Ο πληροφοριοδότης, ο χαφιές, ο ρουφιάνος.

Από το ιταλικό sbirro που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Συνώνυμο: χαφ ρουφ.

Όπως με πληροφόρησε ο σμπίρος μου, κανείς στο Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ δεν επιθυμεί έλεγχο των παραστατικών, γιατί έχουν πολλά να κρύψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χιώτικα οι στάμνες (γι' αυτό το έβαλα εδώ, ίσως από κεί και τα μεγάλα βυζιά).

Μπούρμπουλας και μπουρμπούλι - η στάμνα, με ένα ή δύο χέρια, εκείνη που το καλοκαίρι «ίδρωνε» και δρόσιζε το νερό, με τάπα ένα λεμόνι (αθηναϊστί - κανάτι Αιγινήτικο)

(Σε παλιό πανηγύρι)
- Μαμάά, θέλω μπουρμπουλάκι... (στα Αρμόλια της Χίου, χωριό που φτιάχνουν διάφορα πήλινα σκεύη, έφτιαχναν και πήλινα σταμνάκια με γλωττίδα κοντά στο στόμιο εκροής έτσι ώστε να γίνονται σφυριχτράκια και όταν είχε νερό έκαναν ένα ήχο σαν πουλάκι- must των πανηγυριών).
- Καλά, φάε τώρα το παστέλι σου (άλλο must των χιακών πανηγυριών) και θα σου πάρω. Κανόνισε να το παντρέψεις (= να το σπάσεις) πριν φτάσει σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την κλασσική φιγούρα χωριατο-αγρότη που ψάχνεται διαρκώς για μια τρύπα να χωθεί (της γίδας δεν πιάνεται). Κατεβαίνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα (28η, Χριστούγεννα, Πάσχα, 25η κ.α.) στο κεφαλοχώρι της περιοχής και εμφανίζεται στο «κλαμπ» με γυαλισμένο σκαρπίνι (που από την βρώμα δεν φαίνεται ότι είναι γυαλισμένο), στενό τζιν, πουκάμισο και αμάνικο μπουφάν.Τ ο μαλλί του είναι πάντα λιγδιασμένο και μυρίζει σαν τα χόντος σέντερ από το πολύ πατσουλί που έχει βάλει. Όταν ανοίξει το στόμα του απλά δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις γιατί επικεντρώνεσαι στα σάπια δόντια και κοντεύεις να λιποθυμήσεις από την τυρίλα της αναπνοής.

Επίσης,γίνεται λιάρδα και ανεβαίνει στα τραπέζια υπό τους ήχους μάκης δημάκη ή οποιαδήποτε άλλου καλλιτέχνη του θυμίζει την βλαχοσύνη του (με την κακή έννοια). Θεωρεί πως με αυτή την κίνησή του θα είναι πιο αποτελεσματικό το νυφομάζωμα (προσέλκυση τρακτερογκόμενας).

Φίλε κατέβηκα με την γκόμενα 28η να πιούμε ένα ποτάκι στο gala και τι να δω; Είχανε σκάσει κάτι τρακτερόγαμπροι... γάμησέ τα. Τα Navara παρέλαση έκαναν απέξω.

(από Khan, 22/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στους κύκλους των καγκουροδεινόσαυρων καθώς και των αυστραλοπίθηκων με μορφή ανθρώπου. Συνήθως αντικαθιστά το ρήμα γαμάω-ώ.

  1. H DaP CacC BiBaeI rIIiiIIiIIiIIiii!DAPARA <3<3<3

  2. ΠΩΩΩωωωΩω λόστρε λακαμά το καινούριο μπουρί που έχωσα στο glx πραγματικά μπιμπάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος γενικά, χρησιμοποιείται όμως κυρίως αντί του χανγκόβερ.

Εκ του αγγλικού headache.

  1. Πω, τι χέντακας είναι αυτός!

  2. - Μέρα, τι λέει;
    - Τι να λέει, έχω ένα χέντακα, λες και με χτύπησε τρένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον Μπάμπη δεν τον τσέκαρα είναι η αλήθεια, πάντως ο Τριαντά δεν τόχει, αν και μάλλον καθομιλουμένη ήτουνε παρά σλανγκ (άντε επαγγελματική το πολύ-πολύ). Οπότε βρίσκω ευκαιρία να το χώσω εδεπά, κι όποιος έχει αντίρρηση να μου τηλεγραφήσει.

Τριατατικός το λεπόν εκαλείτο ο υπάλληλος του προπολεμικού Υπουργείου Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων, Τηλεφώνων και Ζήμενς. (Αχαριστία [ρε πστ](http://www.slang.gr/definition/5640-re-pst), τζάμπα τα χώσανε τα φράγκα οι τεντέσκοι, τους κόψανε το Ζ απ' τη μαρκίζα. Από την άλλη, πώς θα τους λέγανε αλλιώς τους τριατατικούς, Τα Τρελά Τα Ζουζουνάκια; Ε, είχανε κι οι δικοί μας ένα δίκιο...).

  1. Έλαβε το απολυτήριο του Γυμνασίου και στη συνέχεια εργάστηκε ως υπάλληλος τηλεγραφητής (τριατατικός) στο Υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων (Τ.Τ.Τ.) [...] με το Λαϊκό Κόμμα [...] προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων [...] επανεξελέγη για τέταρτη και τελευταία φορά, πάντα με την ΕΡΕ [...] Άτιμη τηλεφωνία, άλλους τους ανεβάζεις

  2. [...]Μ. Ρέντζος, τριατατικός, μέλος της Επιτροπής, γραμματέας της νομαρχιακής Επιτροπής ΕΑΜ Πρέβεζας (εκτελέστηκε ξυλοκοπούμενος και συρόμενος στα πεζοδρόμια της Πρέβεζας) [...]
    κι άλλους τους κατεβάζεις.

    • Τριατατικοί λέγονταν τα μέλη του σωματείου Τηλεγραφητών, Τηλεφωνητών, Ταχυδρομικών, μέλος του οποίου ήταν ο Χ. Φλωράκης, τηλεγραφητής ήταν η δουλειά του μέχρι που βγήκε στο βουνό. Ως τηλεγραφητής πρωτογνώρισε μέσα από τις πάμπολλες μεταθέσεις του απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. Αιμοσταγής κομμουνιστοσυμμορίτης τριατατικός εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμοσλανγκοπροθήμα βλαχο- προσδίδει σε σχεδόν οποιαδήποτε λέξη μια ουρδεσάνς χυδαίου και νεοπλουτίστικου. Σιγουράκι. Στα πλαίσια αυτά, βλαχοφιλελέδες αποκαλούνται τα πρηξαρχίδια που παπαγαλίζουν καμαρωτά χυδαίες φιλελέ ή νεοφιλελέ κασέτες, συχνά χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε.

Το εν λόγω μπινελίκι εξαπολύεται, inter alia:

Πάσα από το δουπού και πρώτο μήδι: ΜηΧεΣω.

1.Οι μόνες επιχειρήσεις που όταν κλείνουν συγκινούν τους βλαχοφιλελέδες είναι αυτές του ΚΚΕ Βλ.

2.ΠΟΙΟΣ ΠΟΥΣΤΗΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΕΜΑΘΕ ΤΟ TWITTER ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΦΙΛΕΛΕ; ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟ FB; (Φωνακλάς, εδώ.)

3.αμα αρχίσουν οι βλαχοφιλελε τις ντοπιολαλιες γαμα τα Βλ.

4.Crash-test κλασικών φιλελέδων vs. βλαχοφιλελέδων: συγκρίνατε την αισθητική των μετεκλογικών δηλώσεων Στέφανου Μάνου και Θάνου Τζήμερου:

«Ελπίζω οι δυνάμεις που αναδείχθηκαν να μπορέσουν να συνεργαστούν να φτιαχτεί μια κυβέρνηση για να κυβερνηθεί η χώρα. Με τις δυνάμεις που διαθέτουμε θα βοηθήσουμε, γιατί κινδυνεύει να διαλυθεί ο τόπος» (Στ. Μάνος)

«...αναγνωρίζω πως είμαι προδότης, προδότης, προδότης (μπορείτε να το συνεχίσετε εσαεί), δοσίλογος, γερμανοτσολιάς, σκουλήκι που έκλεψε την ψήφο σας για δικό του όφελος, αλήτης, χαμερπής, κάθαρμα, μικροτσούτσουνη κομπλεξάρα (...) Εν τω μεταξύ, όλοι εσείς που πέσατε να κατασπαράξετε με λύσσα το πρώτο κόμμα που έγινε από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, επειδή δεν τα έκανε όλα ακριβώς όπως τα είχατε στο μυαλό σας, να χαίρεστε την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού που προέκυψε με την ψήφο σας ή με την αποχή σας.» (Θ. Τζήμερος)

@πορδοσάλτε (από σφυρίζων, 22/11/13) Το πέρασμα του Νίκου Ορφανού από τον ρόλο του Κίτσου στη βουλευτική έδρα με το φιλελέφτ Ποτάμι συνιστά μία κομβική στιγμή για τον ελληνικό βλαχοφιλελευθερισμό. (από Khan, 15/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πλακάδων, μπισκότο λέγεται η τοποθέτηση των πλακακιών στην γωνία που εξέχει, έτσι ώστε το ένα να έρχεται στην ευθεία του τοίχου και το άλλο να επικαλύπτει την μικρή έδρα του πρώτου.

Αντίθετα όταν και τα δύο είναι κομμένα λοξά (φάλτσα) συναντώνται οι ακμές σχηματίζοντας ακμή με τις σμαλτωμένες επιφάνειες. Τότε το λένε φάλτσο.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε τεχνικής:

  • φάλτσο:+ Καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα καθώς δεν φαίνεται η μικρή και ασμάλτωτη πλευρά των πλακακιών που έχει άλλο χρώμα (συνήθως κεραμιδί).- Φασαριόζικο και χρονοβόρο κόψιμο για να κοπούν όλα με το σωστό φάλτσο για να ταιριάζουν μεταξύ τους, με πιο πολλές πιθανές απώλειες. Με το παραμικρό μικροχτύπημα η γωνιά από τις σμαλτωμένες επιφάνειες σπάζει και κάνει κοχίτσες γιατί είναι πολύ λεπτή και σκληρή.
  • μπισκότο:+ Μεγαλύτερη αντοχή σε χτυπήματα γιατί το πλακάκι διατηρεί όλο το πάχος του, ευκολότερο-γρογορότερο κόψιμο.- Φαίνεται η ασμάλτωτη πλευρά. (Αυτό μειώνεται κάπως διαλέγοντας από ποια μεριά θα μπει ώστε να φαίνεται λιγότερο.)

- Τις γωνιές πώς τις θες; Φάλτσο ή μπισκότο;
- Δηλαδή;
- (Εξηγεί με τα χέρια και δύο πλακάκια.)
- Φάλτσο δεν είναι πιο όμορφο;
- Αφού θα βάλεις ντουλάπι και δε θα φαίνεται, δεν το κάνουμε μπισκότο να μη σπάει κιόλας (να ξεμπερδεύω τσακ μπαμ με τα κωλοντούβαρό σου, αφού δε θα μου βαλεις και ΙΚΑ τσίπη, καραγκιόζη).
- Εντάξει μπισκότο, αλλά την άβαφτη από τη μέσα μεριά να μη φαίνεται (άντε να τελειώνουμε που βάζεις δέκα πλακάκια τη μέρα και παίρνεις το μεροκάματο με τον καφέ, το τσιγάρο και το κινητό).

Πάνω μπισκότο - κάτω φάλτσο (από dryhammer, 21/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified