Παραλλαγή του σκατά που δείχνει ότι η κατάσταση βρίσκεται σε ελεεινό σημείο.

- Τι έκανες με τα μαθήματα ρε συ;
- Άσε ρε φίλε χρωστάω 32...
- Και δεν πέρασες κανένα;
- Σκατά κουραδένια ρε μαλάκα,αφού είχα φουλ του 5 με τεσσάρια στην εξεταστική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτύστε τον κόρφο σας άφοβα. Κι εγώ το ίδιο έκανα όταν άκουσα αυτή την μελιστάλαχτη, υπέρτατης μεγαλοψυχίας, κατάρα.

Ευτυχώς επέζησα για να την καταγράψω. Μην πάει και χαμένη η έμπνευση της λεγούσης.

Αγανακτισμένη αντίπαλος στο zoo.gr:

-Εγώ μια φορά στην πήρα την παρτίδα!
&άνα είσαι και π^$άνα παραμένεις, που να σε νεκροφιλήσουν το πρωί.

Ευγενέστατη! (από malakia, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του κερκυραϊκού αλιευτικού ορισμού, αγγουρέτο αποκαλείται σλανγκοχαϊδευτικά και το αγγούρι, αυτό που τρώει ο κάθε άτυχος ξεβράκωτος.

- Εεεεεετσι, να μην μπορουμε να τα αποσυρουμε τα παλια, για να τρωμε το αγγουρετο των τελων κυκλοφοριας!
(4 Τροχοί, εδώ)

(από Khan, 26/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγκριτοι σλάνγκοι έχουν προ πολλού ετυμολογήσει επαρκώς τη λέξη. Ολίγα τινά περί της φύσεως, της χρήσεως και της καταχρήσεως του εν λόγω αντικειμένου:

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο, φορητό, πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία των κατά Βασ. Νικολαϊδη «ακτημόνων του έρωτα», και το οποίο τους παρέχει, θεωρητικώς από απόσταση ασφαλείας, το οπτικό υλικό το απαραίτητο για την επιθυμητή χειράντληση φλοκίων.

Συνώνυμο: Κανωκιάλλη. Πρβλ το σλανγκικό την κάνω λάστιχο, το αρμοδιότητος εξομολογητή ιερωμένου «...η δε μαλακία οπού να γενή με το χέρι...» και το εμπειρίκειον «.....Ωωχ.....ααα.....ααααχ!!!.....Τι όμορφη που είσαι!!!!!.......τι ωραίο μουνί που έχεις!!!!!...κάνω μαλακία για σένα......αααα!!!...ααα!!!!!...Τι γλύκα.........
χύνω......χύνω για σένα.........χύνωωωω...........».

Γκμχ! Γκμχ!! Γκμχ!!! (βηξ ανακλήσεως εις την τάξιν, την σοβαρότητα και την ευπρέπεια).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο χρήστης τηλεμπάνιστρου αναλαμβάνει σοβαρό ρίσκο, σε περίπτωση επ' αυτοφώρω σβερκώματος, να καταλήξει στο πλησιέστερο νοσηλευτικό ίδρυμα με διάρρηξη του πρωκτικού σφιγκτήρα, συνεπεία της βίαιης εισαγωγής του tool of the trade στο απευθυσμένο του από τον σφίχτερμαν ζοχαδιακό συνοδό της μπανιζομένης δεσποσύνης. Επ' αυτού, ερευνάται από έγκριτους γλωσσολόγους η πιθανή σχέση του σλανγκικού όρου κωλοβάρδουλα με τη λέξη «βάρδια»= σκοπιά, επιφυλακή. Έχει ήδη απορριφθεί η σύνδεση με τη λέξη «βάρδος», εφόσον ως γνωστόν ο γυναικείος αφεδρώνας φημίζεται για αρετές που δεν σχετίζονται με την ερμηνεία ασμάτων, και ως εκτουτού κρείττον σιγάν.

Κατά τα λοιπά, θεωρείται βέβαιο ότι η απόκτηση τρίτου, οπισθίου οφθαλμού διόλου δεν βελτιώνει τις επιδόσεις του ατυχούς χειρώνακτος στο ευγενές άθλημα του οφθαλμόλουτρου, ενώ αντιθέτως του δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα αποχετευτικής φύσεως.

Το τρίτο του μάτι
σε κατασκοπεύει
αλλ' αν τον τσακώσω
από πού θ' αφοδεύει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολυάγκιστρο, ή αλλιώς αγκορέτο, ένα πολύ διαδεδομένο είδος ψαρέματος.

Έχει πάρει το όνομα του από την μορφή της αρματωσιάς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα αγκίστρια δεμένα στην σειρά, πάνω στο παράμαλο. Μπορείτε να το φτιάξετε μόνοι σας, ή να το βρείτε έτοιμο στην αγορά σε διάφορες μορφές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτιαγμένο με διάφορα μεγέθη πάχους της πετονιάς και διάφορα μεγέθη και τύπους αγκιστριών. Συνήθως χρησιμοποιείται, και μάλιστα είναι πολύ αποτελεσματικό, για το ψάρεμα του κέφαλου, του λαβρακιού και της τσιπούρας. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια να βρεθεί πιασμένο στα αγκίστρια σας ένα χταπόδι. Τα πιο κοινά δολώματα με τα οποία αρματώνουμε το πολυάγκιστρο μας είναι το άσπρο ψωμί, η σαρδέλα και η ψαροτροφή.

- Ωραία μέρα σήμερα, πάμε για ψάρεμα;
- Και δεν πάμε...
- Ψαροντούφεκο ή αγγουρέτο;
- Εμμ, αγγουρέτο σήμερα γιατί πάμε για ήπια πράγματα...

(από boulgaroktonos, 10/01/12)

Κλοπυράϊτ: εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις Σέρρες χρησιμοποιούμε την φράση: «Φάγαμε φουρφούρι» σε περιπτώσεις που πήγαμε κάπου και δεν άξιζε τα λεφτά που δώσαμε ή τον κόπο που κάναμε.

- Φάγαμε φουρφούρι!
- Ας προσέχαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικός χώρος όπου γεννιούνται και ξεκινούν από το μηδέν μεγάλες ιδέες και μεγαλόπνοα εγχειρήματα, όπως τεχνολογικές επινοήσεις, εμπορικές επιχειρήσεις ή μουσικά συγκροτήματα που κατόπιν κατακτούν τον κόσμο.

Οποιοδήποτε πρότζεκτ συλλαμβάνεται από δυο-τρεις (μπορεί και τέσσερις) φίλους στο γκαράζ του σπιτιού του ενός, συναντά την απόλυτη επιτυχία επειδή είναι δουλεμένο με κέφι, φαντασία, μπρίο, μεράκι, τό 'να, τ'άλλο και λοιπά.

Από το γκαράζ του σπιτιού ξεκίνησαν άλλωστε η αυτοκινητοβιομηχανία του Henry Ford, η Apple του Στηβ Δουλειές, η Amazon, οι Nirvana και πάει λέγοντας.

Πρόκειται φυσικά για Αμερικλανιά, όπως και η άλλη μυστική τοποθεσία, η πίσω αυλή (back yard), όπου κρύβουμε τα σκουπίδια, τις αμαρτίες μας και οτιδήποτε θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση αν έβγαινε στο φως.

Μόνο που στο Ελλάντα οι περισσότεροι μένουμε σε διαμερίσματα και δεν διαθέτουμε ούτε αυλές ούτε γκαράζ.

- ...και το e-shop είναι ένα παράδειγμα πετυχημένης ελληνικής διαδικτυακής επιχείρησης, καρπός της φαντασίας και δημιουργικότητας τριών φίλων, που γεννήθηκε στο γκαράζ του σπιτιού του ενός, στα Β.Π...
(Τάσος Τέλλογλου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίνμποξ δόκιμα (όχι σλανγκ) αποκαλείται το κουτί, ανοιχτό από πάνω, όπου μπαίνουν τα εισερχόμενα έγγραφα σε ένα γραφείο. Το νόημα της λέξης αυτής επεκτάθηκε και στον φάκελο των εισερχόμενων της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (email inbox). Και τώρα με το facebook, που έχει και αυτό ίνμποξ (χωρίς φακέλους, ούτε θέμα όμως, για να μην μπερδεύονται οι χρήστες - καταναλωτές), έχει αρχίσει πια να λέγεται ίνμποξ και το ίδιο το μήνυμα στο facebook: αυτή είναι και η slang έννοια της λέξης.

- Σου έστειλα τη διεύθυνσή μου σε ίνμποξ.

- Στείλε μου ίνμποξ το τηλέφωνό σου.

- Έχεις ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικό πρόθημα της αργκό και της καθομιλουμένης. Δεν είναι βαρύ, χρησιμοποιείται κυρίως με χιουμοριστικό και ειρωνικό ύφος, εκτός κι' αν το δεύτερο συνθετικό από μόνο του χοντραίνει τα πράματα (βλέπε παραδείγματα 4 και 5).

Πρόκειται για μία απ' τις πιο διαδεδομένες κληρονομιές της στρατιωτικής ζαργκόν στην ελληνική αργκό και καθομιλουμένη, καθώς είναι παρμένο από βαθμούς στρατιωτικής ιεραρχίας (ανθυπολοχαγός, ανθυποπλοίαρχος, ανθυποσμηναγός και λοιπά, βλέπε πιχί εδώ), ενώ κατά τ' άλλα στην τυπική γλώσσα εμφανίζεται εξαιρετικά σπάνια (δείτε τα σχετικά λήμματα στην Πύλη).

  1. Λέξεις που υπάρχουν ήδη στο σλανγκ τζι αρ: ανθυποαρβυλοφύλακας, ανθυποκωλοδάκτυλο, ανθυπομαλάκας, ανθυποτεράστιος, ανθυποτίποτας

  2. Μας είπε οτ' είναι πρωταγωνίστρια κειμέσα και κάν' οτι θέλει. Ενώ αμα μας έλεγι' οτ' είναι ανθυποκομπάρσα... (Γιάννης Δαλιανίδης, «Κορίτσια για φίλημα», 1965)

  3. Λοιπόν , το ελληνικό metal γενικά έχει ένα μεγάλο ελάττωμα κατά τη γνώμη μου : Λείπουν οι καλές φωνές.Είναι εκνευριστικό και γελοίο να ακούς μια καλή δουλειά από μια ελληνική μπάντα και ο ανθυπο-Bruce Dickinson τραγουδιστής να καταστρέφει όλη τη δουλειά.Οι παραφωνίες και η άθλια τεχνική είναι πολύ συχνές. (από εδώ)

  4. Αν δεν ήταν ανθυποσούργελο και ήξερε τι σημαίνει υπηρεσία, αλλά και τι σημαίνει υφυπουργός, δεν θα παρίστανε τη δημοσιογράφα που παίρνει συνέντευξη στον υψηλό καλεσμένο, θα φρόντιζε να έχουν ασφαλίση και να μην σκοτώνοπνται οι υπάλληλοί της. (από εδώ)

  5. Mαλακες μου, εχετε καει απ'τα πολλα τα «Ε» που πινετε!!! Γαμω τον PowerHellas τον ΚΑΤΣΙΚΟΓΑΜΙΑ και ολους τους τ-ΕΛ-ειωμένους ανθυπο-κατσικογαμιάδες! (Εσας δηλαδή).Γιδια!!!! (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό μπαμπαδίστικη προσβόλα για αραιή τριχοφυΐα, κυρίως του προσώπου.

Πέον να καταγραφεί και η παππουδίστικη εκδοχή «διαλελυμένο συλλαλητήριο» (με αύξη) που τείνει να εκλείψει.

(Διάλογος γερομπισμπίκη και γερομπινέ)

- Τι μουστάκι είναι αυτό, σαν διαλελυμένο συλλαλητήριο!
- Ασταδιάλα παλιοφούχταλο που θα πεις εσύ για το μουστάκι μου!
- Το φερετζέ σου θες να πεις μωρή σαψάλω!
- Μου αρέσει όταν μιλάς βρώμικα.
- Your place or mine, big boy;

Στο 2.10. (από Khan, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified