Η κρέπα, αλμυρή ή γλυκιά.

- Πείνασα ρε μεγάλε...
- Τι λες, χτυπάμε κανα κρεπίδι;

(από bright, 16/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται έτσι υβριστικά η ομάδα του Ολυμπιακού, μέλη και οπαδοί της, λόγω του σήματος της ομάδας που είναι ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος. Οι αντίπαλοι θεωρούν αυτό το σήμα υπερβολικά γκέι για να το αφήσουν ασχολίαστο, και έτσι σύμφωνα με το υβριστικό παρατσούκλι της ομάδας gayρος, τρέπεται και το δαφνοστεφανωμένος σε δαφνοτσιμπουκωμένος.

  1. Η μόνη ομάδα που έχει μαφιόζικο και οργανωμένο σύστημα που ελέγχει επαγγελματικά τη διαιτησία είναι ο δαφνοτσιμπουκωμένος έφηβος. (Εδώ).

  2. Ante gamisu kai esi kai o dafnotsimpukomenos sou. Pou eine o sindesmos sou stin thessaloniki eipes; Ante geia. (Εδώ).

Ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος (από Khan, 16/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Υβριστικά το μέλος ή οπαδός της ομάδας του Ολυμπιακού, εκ των Ολυμπιακός και λαγός, με την σημασία ότι κάποιος ως αδύναμος και λαγουδόκαρδος τρέχει να αποφύγει μια αναμέτρηση. Η βρισιά λαγός χρησιμοποιείτο από τους ίδιους τους οπαδούς του Ολυμπιακού εναντίον των οπαδών του Παναθηναϊκού, πλέον όμως στρέφεται και εναντίον τους.

  1. «Πανάθα μου σε αγαπώ, γαμώ τον ολυμπιλαγό!» (Σύνθημα οπαδών Παναθηναϊκού).

  2. Το ότι δεν γάμησα σήμερα, δεν σημαίνει πως δεν γαμιέται ο Ολυμπιλαγός (Εδώ).

  3. ημαρτον!!! παραπονα για την διαιτησια εξεφρασε ο ολυμπιλαγος. (Εδώ)

(από Khan, 16/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά που συνδυάζει σε μια σύνθετη λέξη δύο από τα τρία συστατικά στοιχεία του απόλυτου τριπτύχου πούστης, πρεζάκι και δεξιός ή αριστερός (ανάλογα με τα γούστα), βλ. και είμαι πούστης και πρεζάκιας. Η βρισιά δεν χρειάζεται να κυριολεκτεί, σημασία έχει περισσότερο η αναφορά στην διπλή jouissance του πούστη και του πρεζάκια, και λιγότερο αν ο αντίπαλός μας πράγματι έχει ένα ή και τα δύο από τα στοιχεία αυτά.

  1. Καμαρωστε τον πρεζοπουστα..... Αυτο εδω το πραγμα οι διαιτητες ΔΕΝ το τιμωρησαν με ντισκαλιφιε..... Απιστευτο; (Εδώ).

  2. Μολόγα ρε αλήτη, μην αρχίσουν οι φάπες, ΛΕΓΕ ΡΕ ΠΡΕΖΟΠΟΥΣΤΑ ΓΙΔΙ.. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά με την οποία κατηγορείται κάποιος ως σπορά του διαβόλου. Έχει το πλεονέκτημα ως βρισιά ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μιας ολόκληρης οικογένειας ή εναντίον απογόνων ενός σημαίνοντος αντιπάλου.

  1. ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΩΡΑ!!ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΟΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣΠΟΡΕΣ ΣΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΑΥΡΙΑΝΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ. (Εδώ).

  2. ΣΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΚΡΕΜΑΣΜΑ Η ΔΙΑΒΟΛΟΣΠΟΡΑ ΤΟΥ (Εδώ)

Από έργο του 15ου αιώνα. (από Khan, 06/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.

- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό επιφώνημα για να πάρεις τον λόγο και να σολάρεις σε κάποιο βήμα (συνήθως κομματικό, συνδικαλιστικό ή φοιτητικό).

Για πλήρες εφέ εκφέρεται βαριά και μόρτικα.

1.
♪♫ Κι όλοι φωνάξαν Μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε!
και πέρασε η πρόταση του παμψηφεί
μα ένας γέρος ποντικός τους λέει Δικαίωμα!
και θέτει την εξής ερώτηση

Άμα μου λύσετε αυτή την απορία
τότε δε θά’χω αντίρρηση καμιά
Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά ♪♫

  1. Δικαίωμα. Ίσως όλα αυτά που έγραψες να εκφράζουν την - εν πολλοίς ασαφή και συγκεχυμένη - εικόνα που έχει ο μέσος «νομοταγής» πολίτης για τον κόσμο των ναρκωτικών, εντός όμως του κόσμου αυτού, οι έννοιες είναι - ενίοτε - πολύ πιο σαφώς οριοθετημένες. Για να ακριβολογούμε λοιπόν...
    (johnblack, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά για μέλος ή οπαδό της ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Με την ίδια λογική που αποκαλούνται και τούρκοι, λόγω της κωνσταντινοπολίτικης καταγωγής της ομάδας. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους οπαδούς του Άρη.

  1. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ Κ ΤΟ ΘΕΟ ΠΟΥ Μ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΑΡΙΑΝΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟ (από πανό βλ. εδώ).

  2. «Πουτάνας γιοι- μωαμεθανοί» (κλασικό σύνθημα οπαδών του Άρη).

Got a better definition? Add it!

Published

Από τους πιο διαδεδομένους και παγιωμένους ευφημισμούς για το σεξ –το σεχ, το γαμήσι, το πήδημα, το φίκι-φίκι, τη συνουσία, τον έρο* τελοσπάντων–, ανεξάρτητα απ' το αν γίνεται όντως σε κρεβάτι, στη ροζ φλοκάτη, σε στρώμα θάλασσας που ξεφουσκώνει, σε μουτζουρωμένο θρανίο, σε σπασμένο καθρέφτη, μουχλιασμένη φυλλωσιά κάτ' απο δέντρο, ή σε φακίρικο κρεβάτι ισορροπούν στην κεραία του πύργου του Οτέ. Ακούγεται κυρίως στις φράσεις κάνω καλό/κακό κρεβάτι, είμαι καλός/κακός στο κρεβάτι.

Η κουβέντα, ευκολάκι γαρ, υπάρχει αυτούσια και σε άλλες γλώσσες. Υπάρχει και στα λεξικά, αλλά δεν άντεξα να μην την αναρτήσω, ένεκα το πλήρες του εγχειρήματος διά το οποίο κοπτόμεθα νυχθημερόν και ιδροκοπώντες –χαίρετε.

Δες ακόμη: τίγρης στο κρεβάτι, μεγάλο κρεβάτι.


  1. Τον καημενούλη, είμαι σίγουρη ότι θα είναι κανένας κοντούλης, καραφλός, που θα περνάει απαρατήρητος που δε θα μπορεί να κάνει καλό κρεβάτι. Θα είναι κανένα κακομοίρικο πλάσμα, ξέρω κι εγώ. Παρ' όλ' αυτά τον αγαπάω, κι ας έρθει να τον πάρω και μια αγκαλιά, του στέλνω την αγάπη μου [...] (Η Βάνα Δωσεκαιμένα για κάποιον δημοσιομπάρμπα, από εδώ)

  2. Πάντως, ένα γερό στυλ αδιαφορίας (σχεδόν φτύσιμο....) από την μεριά σου πιθανότατα να έχει πολύ καλά (εώς συνταρακτικά....) αποτελέσματα! Κάνε την να νιώσει ότι.....«την κοπάνησες» γιατί δεν ήταν καλή στο κρεβάτι και η ανασφάλειά της μπορεί να σου ανοίξει «δρόμους μαγικούς και ονειρεμένους» (συμβουλές πάνω στις σχέσεις, εδωπέρα)

  3. Είναι άχρηστη η πατσαβούρα, όπως όλες οι όμορφες γυναίκες. Δεν μαγειρεύει, δεν πλένει, δεν καθαρίζει, κοιτάζει μόνο τα λούσα της. Αλλά κάνει, η ρουφιάνα η ντερμπεντέρισσα, καλό κρεβάτι και γι' αυτό ανέχομαι όλες τις αδυναμίες της. Κάθε βράδυ σκαρφαλώνω πάνω της και χαϊδεύω τις καμπύλες της. Αν δεν ήμουν καψούρης, θα σ' άφηνα να τη χουφτώσεις κι εσύ λίγο, για του λόγου το αληθές. (Γιάννης Φαρσάρης, «Johnnie Society», 2009)

  4. οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified