Tο μαύρο κακής ποιότητας, το χόρτο - χόρτο, ή μπαμπάνα. Προφ λόγω της οπτικής ομοιότητας, αλλά και από απόπειρες να πλασαριστεί το μυρωδικό για χόρτο, από εξυπνάκηδες σε πιτσιρικάδες.

Είχε μάλιστα παρατηρηθεί σε πάρτι, γνωστοί κωλοπαιδαράδες να περνούν ικανό χρόνο στην κουζίνα ψάχνοντας τα ντουλάπια για να βρουν ρίγανη ή τσάι και το ρολό με το αλουμινόχαρτο και μετά να προσπαθούν να μας το πουλήσουν ως «πράμα ΑΑ».

- Πούντο γάρο ρε μαλάκα;
- Τόσβησα ρε μαλάκα, έπιασε τζιβάνα.
- Ε, τι κάθεσαι, ρε μαλάκα, στρίψε άλλο ένα!
- Καλά, φέρε το δικό σου, το δικό μου μου βγήκε ρίγανη. - Α ρε μαλάκα τρακαδόρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό κουτάκι που περιέχει όλα όσα θεωρούνται χρήσιμα από πότες μερακλήδες και με άποψη, για το επιστημονικό στρίψιμο ενός καλού γάρου, δηλαδή χαρτάκια, τζιβανόχαρτα, τρίφτης, και φυσικά, το σταφ.

- Έχει κανένας εισιτήριο να φτιάξω τζιβάνα;
- Τι εισιτήριο ρε καρμίρη, έχω τζιβανόχαρτα, πιάσε την τζιβανοκασέλα, δίπλα στο στέρεο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δεσμεύεται ότι δεν θα κάνει κάτι (συνήθως πολιτικός), όμως και μόνο η αναφορά μας προϊδεάζει ότι τελικά θα γίνει.

- Άκουσα στις ειδήσεις ότι τελικά δεν θα ληφθούν τα νέα μέτρα που ακούστηκαν.
- Και τους πιστεύεις; Είδες χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη του Αριστοφάνη, από το έργο Ειρήνη. Κυριολεκτικά σημαίνει οπίσθια τόσο σπάνια ωραία, που τα βρίσκεις μια φορά στα 5 χρόνια.

- Πω πω ρε φίλε, τι παιδί είναι αυτό, κοίτα ένα κώλο!
- Θεϊκός λέμε, σκέτη πρωκτοπεντετηρίς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θέση πάρκινγκ στα κρητικά.

Ενίοτε δηλώνει και τον τρόπο με τον οποίο έχει παρκάρει κάποιος, ιδιαίτερα αν έχει παρκάρει χάλια.

  1. Έκανα μισή ώρα να παρκάρω γιατί δεν έβρισκα πουθενά ρεμίζα.

  2. Κοίτα ρεμίζα τον γάιδαρο, πάνω στο πεζοδρόμιο...

(από S.Nebelung, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρή κοπέλα- πιπίνι, που βρίσκεται ηλικιακώς στις καύλες της απάνω, στα ντουζένια της, προκαλώντας αντίστοιχη καύλα στους θεατές της. Πρβλ. και το καυλοπιτσιρικάς (που δεν έχει βέβαια αποκλειστικά σεξουαλική σημασία).

  1. Στο υπογειο αριστερα,ευπαρουσιαστο καυλοπιπινο,με ξανθο μπουκλε μαλι με μαυρες ανταυγειες,ωραιο κορμι,και πορνοπροκλητικο βλεμμα. (Από το θρεντ «Ρομαντισμός και Μπουρδέλα» γνωστού μπουρδελοσάη).

  2. εννοειται οτι ρωτησα το καυλοπιπινο το οποιο μου εξηγησε τι περιπου χρειαζεται (οσο αυτη εξηγουσε εγω καταστρωνα σχεδιο δρασης... ΑΛΛΑ λογαριαζα χωρις τον ξενοδοχο) καθως αυτη δεν ηταν και η υπευθυνη μολις ειπα οτι θα γραφτω,φωναξε την αλλη κοπελα η οποια μου ειπε μεσα στα αλλα οτι για να γραφτω πρεπει να μου παρουν την αρτηριακη πιεση ....
    Εν τω μεταξυ ο πιπιναρος σχολαγε εκεινη την ωρα και ειχε βγαλει τα ρουχα της δουλειας και θα πηγαινε για εξασκηση αλλα ηρθε αυτη να μου παρει την αρτηριακη πιεση .. με παει στο δωματιο και μου βαζει το μηχανημα... 140 σφυγμοι το δευτερολεπτο... (Εδώ).

H Adriana Lima, ονείρωξη όλων των λημματολάγνων. (από Khan, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η χαραμάδα ή σχισμή του πρωκτού ανάμεσα στα δύο κωλομάγουλα, άκα η κωλοσχισμή. Οι γεωλόγοι την ονομάζουν κωλοχαράδρα, οι κομμωτές κωλοχωρίστρα, οι οικονομολόγοι κουμπαρά. Συνήθως την βλέπουμε σε άτριχα καυλοπίπινα ή σε τριχωτούς υδραυλικούς.

  1. Το σαβουαρ βιβρ των μαστορων λεει οτι οταν μαστορευεις πρεπει να φαινεται η κωλοχαραμαδα σου τρια με τεσσερα δαχτυλα. (Εδώ).

  2. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΔΡΑΜΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ.....
    Ο γνωστός σκηνοθέτης παρουσιάζει δείγματα κατάθλιψης, η δουλεία του που τόσο αγάπησε τον έχει υποβιβάσει σε κρυφό-προαγωγό. Καθημερινά πρέπει να ακολουθεί τις νουθεσίες της διεύθυνσης και να ''προάγει'' την εμφάνιση της παρουσιάστριας, δηλαδή τα γυμνά σημεία του κορμιού της! Η συγκεκριμένη όμως, για δικούς της λόγους (βλ.€), φοράει όσο δυνατόν λιγότερα προς τέρψιν της διοίκησης και του οφθαλμολάγνου αντρικού κοινού. Ο καημένος σκηνοθέτης, εκεί που παλιά έδινε εντολές στους βοηθούς του : ''βυζιά'', ''κώλο'',..... ''χαραμάδα'', τώρα πρέπει να φωνάζει ''ΟΧΙ βυζιά'', ''ΟΧΙ κώλο'', ''ΟΧΙ ....
    ...αμυγδαλές''! (Εδώ).

  3. Η ΦΕΤΙΝΗ ΣΕΖΟΝ,ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΣΙΧΛΕΣ, ΚΟΤΣΥΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΦΗ, ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΥΡΚΙΚΑ F-16! ΟΠΟΙΟΣ ΓΑΤΟΣ ΠΕΤΥΧΕΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΗΜΑΙΑΚΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ ΚΩΛΟΧΑΡΑΜΑΔΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΜΙΑ ΚΟΥΤΑ ΜΟΝΟΒΟΛΑ! (Εδώ).

  4. Στην κωλοχαραμάδα πρέπει και μετά πινέλο!
    (Από σάιτ με οδηγίες για τραβέλια)

(από vikar, 02/08/12)

Σε άλλες γλώσσες: plumber's crack (αγγλικά), Bauarbeiter-Dekolleté (γερμανικά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα που εργάζεται μαύρα, η μη δηλωμένη στην εφορία.

Κατ' επέκταση, η όποια γυναίκα συμπεριφέρεται σαν πουτάνα (κυριολεκτικά, μεταφορικά, στ' αλήθεια, στη φαντασία αυτού που την κατηγορεί κλπ), δηλ. μειωτικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που θέλουμε να την πούμε πουτάνα, αλλά είναι πιο πουτάνα κι από πουτάνα, ή απλώς δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη αυτή και λέμε μια πιο κόσμια.

  1. - Τι κάνει ο Αντρέας αυτόν τον καιρό, πηδάει καμιά στάλα;
    - Ε, έχει βρει κάτι αδήλωτες και τις κανονίζει...

  2. - Να τη χαίρεσαι Σάσα μου τη νυφούλα σου, φαίνεται άξιο κορίτσι!
    - Ποια, η αδήλωτη που μου κουβάλησε στο σπίτι;;;

  3. (μετά από κάποιους μήνες, ο γιόκας της κας Σάσας, στη γυναίκα του):
    - Ίσα μωρή αδήλωτη που θα μου πεις ότι δεν με κεράτωσες με όλο το Μπουρνάζι, άι χάσου μη σε κασιδιάσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίρρημα που πάει πακέτο με το ρήμα ''βαριέμαι'' και δηλώνει τη βαρεμάρα σε σημείο αυτοκτονίας, σε σημείο που θες να κόψεις τις φλέβες σου.

- Ρε φίλε, βαριέμαι κοπτοφλεβικά...
- Τι να σου πω ρε;... Πάμε για κανένα καφέ;
- Μπα... άσ' το... θα την πέσω καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified