Υποχρεώνομαι σε παραίτηση, απομάκρυνση.

Όταν λέμε ότι κάποιος χαιρετά, σημαίνει ότι πήρε ή ετοιμάζεται να πάρει πόδι. Είναι λήμμα στρατογκαυλικής προέλευσης, από τη συνήθεια να βγαίνουν οι καραβανάδες στην πρωινή αναφορά και να χαιρετούν πριν αναφέρουν την αποχώρησή τους από τη μονάδα.

- Ηττήθηκε από τη Μακάμπι, και χαιρετά ο βάζελος.

- Αλλαγές στις διοικήσεις των οργανισμών: χαιρετούν και οι διοικητές των νοσοκομείων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον παλιομοδίτικο σλανγκορήμα που έχω δεκαετίες να ακούσω να χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία. Επειδή τα φράγκικά μου είναι μάλλον φτωχά, άνοιξα κι εγώ το Le Petit Robert όπου και έμαθα τα εξής ενδιαφέροντα:

Το ρήμα adresser σημαίνει μεταξύ άλλων α) εξαπολύω πλήγμα προς κάποια κατεύθυνση και β) παραπέμπω σε αρμόδιο (και, συνεκδοχικά, λέω εγώ τώρα, καθοδηγώ/υποδεικνύω σε κάποιον την ενδεδειγμένη ενέργεια). Προφάνουσλυ, από αυτή την δεύτερη έννοια προκύπτει και η σημασία εκπαιδεύω που έχει το ρήμα, γούτσου-γούτσου το καλό σκυλάκι, άμα δεν μού φέρεις τις παντόφλες μου δεν έχει κοκό.

Αν και, όπως ελέχθη, η χρήση του ρήματος έχει μάλλον υποχωρήσει έως εξαφανιστεί στον καθημερινό λόγο, εν τούτοις αυτό διασώζεται ακόμα στο νέτι και με μιά τρίτη σημασία, την οποία ομολογώ ταπεινά (είμαι ένα άθλιο φίδι) πως αγνοούσα. Αυτήν της επένδυσης / επικάλυψης κάποιας επιφάνειας με κάποιο υλικό, έννοια η οποία όμως πρέπει να ανάγεται στο αγγλικό ρήμα to dress. Επειδή όμως εδώ μπαίνουμε σε τεχνικά θέματα, να υπενθυμίσω ότι σας έχω ματαίως ξαναζητήσει να μη με μπλέκετε σε τέτοια δύσκολα.

  1. [...] (ο Πολυδεύκης) του ντρεσάρει ένα κροσέ, πάρτον κάτω τον Άμυκο και μάλιστα νεκρό. Έτσι καθαρίζουνε τα παλληκαράκια.

(Από μνήμης αυτό, από την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου. Δεν ξέρω πότε ακριβώς την έγραψε, αλλά σίγουρα θα είχε αντικειμενική, σοβαρότατη δυσκολία να τη γράψει μετά το 1970 αν με εννοείτε...).

ΜΕΘΟΔΟΣ ΡΑΠΙΣΜΑΤΟΣ 1) Low Tech
ΧΑΣΤΟΥΚΙ -ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ «ΝΑ ΣΟΥ ΝΤΡΕΣΑΡΩ ΚΑΜΜΙΑ ΜΑΠΑ».
ΣΕ ΜΕΤΡΙΑ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ «ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ»! εδώ.

ΘΕΕ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕ ΘΑ ΕΔΙΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ ΗΛΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΗΣ ΝΤΡΕΣΑΡΩ ΤΙΣ ΜΑΠΕΣ ΠΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΖΟΥΝ
(κι αυτό διαδικτυακό).

  1. Ο ΝΤΡΕΣΑΡΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Είναι, άραγε, η γυναίκα υποδουλωμένη στην καταπιεστική εξουσία των ανδρών; Παρ' όλο που είναι φεμινίστρια, η Εστέ Βιλάρ υποστηρίζει το αντίθετο: Υποδουλωμένος είναι ο άνδρας, που αμείλικτα τον «εκμεταλλεύεται» η γυναίκα. «Από μικρό τον μαθαίνουν να υπακούει στη γυναίκα: στη μητέρα του, στη συμβία του και μητέρα των παιδιών του αργότερα. Η γυναίκα με την κατάλληλη χρησιμοποίηση του σεξ, δαμάζει τον άντρα της, τον ντρεσάρει να κάνει ότι θέλει. Ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορέξεις του, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της διατροφής και της συντήρησης της δικής της και των παιδιών της». εκεί.

  2. Εγω στο superb το περναω με μικροϊνα και νερο και λαμπει μεσα!! Οταν παρω το 303 Aerospace θα το ντρεσαρω και θα ηρεμησω απο τη σκονη!!!!!

[...] Επειδη θελω να ντρεσαρω και εγω τα δικα μου..Στην αρχη με τι τα καθαρισες; Εβαλες καθολου apc; [...] Μηπως θελουν λιγο apc πριν μπει το dressing ωστε να κολλησει καλα;

(Από ιντερνετικό αραμπαδο-φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή (αλλά και αυτός) που δεν πατά πόδι στο σπίτι, που όλο λείπει και τριγυρνά δεξιά κι αριστερά -χαμένο κορμνί με φωνάζουν κι αλήτης γιατί δεν πηγαίνω τα βράδια στο σπίτι σ' ένα πράμα.

Μια διάσημη γυρίστρω, εδώ.

Σ.ς.: Αν κάποιος από σας μπορεί, ας ανεβάσει και το σχετικό μήδι, γιατί δεν μπορώ να ανοίξω τα γιουτουμπάκια, πρόβλημα στον η/υ μου αφού.

1, Και εσύ από ότι φαίνεσαι είσαι γυρίστρω σαν και εμάς και βιάζομαι να φτιάξει ο καιρός να πηγαίνουμε πολλές πολλές βόλτες!

  1. μανααααααααααααααααα ηρθε η γυριστρω )D) βαλε της να φαει φασολια ειναι απο τα χερακια μου και τα εφτιαξα πριν 3 μερες )D)

  2. Που το ανακάλυψες εσυ, μικρή γυρίστρω; Καιρό έχω να πάω....(από τον σεπτέμβριο νομίζω) Οντως καλό μαγαζάκι, ιδίως όταν έχει καλό καιρό.

από το νέτι όλα.

Εφτασέεεε (από Khan, 23/07/12)Και αυτοπροσώπως ο Λάκης... (από Khan, 23/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μίζερος, ο κακόμοιρος.

Εννοείται ο νέος Spiderman είναι καλύτερος, ο παλιός σαν να έχει άδικο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκιτζής.

Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεχειριστήριο. Το remote control. Το καμ-πιούτα εμπάσει περιπτώσει. Αυτό που πατάς κι αλλάζει κανάλια, ψηλώνει φωνές, κλείνει την τιβί, ανοίγει το αρκοντίσιο, κλπ.

Όχι αυτό της πρώην τηλεόρασης που το φυλάς λες και θα αλλάξει η μόδα, όχι τα δεκατέσσερα παροπλισμένα άλλα, που βάζεις σε ένα κουτί κάτω από το τραπέζι του σαλονιού και τα τρώει η σκόνη, όχι το παλιό που χάλασε από την πολλή χρήση και το κρατάς για ανταλλακτικά.

Εκείνο το γαμίδι που όταν το ψάχνεις πάει και κρύβεται γ@μώ το στανιό του μέσα και δε λέει ένα «ορίστε» που το φωνάζεις να ρθει να φάει και να πέσει για ύπνο γιατί έχει σχολειό το πρωί.

υγ ένα μεγάλο grazie στον capo di capi di tutti capi που σκοπό ζωής έχει να χάνει το εν λόγω.

(ακριβώς στα τρία λεπτά ανακατέματος μαξιλαριών και καλυμμάτων)

- Πλάτωνα που είναι το τηλεγαμίδι;
- Το τηλεχειριστήριο;
- Ναι αυτό.
- Το ριμότ κοντρόλ;
- Ναι γαμώ την πουτάνα μου γαμώ.
- Αυτό τι είναι;
- Φέρτο, καλό είναι.

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφάσισα να εισαγάγω το παρόν λήμμα, αφού άκουσα τον πατέρα μου να το χρησιμοποιεί. Η προέλευση είναι πελοποννησιακή (όπως πολλές αξιόλογες εκφράσεις) και χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. Η χρήση της παθητικής μετοχής ως ουσιαστικό τονίζει την ουσία της πράξης: αποτελείται από το ουσιαστικό σκύλα και το ρήμα «πηδάω», με αναφορά στη γενετήσια πράξη. Απλά, περιγράφει αυτή που πηδιέται σαν σκύλα.

Ως γνωστόν, όταν τα θηλυκά σκυλιά βρίσκονται σε οίστρο ζευγαρώνουν με περισσότερα του ενός αρσενικά, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ποιος αρσενικός είναι τελικά ο πατέρας. Έτσι λοιπόν και η σκυλαπηδημένη συνευρίσκεται ερωτικά με πολλούς άνδρες, ωσάν σκύλα που «σούρνει», χωρίς όμως να στοχεύει στην αναπαραγωγή του είδους, αλλά στην ευχαρίστηση.

Η τηλεόραση και τα πρότυπα που εδώ και χρόνια προωθεί παραπέμπει συχνάκις σε «σκυλαπηδημένες» διαφόρων κατηγοριών και υφών. Η κρίση θα λέγαμε ότι ευνοεί την τάση προς αυτή την κατεύθυνση και για λόγους βιοπορισμού και κάλυψης εξόδων και χαρατσιών.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σύντμηση ως «σκυλαπήδω».

  1. - Βάλε να δούμε ειδήσεις. - Δεν γίνεται, ξεκινάει νέο reality σήμερα. - Κάνε μου τη χάρη μωρέ, θα καθόμαστε να παρακολουθούμε όλες τις σκυλαπηδημένες βραδυάτικα... Βάλε να δούμε ειδήσεις...

  2. Αποκλείεται να πάω για μπάνιο ξανά κυριακάτικα και να ψάχνω να
    βρω ξαπλώστρα στο λιοπύρι, από τις σκυλαπηδημένες που τις μαζεύουν για να ακουμπούν τα πράγματά τους... Σπίτι και πάλι σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική έκφραση που δηλώνει την ανεπάρκεια ενός τερματοφύλακα.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο γράφει το οποίο σημαίνει μπαίνει γκολ (προφ γράφει ο πίνακας του σκορ στο γήπεδο).

Οπότε συνολικά η έκφραση σημαίνει ό,τι σουτ πηγαίνει προς το τέρμα, γίνεται γκολ.

- Πώς τον λένε τον τερματοφύλακα που πήρε ο πρόεδρας ρε συ;
- Πήτερ Ρουφάϊ από τη Νιγηρία.
- Ποδοσφαιρομάνα η Νιγηρία...και τι λέει; καλός;
- Τι καλός ρε, ό,τι πάει μέσα γράφει. Άμπαλος είναι.

κλασσική περίπτωση... (από notheitis, 20/07/12)(από cristoferino, 20/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλλειψη διάθεσης για συνεργασία, σύμπραξη, αποδοχή βοήθειας.

Δίνει την εικόνα κάποιου που ενώ πρέπει να ανέβει τον ανήφορο είναι γυρισμένος αντίθετα, δηλαδή γυρίζει την πλάτη στο πρόβλημα, δεν έχει διάθεση για εξεύρεση λύσης.

- Γιατί δε μιλάτε με τον αδερφό σου να τα βρείτε;
- Άσε με μωρέ με το μαλάκα όλη την ώρα με τον κώλο στον ανήφορο είναι!

- Ρε συ άντε να βοηθήσεις τη Σούλα να τελειώνετε...
- Τι να τη βοηθήσω; Όσο και να θέλω άμα είναι με τον κώλο στον ανήφορο δεν γίνεται τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).

- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified