Το λεπόν, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες δαγκωνιάρηδων:

Με επιμελή εκπαίδευση και κοινωνικοποίηση, είναι εφικτό να μετριαστεί η δαγκωνιάρικη φύση ρατσώνε σκύλωνε με γενετική προδιάθεση (βλ. Πιτ Μπουλ, Τσιουάουα, Τσόου-Τσόου κ.ά.). Αντιθέτως, όσο κι αν χτυπιούνται χίλιοι κασιδιάρηδες, είναι σχεδόν αδύνατο να μεταμορφώσεις ένα Μπίγκλ ή ένα Γκόλντεν Ριτρίβερ δαγκωνιάρικες μηχανές. Το αυτό ισχύει και δια τα πετούμενα: οι παπαγάλοι Αμαζονίου είναι από την φύση τους πιο τζωραίοι από ένα εκ γενετής χουχουλιάρικο Κοκατού.

Τα πιράνχας, οι κορκόδειλοι και τα γατιά απλά δεν εκπαιδεύονται.

1.
Δειλά – δειλά, με τη δειλία σκουληκαντέρας, σκάνε ανύποπτα αγγελίες που ζητούν “δημοσιογράφους με… κεφάλαιο”! Πλαφόν τα 1000 ευρώ. Τα οποία, όπως (σου) εξηγούν, σου επιστρέφονται όταν το περιοδικό, το site, το εφημεριδάκι τοίχου κάνει… απόσβεση, αλλά εσύ σε κάθε περίπτωση θεωρείσαι “συνεργάτης”.(...) Κι όσο κι αν «δαγκώνει» η απόγνωση, στη γωνία υπάρχουν, πιο «δαγκωνιάρηδες», με “κορυφαία” sites που προσφέρουν προοπτικές μόνιμης απασχόλησης….

2.
Ο Μένιος ο γαιδαράκος που φιλοξενείται και αυτός εκεί !! Μπορεί να είναι δαγκωνιάρης αλλά είναι ένας γλύκας δεν συμφωνείται ;

3.
Δαγκωνιάρης σκύλος και μωρό... Λοιπόν ήρθε η ώρα να σας γράψω τον πόνο μου. όπως ανέφερα και στις συστάσεις, ο Ιβάν μας είναι «ηλικιωμένος» τσόου, τον έχουμε από μωρό...πριν 7 μήνες γεννήθηκε η κορούλα μας, οπότε τώρα έχουμε 2 μωρά - 1 δίποδο και ένα τετράποδο (...) ... τι θα γίνει όταν αρχίσει το μωρό να μπουσουλάει / περπατάει; scr: δε μπορούμε να τον έχουμε συνεχώς απομονωμένο, δεν έχουμε κήπο :-| ποιός μας εγγυάται ότι δε θα κάνει καμία κίνηση που ο σκύλος θα την εκλάβει ως απειλή;... ούτε που να σκεφτώ τη συνέχεια..

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν έχει αρκετή ή και καθόλου σχέση με αυτό στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής.

Χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά, για ανθρώπους που ενώ παρουσιάζονται ως σχετικοί, ή έστω προσπαθούν να είναι, παραμένουν καταβάση άσχετοι και αναρμόδιοι.

Ακόμη: ασχετοσχετικός.

  1. Όλοι είμαστε σχετικοάσχετοι για τον απλούστατο λόγο ότι η τεχνολογία τρέχει και εξελλίσσεται καθημερινά με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε κάθε μέρα μπροστά σε κάτι καινούριο το οποίο για να το κατανοήσουμε πρέπει να αντλήσουμε πληροφορίες γι' αυτό. (από εδώ)

  2. τι σημασία έχει πόσοι ήταν οι νεκροί του Πολυτεχνείου (και τι λένε διάφοροι σχετικοάσχετοι γι’ αυτό) ή πόσο μαζική ήταν για να τιμούμε την επέτειο ως λαϊκή εξέγερση και ως ΤΗΝ κορυφαία πράξη αντίστασης ενάντια στην χούντα; (από εδώ)

  3. Βασικά θα περιοριστώ στις αποδόσεις του Ladbrokes γιατί δεν μπορώ να χάνομαι σε ερασιτεχνικές συζητήσεις σχετικοάσχετων σχετικά με το ποια ομάδα παίζεται και ποια όχι. Αυτά είναι μαλακιές. Και πέρυσι η Ρέντινγκ ήταν φαβορί και πήγε γαμώντας αλλά με τις αποδόσεις που την χαρακτήριζαν τι να την κάνω. (από εδώ)

  4. Παρακαλούνται οι σχετικοάσχετοι πανηγυρίζοντες σχολιαστές να γνωρίζουν ότι το πρόβλημα της Ιρλανδίας ήταν ότι η ΕΕ ανάγκασε το δημόσιο να φορτωθεί όλα τα χρέη των τραπεζών της ,όταν έσκασε η φούσκα, οπότε αναγκάστηκε να κάνει περικοπές για να μπορέσει να πληρώσει τα χρέη τους. (από εδώ)

  5. Διότι κύριοι συνάδελφοι ΔΕΝ είμαστε καλοί επιχειρηματίες και δε θα μπορούσαμε να είμαστε ο καθένας μόνος του. Κι όσοι το πιστεύουν αυτό έχουν αλλάξει γνώμη (θέλω να ελπίζω) τα τελευταία δύο χρόνια όταν ισχυρότατα φαρμακεία πλέον στενάζουν από γεμάτα ράφια με προϊόντα και άδεια ταμεία. Οι ίδιοι που τους δημιούργησαν το πρόβλημα (πωλητές και product manager εταιριών, σεμιναριομάνατζερ, κάθε λογής “πετυχημένοι” σχετικοάσχετοι) τώρα τους υποδεικνύουν τη λύση: για να τα πουλήσουν πρέπει να αυξήσουν τη χρονική πρόσβαση. Το ότι με παραπλανητικές τεχνικές τους τα έχουν φορτώσει μειώνοντας τη ρευστότητά τους οι ίδιοι που τώρα τους παραδίδουν μαθήματα αναδελφοσύνης το έχουν καταλάβει; (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής, παραπλήσιος, που άπτεται μεν του θέματος αλλά σε δευτερεύοντα βαθμό, σχετικός μεν αλλά μάλλον επιφανειακά ή συνειρμικά ή και από διαφορετική οπτική γωνία.

Σε κουβέντα, χρησιμοποιείται συνήθως στο ουδέτερο, για να εισαγάγει σχετικοάσχετη πληροφορία (παρ. 2).

Ψιλοσχετικό, ψιλοάσχετο. Ακόμη: ασχετοσχετικός.

  1. Σε χορτοφαγική ομάδα στο φέισμπουκ:
    Να πούμε και κάτι σχετικοάσχετο με την ομάδα, αν δεις ότι τρως κρέας στον ύπνο σου, ξέρετε τι σημαίνει; ... Όπως μου έλεγε πάντα η μητέρα μου, δεν είναι καλό όνειρο, σημαίνει στεναχώρια. Όσες φορές το είδα, μου βγήκε, τυχαίο; Καλό βράδυ.. (από εδώ)

  2. Σε νήμα με τίτλο «Anime»:
    Σχετικοάσχετο, αλλά ίσως το θέμα θα μπορούσε να γίνει γενικά «Anime & Manga»; Εγώ τουλάχιστον, πολλές φορές προτιμώ τα manga κάποιων σειρών, ειδικά σε περιπτώσεις που η σκηνοθεσία και τα animation studios κατακρεουργούν τις μεταφορές (από εδώ)

  3. H Sony κάνει καλές κινήσεις σε tablet και smarts τελευταία. Φαίνεται ότι προσπαθεί. Μερικές σχετικοάσχετες παρατηρήσεις.. Αυτά τα αντικείμενα χάνουν πολύ γρήγορα τη χρηματική αξία τους, λίγο πολύ όλοι το γνωρίζουμε και δεν περιμένουμε να πάρουμε τα λεφτά μας πίσω. Τα προϊόντα της apple χάνουν αξία με σχετικά αργότερο ρυθμό. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων που αποκαλούνται τοιουτοτρόπως:

Α' μεγάλη κατηγορία
1.
πρεζάκιας - Συνώνυμα: (...) 8. φιξάκιας / ξάκιας (από το φιξάκι = ένεση, ποδανιστί ξάκιφι)

Β' μεγάλη κατηγορία
2. Αν βάλετε έναν άπειρο ποδηλάτη με το καλύτερο τούμπανο δισκοφρενάτο ποδήλατο κι ένα τυπάκι της Bondex να κάνουνε μια κοντρίτσα στην Αθήνα της μεσημεριανές ώρες της κίνησης, θεωρώ πως περισσότερο ασφαλής (και γρηγορος) θα είναι ο φιξάκιας

3.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Γ' κάπως μικρότερη κατηγορία
4.
κανονικά έπρεπε να είμαι επίτιμος καλεσμένος που έμαθα στους ΦΙΞάδες να φτιάχνουν μπύρα...αλλά εντάξει, είμαι υπεράνω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).

Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.

Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.

  1. Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.

  2. Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.

  3. Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρά ζαλάδα, αίσθηση αδυναμίας.

χαημάρα < χαημός < χαμός (χάνομαι)

- Αισθάνομαι μια χαημάρα σήμερα, δεν ξέρω τι φταίει. - Κάτσε στη καρέκλα λίγο να μη πέσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.

Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.

  1. Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)

  2. Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)

  3. Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτερεύον φορτίο (μικρό), συνήθως φαγητό, μικροπράγματα κ.λ.π., που μετέφεραν οι αγρότες με τα υποζύγια (γομάρια) μαζί με το κυρίως φορτίο, που ήταν φορτωμένο στις δύο πλευρές του ζώου. Το μισογόμι ήταν στον χώρο του σαμαριού ανάμεσα στο κύριο φορτίο στην πλάτη του ζώου. Μισογόμι ταξίδευαν και τα νήπια όταν δεν είχαν άνθρωπο να τα αφήσουν και τα έπαιρναν οι γονείς τους στα χωράφια όλη την ημέρα, σαν ολοήμερο νηπιαγωγείο ας πούμε.

Μεταφορικά λέγεται για κάποιον που βολεύεται και την βγάζει εκμεταλλευόμενος την προσπάθεια και φροντίδα άλλων, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια ή φροντίδα ο ίδιος, κατ' αναλογία των μικροφορτίων που μεταφέρονται με το κυρίως φορτίο, αφού ούτως ή άλλως το δρομολόγιο εκτελείται.

- Ρε φίλε, αυτός ο γείτονας όλη την ημέρα τεμπελιάζει, πώς ζεί;
- Την βγάζει μισογόμι στο σπίτι του αδελφού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς το παρεμπιπτόντως είναι πολύ πομπώδες και κάπως καθαρευουσιάνικο για να το πει ή να το γράψει κανείς σε ένα ανεπίσημο, χαλαρό, μαγκίτικο πλαίσιο, αν δεν ακολουθήσει κανείς την συνήθεια που ακολουθείται στο σλανγκρ να το λέμε παρεμπίπταμπλυ, τότε θα κάνει αυτό που κάνουν οι περισσότεροι και θα το πει παρεμπιφτού. Αλλιώς θα γράψει απλά btw ή βτς.

1. Παρεμπιφτού, είχε καταδικαστεί και για πλαστογραφία.

2. Παρεμπιφτού, οι μεγάλοι τόμοι έχουν και το εξής έτερο μειονέκτημα: πας να τους διαβάσεις στο τραπέζι του καφέ, και δεν στέκονται ανοιγμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικότυπος, πρόκειται για την στρουμπουλή και ελαφρώς παχουλή γυναίκα, όπου όμως ισχύει μέχρι κάποιο βαθμό το «τα πάχη μου, τα κάλλη μου», καθώς βγάζει κάτι το χυμώδες, το σεξουλιάρικο, το μητρικό, μια ζουισάνς όπου ο έρωτας περνάει από το στομάχι.

Βγάζει κάτι σε νεολωξάντρα, σε νεοσιξτίλα, σε μπεμπέκα. Νταξ στους ανορεξικούς καιρούς που ζούμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αρκετά αρνητικά ή κατ' ευφημισμόν για να μην πούμε ότι η κοπέλα είναι τόφαλος, ή έστω έχει λίγα κιλά παραπάνω από ό,τι θα θέλαμε σύμφωνα με τα μοδέρνα, φευ, γούστα μας. (Παρεπιφτού, μία λύση για την ζουμπουρλού είναι να το παίξει ειρωνική ζουμπουρλού, emoζουμπουρλού, ζουμπουρλογκοθού κ.ο.κ.)

  1. Την Ελένη Μενεγάκη την αφήσαμε ζουμπουρλού και παχουλούλα στα τελευταία μπάνια του καλοκαιριού και την βρήκαμε φιτ και αδύνατη στην πρεμιέρα της εκπομπής της. (Μενεγάκη, Λίλη: Πώς έχασαν κιλά;)

2. Ξεχάστε τις δίαιτες στον ύπνο σας και πιάστε τα κοψίδια. Όσο πιο στρογγυλή, παχουλή και ζουμπουρλού γίνεστε τόσο πιο καλό το όνειρο, όλα καλά, όλα τέλεια. (μην μπερδευτείτε και εφαρμόσετε τις οδηγίες στον ξύπνιο σας θα απογοητευτείτε και δε φέρουμε καμία ευθύνη).

  1. Σε βλέπω μου χαμογελάς και με κοιτάς με νάζι
    μετά το παίζεις γκόμενα και τάχα δε σε νοιάζει
    μακρυμαλλούσα ζουμπουρλού με τα γεμάτα στήθη
    το βλέμμα σου το αδιάφορο εμένα δε με πείθει

Το ξέρω πως κι εσύ ζητάς, μάτια μου, απεγνωσμένα
να δεις το νόημα της ζωής με πόδια ανοιγμένα
και το κορμί το ζουμερό θέλει χαρές να κάνει
με πλάτη –εκεί– στο δάπεδο και φάτσα στο ταβάνι. (Στιχάκιας στιχώνει εδώ)

4. Σε είδα: Αιόλου. Κοκκινομάλλα, σε έχω τύχει πολλές φορές να κυκλοφορείς πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, κοντούλα και ζουμπουρλού. Δεν θυμάμαι μόνο ποια ήταν η τελευταία φορά που σε είδα. Ένας ψηλός με γένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified