Η Πολυτεχνειούπολη της Αθήνας μάγκικα.

- Τί λέει; Τί θα παιχτεί το βράδυ;
- Δεν ξέρω. Ψήνεσαι να πάμε με τους άλλους πολυτέ;
- Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε συνήθως για τον καιρό υποδηλώνοντας τις μέρες εκείνες της Άνοιξης ή του Φθινοπώρου που όταν πρόκειται κάποιος να παραγγείλει καφέ, διστάζει για το αν θα πιει κάτι ζεστό ή θα προτιμήσει παγωμένο φραπεδάκι.

Τα credits στον Νίκο Ζαχαριάδη (Athens Voice)

- Άσε φίλε, κόλλησα το πρωί στο φούρνο. Με ρώτησε η τύπισσα τι καφεδάκι να φτιάξει και το σκεφτόμουν μια ώρα...
- Με τέτοια ζέστη που κάνει Οκτώβρη μήνα, με το δίκιο σου! Πολύ αμφίφραπος ο καιρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται η γυναίκα που αρέσκεται στην συχνή επαφή με το ανδρικό όργανο χωρίς αμοιβή. Επίσης η λέξη αναφέρεται και σε γυναίκες που επιδιώκουν κάποιο «τύλιγμα» ενός αρσενικού.

Καλά μωρή ψωλαρπάχτρα με πόσους έχεις πάει;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρηχός και φαρδύς ξύλινος δίσκος, στον οποίο τοποθετούνται, στολίζονται και μεταφέρονται στην εκκλησία τα κόλλυβα. Επίσης κάθε είδους ρηχή και φαρδιά πιατέλα, στην οποία το φαγητό μπορεί να απλωθεί.

Η λέξη απαντάται στη Δυτική Ελλάδα και τα Επτάνησα ως απλάδενα, εκ του απλώνω. Για πλήρη ετυμολόγηση βλ. εδώ.

  1. Κένωσε το φαγητό στην απλάδενα και είπε: -Κοπιάστε.

  2. (...) ελεγα να στειλω με κουριερ δυομιση κιλα κολυβα μαζι με την πλαδενα στολισμενη με κεινα το ασημι κουφετακια ( από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει αποτυχία, απόκλιση από τον αρχικό στόχο ή από προσδοκίες. Επίσης δηλώνει, μαζί με την αναγνώρισή μας για μια κατάσταση ως αποτυχία, και τον ελαφρό εκνευρισμό μας γι αυτό.

- Πάμε καμιά βόλτα με το αμάξι σου;
- Πού να πάμε μωρέ, όλο τα ίδια και τα ίδια, άσε που δεν έχω βενζίνη.
- Πωωωω, τσούτσκαγια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μόγγολο είναι ήπιος υβριστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε νεαρούς και νεαρές. Συγκεκριμένα χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει ενταχθεί πλήρως στην κοινωνία και διστάζει να εμπλακεί σε κοινωνικές δραστηριότητες. Επίσης μόγγολο είναι το άτομο που όχι μόνο δεν είναι ιδιαιτέρα κοινωνικό αλλά έχει μείνει πίσω σε διαπροσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις. Τέλος μόγγολο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτός που αποκλίνει από τα πρέπει της κοινωνίας του.

Του ζήτησα να πάει να ρωτήσει στο περίπτερο προς τα πού είναι το μαγαζί που ψάχνουμε και μου είπε «τι ακριβώς να πω;», στο τέλος μπέρδεψε τα λόγια του, τι μόγγολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω κάτι ή κάποιον χεσμένο.

Από το καλιαρντό κουλό (σκατό).

Κουλάρω την παρουσία σου!
(σε έχω χεσμένο, αδιαφορώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος στον οποίο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός καθίκι και ταυτόχρονα ονομάζεται Αντρέας. Η σωστή προφορά της ως άνω βρισιάς απαιτεί κοφτό τονισμό στο πρώτο συνθετικό της λέξης, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη συναισθηματική εκτόνωση του βρίζοντος.

Δε ντράπηκε λίγο εκείνος ο καθίκαντρεας, να πει για μένα τέτοια πράγματα!

βλ. και μαλακαντρέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.

- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;

(από dipyadip, 19/10/12)(από Vrastaman, 23/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified