Όπως και διαολόσπορος και διαολόσπερμα. Βρισιά που σημαίνει ότι κάποιος είναι τόσο κακός που είναι σαν να πρόκειται για παιδί του διαβόλου. Η βρισιά μπορεί να έχει διπλή στόχευση, καθώς μπορεί να βάλει και εναντίον του πατέρα, της οικογένειας, της φυλής ή του έθνους του υβριζομένου (βλ. λ.χ. παράδειγμα 1). Η λέξη είναι παλιά, τουλάχιστον από το τέλος του 19ου αιώνα, καθώς απαντάται και στα διηγήματα του Ανδρέα Καρκαβίτσα.

  1. - Χάρβαρντ: Διεύθυνση και τηλέφωνο στις ΗΠΑ έδωσε ο Γιώργος Παπανδρέου.
    - να παει στα κομματια ο διαβολοσπορος,εκανε την δουλεια του και τωρα γυριζει στο αφεντικο του να του γλυψει και το χερι. βεβαια,θα ειχε πλακα να ασχοληθει και εκει με τη πολιτικη να γαμησει και τις ηπα. (Εδώ, σ.ς.: Στον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου αναφέρεται ένα σημαντικό μέρος των λίγων χτυπημάτων της έκφρασης στον γούγλη).

  2. ΣΟΥΝΙΤΕΣ ΣΕΙΙΤΕΣ ΚΙ ΟΤΙ ΔΙΑΟΛΟΣΠΕΡΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΣΤΗ ΓΗ (Εδώ).

  3. Ετοιμη η αυτοβιογραφια της παντοτε εκκεντρικης Μουσικου STEFANIA DIMMEN με γενικο τιτλο «ΔΙΑΒΟΛΟΣΠΕΡΜΑ». Η ιδια δηλωνει «προκειται για την ζωη μου εως και σημερα ως εχει» (Εδώ).

(από Khan, 12/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Παρατήρηση βγαλμένη απ' τη ζωή που αναφέρεται στο φαινόμενο της καταιγίδας όταν συμβαίνει ν' αστράφτει και να βροντάει ο ουρανός επανειλημμένως, η αναμένουσα βροχή όμως να μην έρχεται.

Συζήτηση ζεύγους καθώς αγναντεύει την κακοκαιρία:
- Αχ, το 'δες; Άστραψε πάλι!
- Έχει ξεσκιστεί ν' αστράφτει σήμερα, άντε να ρίξει και καμιά στάλα να ποτιστούν τα χωράφια.
- Σουτ καλέ ν' ακούσουμε τον ήχο!
- Τόση ώρα τι κάνουμε δηλ...
- ΓΚΡΑΑΟΥΝΓΚ!
- Πορδή έχουμε μπόλικη, αλλά σκατό καθόλου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση το πιθανότερο προέρχεται από την γνωστή τοξική δράση που έχουν τα σταφύλια πάνω στους σκύλους. Τα σταφύλια σε μικρές ποσότητες δεν τους πειράζουν, σε μεγάλες ποσότητες όμως είναι πολύ δηλητηριώδη και προκαλούν νεφρική ανεπάρκεια και θάνατο. Το ίδιο και οι σταφίδες.

Το πιθανότερο είναι η έκφραση να αναφέρεται σε κάθε αιφνίδιο, άδικο και αβοήθητο θάνατο, όπως αυτόν της δηλητηρίασης. Ένας πεινασμένος σκύλος μόνος του στο αμπέλι, είναι καταδικασμένος.

Ένας μεθυσμένος οδηγός καβάλησε το πεζοδρόμιο και σκότωσε έναν πεζό που περίμενε το λεωφορείο. Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι ο άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλογαμιάς, ο κολομπαράς.

Τρίβιο: Διάσημο από την χρήση του από τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Παναγιώταρο, που το χρησιμοποιεί ως βρισιά.

1. Ψιτ! Ψιτ! Πουστράκι! Πουστράκι, τελειώνετε κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια. Άντε κωλομπήχτες, μαλάκες ηθοποιοί του κώλου, ε μαλάκες ηθοποιοί του κώλου. Κοίτα πουτανάκι έρχεται η ώρα σου. Τράβα ρε τράβα, έρχεται η ώρα σου. Έρχεται ρε, και η αστυνομία σας φυλάει τα κωλαράκια, αφού σας τα γαμάνε που σας τα γαμάνε οι Πακιστανοί ρε. Αδερφές ξεσκισμένες. Γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες, ε γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες. (Ηλίας Παναγιώταρος, βουλευτής της Χρυσής Αυγής).

  1. gamwshistos kolompixtis (χρήστης του youtube με ενδιαφέρον νικ).

Ο Παναγιώταρος λοιπόν, ενώρα προσφοράς στο σλάνγκ τζι άρ (εδώ το μήδι ταιριάζει καλύτερα). (από vikar, 12/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται οι άγριοι, απολίτιστοι. Το κίνημα των Μάου Μάου γεννήθηκε το 1944 στα υψίπεδα της Κένυας κυρίως από μέλη της φυλής Κικούγιου, αλλά και των φυλών Εμπου και Μέρου, που είχαν χάσει τη γη τους από τους βρετανούς αποίκους. Εδώ.

Για το κίνημα των Μάου Μάου η δυτική προπαγάνδα ανέπτυξε αχαλίνωτη παραφιλολογία, ότι ήταν οι τρομοκράτες της εποχής, οι άγριοι, σφαγείς κτλ.

Έλειπε του σάητος.

Καθηγητές (μέσης εκπαίδευσης,) συζητούν για τα προβλήματα της δουλειάς τους:
- Άστα... σήμερα έχω την τάξη με τους μάου-μάου (τρίτη λυκείου, ένα τμήμα με αναιδείς φασαριόζους), δεν ξέρω τι να κάνω με αυτούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάχαλα: σκουπίδια («Κερκυραϊκές λέξεις»). Mικρά σκουπιδάκια, πετραδάκια, ξυλάκια μέσα στα όσπρια, που πρέπει να τα καθαρίζουμε προσεκτικά πριν τα ψήσουμε («Κρητικό λεξικό»).

Μεταφορικά σαν βρισιά: Τον έκανε τσάχαλο, τον έκανε σκουπίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω με το χαρακτήρα μου σε online game ακατάπαυστα, χωρίς λόγο και αιτία, είτε διότι δεν ξέρω να παίζω, είτε διότι δε μου 'κατσε καλά το game (π.χ. dota), είτε διότι είμαι απλά ηλίθιος.

Έχω φηντάρει αισχρά σήμερα 0-10 έχω στο game.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά:

  1. ♪♫ Να κατέβω στο κέντρο να δω κάνα δισκάκι
    είχα καιρό να πάρω κανένα χιπχοπάκι ♪♫
    (ΗΜΙΖ, Υο!)

- Για μπείτε και κατεβάστε (είναι φρι ντε) το χιπχοπάκι που συμετέχει και η καλύτερη τραγουδίστρια που έβγαλε αυτός ο πλανήτης!!!!
(Υο Υο!)

  1. - Αφιερωμένο στο Ιεροφάντη ή Mech10 που είναι χιπχοπακι παλιο και ατομο με γνωση και δυναμη. (Καρα-Υο!)

- Τ' άκουσι η μεγάλη'μ η κόρη'μ που είνι χιπχοπάκι στο γούστο κι έμινε'μ. Χωρίς πλάκα, το παιδί κοιτάει ακόμα το κενό σα να έχει πιει 3 μπάφους μαζί. Μήπως πρέπει ν' ανησυχώ;
(είμαι από χωρ-ΥΟ!)

(από Khan, 11/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερτιμολογώ. Επαγγελματική αργκό των εμπόρων και τεσπα όσων κόβουν τιμολόγια φουσκωμένα για ευνόητους λόγους.

Αυτός ο μούλος, για να κάνει αυτή τη δουλειά που μου λες, σίγουρα πανωβάζει. Θα αγοράζει 10, θα παρουσιάζει ότι αγόρασε 11 και το 1 το βάζει στην τσέπη του, όπως με βλέπεις και σε βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι τα πλαστικά / αλουμινένια ραβδία με κεφαλή σε σχήμα πιρούνας (4 ή 5 δόντια), διάφορου μεγέθους (0,5μ - 2,5+) και χρησιμοποιούνται στην ελαιοσυλλογή.

Συνώνυμα: μαγκούρι, φάπα, μάπα, ραβδί.

Ομόρριζα: τέμπλα ή δέμπλα είναι το παραδοσιακό ξύλινο μακρύ (4μ +) ραβδί για τον ραβδισμό καρποφόρων δέντρων (ελιά, καστανιά, καρυδιά κτλ.).

Τις ελιές τις έριχναν κάτω με τα καλάμια, ραβδάκια, κτένια και δεμπλάκια. Οι γυναίκες και οι άντρες τις έπαιρναν με τα χέρια τους, βάζανε στα καλάθια τους και γέμιζαν τα σακιά.

(από tryager, 11/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified