Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.
Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.
Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.
Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο το οποίο δεν ενδιαφέρεται για τίποτα ούτε καν για τον εαυτό του. Δεν τον επηρεάζουν καταστάσεις και γεγονότα και δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τον ευαισθητοποιήσεις.
Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο, άνιωθος.
- Ρε... άκουσα ο Αλέξανδρος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... Μέγιστος σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Κορίτσι στην εφηβεία.
Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.
%
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται υποτιμητικά για κάποιο άτομο που... έχει γνώσεις και άποψη για όλα!
- Είχα βγεί χθες με τον Παναγιώτη και με έπρηξε στο μπλα μπλα κανα 2ωρο.
- Ε μα και εσύ με τον γνώστη βγήκες βόλτα; Αφού τον ξέρεις, έχει γνώμη πριν από εσένα και για εσένα.
βλ. και ξερόλας
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο κουτό-πονηρός άνθρωπος (συνήθως), αυτός ο οποίος είναι υπεράνω όλων, νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος απ 'όλους και πάει να την φέρει σε όλους.
Γνωστός επίσης και ως: Δήθεν, γιατρός, δάσκαλος, επιστήμονας, κύριος καθηγητής.
- Πω ρε φίλε, ο Κώστας κάθεται και την λέει σε όλους ! Πώς τον αντέχετε τον πονηρίδη!
- Νομίζει ότι μας την λέει, το παλληκάρι είναι για τον πούτσο. Βλάκας!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν τον νοιάζει τίποτα. Το μόνο του ενδιαφέρον είναι πώς θα περάσει καλύτερα, με όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια.
Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο.
- Ρε... άκουσα ο Γιώργος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... μέγιστος σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !
Got a better definition? Add it!