Έκφραση που δηλώνει ακραία απαξίωση και περιφρόνηση. Μάλιστα, το μέγεθος της δυσαρέσκειας που προκαλείται απο το υποκείμενο, το καθιστά άξιο θανάτου.
Έκφραση που δηλώνει ακραία απαξίωση και περιφρόνηση. Μάλιστα, το μέγεθος της δυσαρέσκειας που προκαλείται απο το υποκείμενο, το καθιστά άξιο θανάτου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξαέρωσις αρχιδιώνε: η επιτακτική ανάγκη για ξελαμπικάζ που ωθεί πολλούς πεπρησμένους συμπολίτες μας σε μπορντέλα, φραπενέδες κ.ά. ευαγή ιδρύματα.
Got a better definition? Add it!
Είμαι γαμαωδέρνουλας (όχι εγώ, η έκφραση το λέει), ο γαμιάς της γειτονιάς κ.τ.ό. Αλλά κυρίως χρησιμοποιείται με ευρύτατη έννοια για κάποιον ή κάτι που είναι πάρα πάρα πολύ καλός σε κάτι, σε ό,τι. Συνήθως λέγεται για αθλητικές ομάδες ή παίκτες, μουσικά συγκροτήματα- άλμπουμ ή τραγούδια, ταινίες, τέτοια πράματα.
Ολο το album γαμάει. Το Dark City γαμάει μανούλες. Αυτή η μελωδία στο 4:40 ΠΟΣΟ ΓΑΜΑΕΙ ΠΙΑ!! Θα την τραγουδάω για πάντα. (Εδώ).
ΤΑ ΚΑWASAKIA ΓΑΜΑΝΕ ΜΑΝΟΥΛΕΣ.... ΕΓΩ ΑΥΤΟ ΞΕΡΩ..... ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ....ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ... (Εδώ).
ΤΟ ΜΠΑΤΜΑΝ ΡΗΤΕΡΝ ΟΒ ΔΕ ΝΤΑΡΚ ΝΑΗΤ ΓΑΜΑΕΙ ΜΑΝΕΣ
ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΔΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΡΦΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Έχουμε φτιάξει το τρίφυλλο...ναι; Έχουμε μαζί μας και πρέζα. Σαλιώνουμε λοιπόν το τσιγάρο και του ρίχνουμε πάνω πρέζα! Η πρέζα κολλάει. Και το κανονικό χαρτάκι Rizla που έχουμε χρησιμοποιήσει, έχει γίνει πλέον πρεζόχαρτο!
Βλέπεις ένα μπάφο με άσπρη σκονίτσα κολλημένη πάνω του; Μπάφος με πρεζόχαρτο!
Got a better definition? Add it!
Λανθασμένα, το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου μηχανικού.
Εδώ επικρατεί μεγάλη σύγχυση. Αρχικά, όλοι οι απόφοιτοι του Πολυτεχνείου (αρχικά ήταν μόνο ένα, το Μετσόβιο, αλλά σήμερα υπάρχουν περισσότερα πολυτεχνεία, όπως επίσης και πολυτεχνικές σχολές στα πανεπιστήμια) έχουν την ιδιότητα του μηχανικού: ηλεκτρολόγος μηχανικός, χημικός μηχανικός, μηχανολόγος μηχανικός κοκ. Η ιδιότητα του μηχανικού δίνει κάποια δικαιώματα, όπως να χτίζεις κτίρια πέραν κάποιου μεγέθους, να φτιάχνεις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις κλπ. Η σύγχυση προκλήθηκε αφενός γιατί στο μυαλό πολλών μηχανικός = αυτός που ασχολείται με μηχανές (δηλ. αυτό που κανονικά λέγεται μηχανολόγος) και γιατί παλιότερα (ως τη δεκαετία του 1970) υπήρχε στο Πολυτεχνείο ενιαία σχολή ηλεκτρολόγων - μηχανολόγων (σήμερα έχουν διαχωριστεί), οπότε κάποιος όντως αποκαλούταν ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος (σκέτο, χωρίς το μηχανικός).
Μου κάνει πιο πολύ για μπαμπαδισμός, λόγω της συσχέτισης με περασμένες δεκαετίες, αλλά λέγεται και από νεότερες γενιές.
- Ο γιος μας, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, έγινε πιτσαδόρος, ας όψεται το ΠΑΣΟΚ! (από αξέχαστο προεκλογικό σποτάκι της ΝΔ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για κάποιον που έχει κοιλιακούς τύπου εξαπάκετο, οπότε και καλούα είναι τόσο φέτες, ώστε μπορεί κανείς να παίξει τρίλιζα πάνω στην κοιλιά του. Κυριολεκτικά, βέβαια, θα χρειαζόταν εννιαπάκετο για να παίξει κανείς τρίλιζα, αλλά λέμε τώρα.
Νομιζουν οτι ξερουν κ καθονται κ λιωνουν κ κανουν 4000 σετ κοιλιακους απο 400 κοιλιακους το καθε σετ τη μερα
Κ μετα παν κ χτυπαν 2 γυρους... κ περιμενουν να φανουν οι κοιλιακοι
Κ ο αλλος κανει 20 κοιλιακους τη μερα κ διατροφη κ παιζεις τριλιζα στην κοιλια του. (Εδώ).
Εγώ τους λέω «κοιλιακούς-τρίλιζα», με τη λογική ότι είναι τόσο γραμμωμένοι που μπορείς να παίξεις τρίλιζα πάνω τους (Εδώ).
Κλασσικο τουμπανο-τεζας ο οποιος δεν χανει ευκαιρια να δειξει οτι .. ναι κυριες μου .. παιζω τριλιζα στην κοιλια μου και εχω 15 τατουαζ ! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο ανδροπρεπής, ο αντρουά, με την γαλλοπρεπή κατάληξη -έ. Συνήθως αναφέρεται ειδικά σε ανδροπρεπές στυλ κόμμωσης και χρησιμοποιείται και όταν μια γυναίκα προβαίνει σε παρόμοια στυλιστική επιλογή. Πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο του αγορέ.
Πάσα: Τζήζαντας.
Αυτό που θα ξεχωρίσει φέτος το χειμώνα από μία απλή βόλτα μέχρι και τις πασαρέλες είναι [...] τα κοντά καρέ και πολύ κοντά κουρέματα αντρικέ εώς και ξυρισμένα.
Γενικά φέτος θα λέγαμε οτι είναι μία πολύ TREΝDY χρονιά. (Εδώ).
Μόνο εκείνο το αντρικέ κούρεμα με την ουρά του αλόγου πίσω, ποιός κουρέας μωρή στο έκανε; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Σλανγκάζ του κλασικού ουστ, τουτατέστιν: ξεκούμπα, ξεπαρεού.
Τζιμπήσαμε την ρίζα ούστ από τους γαλλαίους (oust) που την τζιμπήσανε από τους λατίνους (obstare) που με την σειρά τους την λεηλάτησαν από τους αρχαίους ημών (ἵστημι), μη χέσω. Είναι ασαφές εάν η μετάλλαξη του ούστ σε ούρτ αποτελεί random εγκεφαλοκλάνι ή εάν συνετέθη επί τουτού από αστειάτορες μαοϊστές ή λοιπούστηδες σλάνγκους. Όπως μας πληροφορεί ιουρασικός σύσλανγκος, το λήμμαν εκφέρεται τουλάστιχον από τα ογδόνταζ -- συνήθως, σε συνδυασμό με (β)ρε ή μωρή.
Βλ. επίσης: ούρτ τακ τακ Μογγόλε.
Πάσα από δουπού: gihaza.
Got a better definition? Add it!
Συμπληρωματική έκφραση, στο τελείωμα μιας πρότασης, η οποία χρησιμοποιείται όταν κάποιος:
Δεν παίρνει στα σοβαρά, είναι χαλαρός με μια κατάσταση ή αδιαφορεί για ένα αντικείμενο.
Αντιμετωπίζει με περίσσια ευκολία μια κατάσταση.
1α. - Παίζω πολλά χρόνια μπάσκετ... - Πας για πρωταθλητισμό ή παίζεις για τ' αρχίδια σου;
1β. - Καλά, ο μαλάκας ο Πέτρος το 'χει ρημάξει το αμάξι! - Αυτό είναι το παλιό ρε...το χει για τ' αρχίδια του...
Got a better definition? Add it!
Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.
Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.
Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.
Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ
Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ
Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified