Το εντατικό και μεθοδικό γλύψιμο αιδοίου ή πρωκτού, σε εναλλασσόμενες κινήσεις πάνω-κάτω / δεξιά-αριστερά.

Συνοδεύεται από κίνηση του χεριού σε στυλ Καράτε Κιντ.

Εναλλακτικά, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως πινέλο.

- Ρε 'συ κοίτα ένα μουνί... Του έγλυφες την κωλοτρυπίδα;
- Φίλε το σπατουλάριζα...

(από fighting_falcon, 04/11/13)(από fighting_falcon, 04/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευστοχία σε κατακόρυφη τοποθέτηση αντικειμένου μέσα σε άλλο ή σε θήκη, τρύπα, χωρίς επαφή με τα τοιχώματα.

  1. Σηκώνει που λες την παλέτα με το γερανό και την πάει ο πούστης κουφέτο. (Είχε μόνο μια θέση ελεύθερη η καρότσα κι αυτή στη μέση)

  2. Έβαλε το καλάθι κουφέτο. (Ούτε ταμπλό ούτε καν στεφάνι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλώ κάποιον, γίνομαι πιεστικός, του πρήζω τ' αρχίδια / τον μπούτσο.

Έλα ρε αυτέ να π'μ', μη μου ζαλίζεις τη μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάτραχος στα αρβανίτικα.

Άκου πώς φωνάζει ο μπακακάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά. Μπακ είναι η κοιλιά στα αρβανίτικα.

Άμα τρως θα φτιάξεις μπάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράχνη (στα αρβανίτικα).

Πρόσεχε, γιατί θα σε φάει η μαρμάγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάλι είναι το άλογο στα αρβανίτικα. Καλικότσια: όταν πας καβάλα στην πλάτη του ζώου (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι), στη Μεσσηνία. Μεταφορικά λέγεται και όταν ανεβαίνει παιδάκι στην πλάτη του πατέρα του.

  1. Πήγα μια ώρα δρόμο καλικότσια.

  2. Τον πήρε ο πατέρας του καλικότσια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified