρνουν πέτσινο και στον δίνουν βελουδένιο μάλιστα!)

  2. - Μαλάκα, μού κατσε χτές μιά, τί να λέμε τώρα!!
    - Καλή, μαλάκα, έλεγε;
    - Tί έλεγε, παραμιλούσε!!! Ένα σου λέω, μου τον πήρε πέτσινο αποβραδίς και το πρωί μου τον έδωσε βελουδένιο (ακολουθεί περιγραφή καταστάσεων, φάσεων κλπ σκηνικών, επιπέδου προεκλογικών υποσχέσεων ή έστω επιστροφής κυνηγών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση πλήρους αδιαφορίας για άτομο ή κατάσταση. Εμφανίζεται στο λόγο μαζί με το ρήμα γράφωη ή και αυτόνομα με το ρήμα να υπονοείται. Σχηματίστηκε κατ' επίταση φράσεων όπως στην πούτσα μου/στον πούτσο μου (σε γράφω) κτλ. Η λέξη καραπουτσακλάρα που χαρακτηρίζει την εν λόγω φράση είναι σύνθετη. Τα συστατικά της είναι τα εξής: Α) το τουρκικό -Kara=μαύρος, το οποίο οποίο χρησιμοποιείται ως πρόθυμα είτε σε λέξεις με αρνητικό-υβριστικό χαρακτήρα (πχ καραπουτανάρα), είτε ως απλό δηλωτικό του χρώματος (πχ καραγκιόζης=μαυρομάτης). Ακόμη, αποτελεί σύνηθες πρόθυμα επωνύμων (πχ. Καραναστάσης). Β) τη λέξη πούτσα=λαικά το ανδρικό γεννητικό όργανο(αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανώς από το σλαβικό butsa). Γ) τη λέξη κλάρα=το μεγάλο κλαδί, η οποία χρησιμοποιείται συνεκδοχικά και κατ' επίταση (του μεγέθους) για το ανδρικό γεννητικό όργανο λόγω της εξωτερικής ομοιότητας των χαρακτηριστικών (μάκρος, διάμετρος).

-Χέστηκα για το τι έχεις να μου πεις μωρή καργιόλα. Η παραμύθα τέλος. Όσο για το τι θα κάνεις από 'δω και πέρα, όυτε που με νοιάζει. Στην καραπουτσακλάρα μου!
-Λέγε εσύ, λέγε.. στην καραπουτσακλάρα μου σε γράφω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπουγιόζικος, -η, -ο

Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.

Assist: Άννα <3.

Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη εξελληνισμένη εκδοχή της σέλφι (άκα αυτοφωτογραφίας).

Η σέλφικη υπονοεί το ουσιαστικό «φωτογραφία» και ως added bonus έχει και πληθυντικό (σέλφικες ή, για τους ναζί τση γραμματικής, σελφικές).

1.
Το άκουσα κι ως σέλφικες φωτό.

2.
- Ελάτε, παιδιά, μαζευτείτε προς τα εδώ, να βγάλουμε σέλφικες.
- Στη νεανική αργκό. Γιατί σε πιο λόγιες διατυπώσεις θα λέμε μια σελφική, μερικές σελφικές.

3.
Αυτή η δεύτερη, πάντως, μάλλον σαν υποβοηθούμενη σέλφικια μοιάζει. Δεν παρουσιάζει τη γνωστή παραμόρφωση των σέλφικων. Άγνωστο γιατί είναι συνοφρυωμένη η Όλγα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά κατά την οποία τονίζεται η ιδίοτητα του μεγέθους: Εικονική διόγκωση των όρχεων στο μέγεθος πλανητικού σώματος, η οποία προβάλλεται ως αποτέλεσμα αδιάλειπτης επανάληψης κάποιας λεκτικής (κυρίως) ή άλλης συμπεριφοράς από τρίτους.

Ρε μαλάκα, ειλικρινά τώρα, θα κόψεις να λες τις ίδιες και τις ίδιες παπαριές;; Αμάν σήμερα! Μου 'χεις κάνει τ' αρχίδια πλανήτες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει τις προσδοκίες.

Αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που σχεδιάζεις, αυτό που πιστεύεις, αυτό που σου λέω, αυτό που νομίζεις ότι κατάλαβες... δεν είναι αρκετό.
Αύξησε τα όρια, τις επιλογές, τα ενδεχόμενα, για να χωρέσει η αλήθεια στη θεωρία!

Σχετικά με την θρυλούμενη προέλευση της φράσης, παραθέτω το παρακάτω μικρό απόσπασμα από τη Γκέμμα του σπουδαίου δάσκαλου Λιαντίνη...

«...στη γλώσσα του εργαστηρίου και των αποδείξεων, ο καρπός αυτής της εθνικής σχιζοφρένειας είναι ότι στη μονή Δαφνίου, που χτίστηκε στη στάχτη του δαφναίου Απόλλωνα, οι έλληνες χτίσανε σήμερα ένα τρελοκομείο. Όταν, κοντά στους 1890 χρόνους οι μηχανικοί του Δρομοκαΐτη, υλοποιώντας τη διαθήκη του, άρχισαν να μετρούν, για να χαράξουν το τοπογραφικό των κτιρίων, ένας έλληνας ξωμάχος έσπερνε απέναντι με το ζευγάρι του στάρι. Καθώς είδε το νταβαντούρι που γινότανε, έβαλε χωνί τα χέρια του και ρώτησε:
-Πατριώτεες! Τι πολεμάτε εδεπά;
-Μετράμε, κουμπάρε, του απάντησαν. Μετράμε, να χτίσουμε ένα τρελάδικο για τους έλληνες.
-Όι, σύντεκνε. Τότε τράβα κορδέλα! Όλοι μια μέρα εκεί μέσα θα πάμε...»

Τις προάλλες, στον Σκλαβενίτη, χάζευα τα ψάρια στο ψαράδικο... Σολωμός Νορβηγίας, τσιπούρες ιχθυοτροφείου, γαρίδες Σενεγάλης, μπακαλιάρος Ισλανδίας και τράβα κορδέλα... Τι διάολο ρε πούστη, στο Αιγαίο μόνο κουράδες κολυμπάνε;

Σκέφτομαι καμιά φορά πόσα μεταπτυχιακά σχετικά με management, διοίκηση και δεν συμμαζεύεται έχουν κάνει οι Έλληνες... Πόσοι απόφοιτοι από σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων, Marketing, Διαχείριση Ανθρωπίνων Πόρων και τράβα κορδέλα... Πού θα δουλέψουν όλοι αυτοί; Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουφρούζης, -α

Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.

Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Swag σημαίνει SEX WEED ALCOHOL GIRLS και όχι κάτι παρόμοιο.

Όπως τα αγοράκια που ντύνονται ποζέρικα, με καπέλα γυρισμένα και τέτοια, υποτίθεται να προσεγγίσουν τα κορίτσια που λέγαμε πριν λίγο.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαράδεκτος, ανακριβής και ρατσιστικός προσδιορισμός για τους ομιλούντες το σλαβικό ιδίωμα κάτοικους της Μακεδονίας.

Νεζνάμηδες συναντούσαμε στην αυγή του περασμένου αιώνα στα χωριά της Κοστούρ-Καστοριάς, Λερίν-Φλώρινας, Αλμωπίας (Καρατζόβας)-Μογλενών, Μοριχόβου, Γενιτζέ (Γιαννιτσά), Κουκούς-Κιλκίς, Σρς-Σέρρες και αλλαχού.

Έτσι τους ονόμασαν οι Παλιοελλαδίτες και Κρητικοί Μακεδονομάχοι, επειδή στις ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλλαν, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι απαντούσαν σταθερά νε ζναμ, δηλαδή «δεν γνωρίζω». Βεβαίως, η μπάλα πήρε και τους ελληνόφρονες σλαβόφωνους (Γραικομάνους κατά τους Βουλγάρους) αφού πολύ συχνά τα καλόπαιδα από την Κρήτη δεν ασχολούνταν να τους ξεχωρίσουν και περνούσαν από την κάμα (μάχαιρα) τους εξίσου εχθρούς και φίλους (π.χ. ο Ματωμένος Γάμος της Ζέλενιτς).

Η Ελληνική γλώσσα με όλη την περιπλοκότητα που μεταφέρει (πτώσεις, κλίσεις, εγκλίσεις, τόνοι και πνεύματα και άλλα χαοτικά) είναι εύκολο ν' απολεσθεί και να αντικατασταθεί από την εύκολη και απλοϊκή σλαβική (π.χ. μπόρα, σβάρνα, γράνα και λοιπό λεξιλόγιο που σχετίζεται με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες). Επομένως, δεν πρέπει να καταλογίζουμε μειωμένο εθνικό φρόνημα στους σλαβόφωνους Έλληνες του Βορρά.

Σήμερα δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστοι αφού σχεδόν όλοι είτε εκπατρίστηκαν σε Βουλγαρία-Σκόπια, είτε μετανάστευσαν σε Αμερικές και Αυστραλίες, είτε επέστρεψαν στην Ελληνική γλώσσα.

Είμαι ντόπιος «νεζνάμης», όπως μας αποκαλούν οι των άλλων φυλών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified