Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμφίσημη έννοια. Κανονικά, και σύμφωνα με την κατάληξη της λέξης, θα έπρεπε να σημαίνει εκείνον τον ντεμέκ ακροβάτη, που περπατάει, όχι με τα πόδια, αλλά με τα χέρια, δηλαδή ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω και με τα πόδια ψηλά, ακουμπώντας τις χούφτες του στο έδαφος, τον χειροβάτη. Όπως ακριβώς συμβαίνει ετυμολογικά και με τον πτερνοβάτη, το άτομο εκείνο που πάσχει απο πτερνοποδία. Η δεύτερη έννοια, που έχει κάποια σχέση με την πρώτη, έχει να κάνει με την κατάληξη -βάτης που παραπέμπει στο βάτεμα (βλ. κτηνοβάτης) στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, στο βάτεμα της χούφτας, της ίδιας του της χούφτας, δηλαδή αναφερόμαστε στον κυριολεκτικό μαλάκα. Επειδή όμως ο κάθε μαλάκας είναι και λίγο ανάποδος, με την έννοια πως δεν περπατάει στη ζωή όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι (μετά απο κάποια ηλικία) με τα πόδια, αλλά κάνει άσκοπες και ντεμέκικες ακροβασίες λογικής, που αν και δύσκολες, ωστόσο δεν εντυπωσιάζουν, και επειδή είναι και λίγο ανάπηρος στον εγκέφαλο σαν τους πάσχοντες απο πτερνοποδία, λέγοντας σε κάποιον "Είσαι χουφτοβάτης" είναι σαν να του λέμε πως είναι ντεμέκικος, ανάποδος, αμεαϊκός και μαλάκας ταυτόχρονα.

Τελικά, είσαι μεγάλος χουφτοβάτης!

Got a better definition? Add it!

Published

Μουσικό όργανο για καβλωμένους σολίστ, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον ρόλο του μαέστρου, του εκτελεστή και του ακροατή ταυτόχρονα συνθέτοντας μία ολοκληρωμένη μουσική πράξη, την μαλακία.

Στο στρατόπεδο :
- Ρε Μήτσο, χθες είχα έξοδο και γνώρισα δυο θεόμουνα, γαμώ τις γκόμενες σου λέω!
- Σοβαρά;
- Ναι, αλλά η επόμενη έξοδος είναι σε δυο βδομάδες.
- Κατάλαβα. Άντε αγόρι μου, πιάσε δουλειά να ηρεμήσεις. Ε ρε, έχει να πάει η χουφτοβιόλα σύνεφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς πιάνω, αλλά όχι οτιδήποτε. Χρησιμοποιείται κυρίως για να σεξουαλικά «πιασίματα» και παιχνίδια.

(Γνωστή η ατάκα της ταινίας)
- Τη χούφτωσες; Χούφτωσ' τη χούφτωσ' τη...

(από nick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας με την έννοια του κουταλάκια, από το κοχλιάριον ή χουχλάρι στα πιο λαϊκά, επειδή το κουτάλι είναι ανάμεσα στα σέα του πρεζάκια.

Πηγή: John Black.

ΑΣΜΑ
«Ο κοχλαράκιας» (1935)
στ.: Γ. Βιτάλης
Μουσ.: Β. Μεσολογγίτης
Ερμηνεία: Β. Μεσολογγίτης

-Ρε πώς έτσι μ’ αδερφούλη μου σαν μπαγιάτικος παστουρμάς είσαι να πούμε
-Ανακριτή σ’ έβαλα ρε ε Αν είμαι παστουρμάς ή αν είμαι σουτζούκι
-Όχι ρε, από φιλικά σε ρωτάω. Να ξέρεις δηλαδή
-Φίλος δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Συμφέρον μοναχά
Ο καλύτερος φίλος του εμαυτού σου είναι ο εμαυτός σου, για να ξέρεις
-Καλά ντε, συγνώμη ρε αδερφούλη μου

Τι σας νοιάζει αν έγινα πρεζάκιας
Και γυρίζω στους δρόμους κοχλαράκιας
Τι σας μέλει που με περιφρονάνε
Δεν με ξέρουνε και πια δεν μου μιλάνε
Αν γυρίζω στους δρόμους κουρελιάρης
Τιποτένιος τεμπέλης και αλανιάρης
Μη ρωτήσεις κοσμάκη την αιτία
Το πώς έπεσα κι εγώ στην αλητεία

Απλά κορυφαίο! (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από γυναίκες, κοριτσάκια και αδελφές. Σημαίνει βρίσκομαι μέσα σε κάτι μαλακό και ζεστό (μην πάει ο νους σας στο πονηρό, είναι υγρό αυτό το τελευταίο), στεγνό, μπορεί να είναι ρούχο, μαξιλάρι, πάπλωμα, κλπ. Γενικά είμαι προστατευμένη από κάθε κακό και νιώθω πάαρα πολύ άνετα. Ωσεκτουτού δεν χρειάζομαι κανέναν. Συνοδεύεται από το τραγούδι εκείνο που έλεγε: I don't want anybody else, when I think about you I touch myself.

επίθετο: χουχουλιάρικο

Καλά, ε; Αυτό που πήρες είναι πολύ χουχουλιάρικο! Θα το φοράς στο σπίτι όλη μέρα και θα χουχουλιάζεις...

το χουχούλιασμα σε ένα ιδανικό κόσμο (από xalikoutis, 10/10/08)Blondie - I touch myself... ;) (από Cunning Linguist, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί.

Αν και γίνεται διαχωρισμός: «το γυναικείο χουχούνι». Άρα, υπάρχει κι ανδρικό χουχούνι, προφανώς ο κώλος μια κι η λέξη προέρχεται από την καλιαρντήν.

- Βρήκε δουλειά η κόρη του;
- Πωωως. Ξύνει το χουχούνι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.

Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.

Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.

Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.

(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακάκος, ο τύπος που γελάει χωρίς λόγο.

- Γελάει στο άσχετο ο Μήτσος, το έχεις προσέξει ;
- Ναι είναι λίγο χόχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο που έβγαλαν οι οπαδοί του Παναθηναικού στον Βασίλη Σπανούλη μετά την μεταγραφή του στο αντίπαλο δέος, λόγω της συζύγου του Ολυμπίας Χοψονίδου.

Τον Χοψονίδη ή αλλιώς Φραγκοφονούλη δεν τον γουστάρω αλλά ρε αδέρφια σήμερα έπρεπε να γιουχάρουμε όσους από τους δικούς μας δεν προσπάθησαν και όχι να μπαίνουν μέσα οι κάφροι για να χτυπήσουν τους παίκτες του γαύρου.

Χοψονίδης

Ο ορισμός και το παράδειγμα τροποποιήθηκαν ώστε να μην παραβιάζουν τους όρους χρήσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified