Αυτός που οδηγά μηχανάκι χαμηλού κυβισμού (κάτω των 125 κυβικών), ιδιαίτερα αν η ηλικία του ξεπερνά τον μισό αιώνα. Το μηχανάκι ενός κλανοπώλη είναι εφοδιασμένο συνήθως με παλιομοδίτικο καλαθάκι και η εξάτμιση έχει ήχο σαν από κομπρεσέρ.

Δες αυτόν ρε πού πάει. Κλανοπώλης και τόλμησε να βγει και στη λεωφόρο.

Δες και -πώλης, -πωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλέμπα έχουμε θέσει τον ορισμό του τεμπελοβρομιάρη που όπου βρει φιδιάζει.

Τέρμα πλέμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.

- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.

(από bright, 24/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά παχύσαρκος, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για κάποιον ο οποίος είναι υπέρβαρος, πολύ χοντρός, με άλλα λόγια ζυγίζει όσο και ένα βυτιοφόρο μεταφορικά.

  1. - Πωωωω... Ρε, κοίτα αυτή που περνάει... Τρώει δυο αρνιά στην καθισιά της!!!
    - Ναι ρε... Πού πάει το βυτιοφόρο... Θα σπάσει το πεζοδρόμιο!!

  2. - Κοίτα ρε φίλε ένα χοντρό που θέλει και τέτοια γκόμενα...
    - Ναι ρε, δίκιο έχεις... Μα καλά, στραβή είναι; Πού το πάει το βυτιοφόρο;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του καραγκιόζη, ο τριμάλακας.

- Γιωργάκης ή Μπένυ;
- Τριμάλακας ή μεγαγκιόζης ε; Ιδού η απορία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο αρκαδικό ιδίωμα είναι η κοπριά ζώου, ο μικρός σωρός από ακαθαρσίες (δες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά-υβριστικά.

Πάσα (Δ.Π.): Επίκουρος.

  1. Ρε συ τι γκουβουνα ειναι αυτη μεσα στη λεκανη :o ;Ποιος την εκανε ;Ειναι ανθρωπινη :D ;Αυτος που την εκανε πως περπαταγε μετα ;Πηγε κατω με το καζανακι ; 'Η φωναξανε την ομαδα των ειδικων καταστροφων για να την εξολοθρευσει ; Περιμενω με αγωνια τις απαντησεις σου !! (Εδώ).

  2. Τα υπόλοιπα δεν ασχολούμαι, είναι σαχλαμάρες του γκουβούνα μαθητή σκατάλαβα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μόντεμ στο δίκτυο του αστειάτορα.

Κυριολεκτικά μαντέμι είναι ο χυτοσίδηρος, κράμα σιδήρου με άνθρακα.

Τράβα ένα ρισέτ στο μαντέμι και είσαι ΟΚ.

(από Kilerakias, 22/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρούσα φράση έχει τις ρίζες της στην επαρχία. Αναφέρεται σε μία κατάσταση πάρα πολύ έντονη, στην οποία θα συμβεί ένα γεγονός σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Ήδη με την κυριολεκτική της σημασία, η φράση εκφράζει κάτι πολύ ριζοσπαστικό και ασυνήθιστα σοκαριστικό. Έτσι και με τη μεταφορική της χρήση και σημασία, ο χρήστης υπερτονίζει κάτι το οποίο θα συμβεί σε ασυνήθιστα υπερβολικά μεγάλο βαθμό.

Συνώνυμη έκφραση: «θα γίνει της πουτάνας».

Στο αυριανό μάτς θα γαμήσει τ' άλογο τη μάνα του! Γαύροι και Βάζελοι μάζι, φαντάσου τι έχει να γίνει..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επουστήθιος, (φίλος συνήθως), είναι ένα λογοπαίγνιο, αφού προκύπτει από την τροποποίηση της λέξης επιστήθιος, προσδίδοντας την εντελώς αντίθετη σημασία. Ο επουστήθιος, είναι ο άσπονδος φίλος, ο διπρόσωπος, εκείνος που προσποιείται την φιλία, ενώ μαχαιρώνει τον άλλο πισώπλατα. Χαρακτηριστική έκφραση: «μου 'παιξε πουστιά». Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ ανδρών και συνοδεύεται από ειρωνικό τόνο. Συντίθενται από τις λέξεις: πούστης, φίλος (στην προκειμένη πούστης είναι ο διπρόσωπος).

Ωραίος φίλος είσαι μαλάκα... επουστήθιος με τα όλα σου. Μόλις είδες το γκομενάκι που γουστάρω, αμέσως να της την πέσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακομουνόδουλος είναι μία σύνθετη λέξη, η οποία αποτελείται από τις επιμέρους: μαλάκας, μουνί, δούλος.

Σημασιολογικά αναφερόμαστε σε κάποιον ως μαλακομουνόδουλο, όταν τρέχει πίσω από κάποια γυναίκα λόγω σεξουαλικής στέρησης, η οποία όμως τον εμπαίζει διαρκώς, υποτιμώντας τον και μειώνοντας την αξιοπρέπειά του, χωρίς εκείνος να αντιδρά σε τίποτα από τα παραπάνω. Δηλαδή υποτάσσεται σε κάθε μορφή υποτίμησης από ανάγκη για σεξουαλική δραστηριότητα.

Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ πολύ στενών φίλων ως συμβουλή, ότι δηλαδή κάποια γυναίκα κάνει ό,τι θέλει τον άντρα, ή πολύ προσβλητικά, ως βρισιά, προς μείωση του ανδρισμού κάποιου.

Ρε μαλακομουνόδουλε, αφού η γκόμενα σε έχει στο περίμενε, τι κάθεσαι και περιμένεις; Χέσ' την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified