Ράτσα σκύλου. Η επίσημη ονομασία είναι Ελληνικός Ιχνηλάτης και είναι το κλασικό Ελληνικό κυνηγόσκυλο - ακριβέστερα, λαγωνικό. Ειδικότητα του τα μικρά θηράματα στο έδαφος, κυρίως οι λαγοί, αλλά τρεις-τέσσερις γκέκηδες μαζί δεν κωλώνουν να τα βάλουν και με αγριογούρουνο. Φημίζεται δε ο γκέκας και για το δυνατό του γαύγισμα που κατευθύνει τον κυνηγό. Είναι μια από τις δυο καθαρόαιμες Ελληνικές ράτσες που αναγνωρίζονται διεθνώς - η άλλη είναι ο Ελληνικός Ποιμαντικός, το κλασικό βουνίσιο τσομπανόσκυλο που τα βάζει με το λύκο.

Ο γκέκας είναι σκυλί πανέξυπνο και γενναίο αλλά μπορεί να γίνει και ατίθασσο και ξεροκέφαλο - αν η Ελλάδα είχε εθνικό ζώο δεν θα ήταν κακή επιλογή και σίγουρα θάταν προτιμότερη από την καρέτα καρέτα και την μονάχους μονάχους που είναι και κομμάτι boring. Ίσως, όμως, ο καημένος ο σκύλος νάχανε επειδή έχει Αρβανίτικο όνομα - δε ξέρω.

Πάντως, η λέξη γκέκας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και ανθρώπους, συνήθως νεαρούς εφήβους και μικρά παιδιά, που είναι ζιζάνια και φασαριόζικα αλλά ξύπνια κι έχουν κατά βάθος καλό χαρακτήρα. Είναι επιτιμητικός χαρακτηρισμός αλλά κρύβει και μια δόση περηφάνιας.

Το λήμμα ΔΕΝ είναι αυτοβιογραφικό. Το διευκρινίζω επειδή πολλά σενάρια γράφονται.

  1. Ο γκέκας πρέπει να γνωρίζει τους τόπους λεπτομερέστατα. Κάθε θαμνάκι, κάθε νεροφαγιά, κάθε πετρίτσα. Πηγαίνει αν ξέρει τα μέρη-συστημένος στα γιατάκια και ξετρυπώνει το θήραμα στο πι και φι. Αν το χάσει το ξαναβρίσκει με την ίδια ευκολία, Δεν ψάχνει άσκοπα. Τραβάει κατ' ευθείαν εκεί που ξέρει ότι πήγε να βρει το άσυλο του. Πολλές φορές μάλιστα το καταλαμβάνει «εξ' απήνης» και το πνίγει. Γι' αυτό όσοι κυνηγούν με τον γκέκα, συνήθως δεν ταξιδεύουν για να πάνε σε μακρινά μέρη που έχει κυνήγι. Μένουν στον τόπο τούς και πάντα μένουν ικανοποιημένοι. (Από το www.gpeppas.gr)

  2. - Α, ρε αφιλότιμο ... γιατί, βρε, έβαλες μουστάκι στη φωτογραφία της θειας Φωτούλας; Τι είπες ... γιατί έχει και στ'αλήθεια;;; Α, ρε γκέκα, θάρθω εκεί θα σου ισιώσω τα παΐδια ...

Κλασική φάτσα γκέκα (από poniroskylo, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφημιστικό σλόγκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '70 - στην πλήρη μορφή του ήταν «για πλύσιμο στο χέρι, η θεία Όλγα ξέρει».

Η θεία Όλγα ήταν μια ώριμη κυρία, εκεί στα 55-60, που περιφερόταν αποφασιστικά σ'έναν αγρό και μετέφερε την πείρα της σε καμμιά πενηνταριά νέες νοικοκυρές που είχαν βάλει μπουγάδα στο χέρι εκεί, έτσι σ' ένα υπαίθριο. «Θεία Όλγα» ήταν ακριβώς και το όνομα του απορρυπαντικού που χρησιμοποιούσαν (είχε και λαμπρυντικούς κόκκους). Δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι η διαφήμιση απεδείχθη απείρως πιο επιτυχημένη από το απορρυπαντικό - αν και, βέβαια, είναι λίγο οξύμωρο αυτό. Τέσπα, δείτε το βίντεο.

Το σλόγκαν έχει ψιλοεπιβιώσει - στο slang.gr έχει ήδη αναφερθεί εν παρόδω τουλάχιστον δυο φορές στα λήμματα ακριβώς, γιαγιά Ευτυχία... και μα ποιος είσαι, η ΔΟΜΗ;. Χρησιμοποιείται που και που ως ατάκα για να καθησυχάσουμε το συνομιλητή μας ότι η δουλειά του θα γίνει αν τ'αφήσει το θέμα επάνω μας αλλά καλύτερα να μην ρωτάει και πολλές λεπτομέρειες.

Το όνομα της ηθοποιού που υποδυόταν τη θεία Όλγα δεν παραδίδεται. Ξέρουμε, όμως, σε ποιόν ανήκει η πατρότητα του σλόγκαν αυτού όπως και του άλλου αξέχαστου «θαύμα φαγητό θα γίνει, με Φυτίνη, με Φυτίνη». Είναι ο Μίμης Ραβάνης-Ρεντής (1925-1996), πολυγραφότατος συγγραφέας θεατρικών έργων, αστυνομικών μυθιστορημάτων και παιδικών βιβλίων, και από τους βασικούς συντελεστές της κλασικής ραδιοφωνικής σαπουνόπερας «Το Σπίτι των Ανέμων». Α, ναι, και δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, υπεύθυνος πολιτισμού της ΕΠΟΝ και ο στιχουργός των τραγουδιών «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» και 'Ο Μπελογιάνης ζει«. Η θεία Όλγα του προέκυψε γιατί επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση επειδή δεν μπορούσε να δουλέψει αλλού. Απίστευτος τύπος, κυρίως διότι παρά τα όσα έκανε κατάφερε να παραμείνει κατά βάση ανώνυμος.

«Η θεία Όλγα ξέρει» ήταν και ο τίτλος επεισοδίου του 1990 από την τηλεοπτική σειρά »Οι Τρεις Χάριτες« - με Άννα Παναγιωτοπούλου στο ρόλο της Όλγας Χαρίτου.

Aσταδγιάλα, retromaniax.gr καταντήσαμε δω μέσα.

- Άσε, ρε μαλάκα ... δε σε πιστεύω ... δηλαδή, τι θα της πεις της Ευλαμπίας και θα την ψήσεις νάρθει ... - Άστο, αγόρι μου ... άστο πάνω μου ... η θεία Όλγα ξέρει ... εσύ πλύνε το πουλί σου - ξες, έτσι καλά ... με κάτι που νάχει και λαμπρυντικούς κόκκους ... έτσι, για ν' αστράφτει - και για τ'άλλα μη σε νοιάζει ... σου λέω, η θεία Όλγα ξέρει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορηματική απάντηση σε δυο ερωτήματα που πολύ έχουν απασχολήσει την κοινωνική φιλοσοφία από αρχαιοτάτων χρόνων.

  • Ερώτημα α: γεννιέσαι ή γίνεσαι;
  • Ερώτημα βου: αλλάζει ο άνθρωπος;

    Η απάντηση που δίνεται, εν προκειμένω, είναι α) η μαλακία είναι εκ γενετής και βου) ελπίδα επανένταξης δεν υπάρχει.

Ίσως ορισμένοι να θεωρήσουν την τοποθέτηση αυτή μοιρολατρική αλλά δεν μπορούν να αρνηθούν ότι είναι και ρεαλιστική. Και, δεδομένου του όγκου της μαλακίας που μας περιβάλλει - και της εμμονής του κάθε μαλάκα στη μαλακία του - δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο. Μάλιστα, στο φατσοβιβλίο έχει συσταθεί κατ' αυτάς γκρουπ ακριβώς με αυτή την επωνυμία: ΑΜΑ Ο ΑΛΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ,ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ!!!... (τα κεφαλαία και τα θαυμαστικά δικά τους). Τον Φεβρουάριο του 2009, το συγκεκριμένο γκρουπ είχε πάνω από 4,000 μέλη. Όπως είπε κι ένα απ' αυτά, τους ενώνει το γεγονός ότι τη φράση αυτή «kai mia k 2 kai 1231231498 fores thn leme ka8hmerina.» (τα greeklish δικά της).

Τα μέλη του γκρουπ έχουν διατυπώσει την βασική τους θέση με πολλούς τρόπους και αντιγράφω κάποιους απ' αυτούς:

  • mia fora malakas pada malakas!!!!
  • Τι γίνεσαι,τι γεννιέσαι - μαλάκας είσαι.
  • Once malakas,always malakas!
  • otan o an8rwpos einai malakas teleiwse!!!den exei piswgyrismata!!!!!!!!!!!!!!!!!!
  • xaxaa!!giati an kapoios einai skatomialos kai skatokefalos den allazei!!oso kai na prospatheis na tou allaxeis ta miala toso pio poli tha emenei sti malakia tou!!
  • γεννιεται δεν γινεται.ειναι μικρος μαλακας κ μεγαλωνοντας γινεται μεγαλος μαλακας.κ στις δυο περιπτωσεις μαλακας παραμενει,μονο το μεγεθος αλλαζει

Η σωστή εκφορά της φράσης προϋποθέτει, φυσικά, τον τονισμό του δεύτερου είναι - άμα ο άλλος είναι μαλάκας, ΕΙΝΑΙ μαλάκας ...

Σχετικό λήμμα: ο βλάκας είναι ανίκητος.

Κάπως σχετικά λήμματα: άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος και πού να τρέχεις με τα τακούνια ...

- Έμαθες τι έγινε με το μαλάκα το Νούλη;
- Όχι ρε, τι έκανε πάλι ο μαλάκας; - Ε, χώρισε με τη Θεανώ ... τον σούταρε κανονικά ...
- Κρίμα, ρε πστ! ... ήτανε σωστή γκόμενα η Θεανώ ... αλλά καλά τον έκανε διότι ο Νούλης είναι και μαλάκας, σε ενημερώνω ... κάποια μαλακία θάκανε πάλι, δε γεννάται θέμα ...
- Ε, ναι ... τον έκανε τσακωτό με τη Βίλλυ ...
- Με τη Βίλλυ; Την κολλητή της τη Βίλλυ; Καλά ρε, μ' αυτήν δεν είχε πάει να γίνει ένα σκηνικό την Πρωτοχρονιά και τού 'χε πει η Θεανώ του μαλάκα ότι έχει μία κίτρινη και ν'αράξει; Και πήγε πάλι και την έπεσε στη Βίλλυ ο μαλάκας; - Ε, αγόρι μου, τι τα θες ... άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας ...
- Αυτό να μου πεις ... δεμελέρε, με παίρνει με τη Θεανώ; Πώς με βλέπεις;
- Είσαι μαλάκας ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοινή έκφραση που δηλώνει ότι κάτι δεν λέει, ότι η ποιότητά του είναι από επιεικώς μέτρια έως και κακή. Όταν κάτι είναι απολύτως άθλιο, τραγικό, λέμε ποοολύ μάπα το καρπούζι.

Συνήθως, η έκφραση κρύβει και μια απογοήτευση -ότι, δηλαδή, καλύτερα τα περιμέναμε τα πράγματα, αλλά οι προσδοκίες και οι ελπίδες μας διαψεύσθηκαν. Ενίοτε, βέβαια, όταν οι προσδοκίες μας ήταν ούτως ή άλλως χαμηλές και επαληθεύθηκαν, η έκφραση λέγεται και ως αυτο-επιβεβαίωση και, ίσως, και με μια διάθεση χαιρεκακίας -εγώ το ήξερα και σας τό 'χα πει ότι θα ήταν μάπα το καρπούζι.

Η διάδοση της έκφρασης οφείλεται, φυσικά, στο γεγονός ότι μας περιβάλλουν όλο και περισσότερο πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που είναι κατά τεκμήριο μάπα - αλλά, διάφοροι πι-αρ-τζήδες προσπαθούν να μας πείσουν περί του αντιθέτου και η απογοήτευση που ακολουθεί ζητά διέξοδο. Συμβάλλει, όμως, στην διάδοση της έκφρασης και ότι είναι πασπαντού: ο κυβερνητικός ανασχηματισμός, το i-Phone, η αμερικλανιά που κακώς ενδώσαμε και πήγαμε να δούμε χτες, το φαγητό στην ταβέρνα μετά όπου μας έριξαν κι ένα καζίκι, το γλυκό γκομενάκι απ' το τσατ που απεδείχθη γκραν πιριπιτσόλι εκ του σύνεγγυς -σε όλα αυτά κάλλιστα κολλάει το μάπα το καρπούζι.

Κάποιες φορές, εννοείται, αναφερόμαστε και σε καρπούζια, από κείνα που βγαίνουν στα μποστάνια. Όταν το καρπούζι βγει άγουρο και άγλυκο λέμε ότι είναι σα μάπα, δηλαδή σα λάχανο. Και ποτέ δεν μπορείς νά 'σαι σίγουρος τι καρπούζι ψώνισες. Τα διάφορα του είδους «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» και άμα το χτυπήσεις το καρπούζι κι ακουστεί καμπανιστό είναι ώριμο και νόστιμο -ε, είναι γνωστό ότι δεν λειτουργούν. Ο μόνος εγγυημένος τρόπος να καταλάβεις αν το καρπούζι είναι καλό είναι να δεις αν πηδάει.

  1. Στα Κανάρια που έχω πάει και έκατσα 3 εβδομάδες γιατί είχα την κολλητή μου και δούλευε, θα σας πω μάπα το καρπούζι. Όλο αυτό που βλέπεις είναι ψεύτικο. όλα είναι τεχνικά τίποτε δεν είναι φυσικό στα Κανάρια. Ακόμα και η λευκή αμμος στην παραλλία την έχουν φέρει απο αλλού δεν θυμάμαι απο που.

(από το φόρουμ του www.teleiosgamos.gr, συζήτηση για τον ιδανικό προορισμό για ταξίδι του μέλιτος)

  1. - Τι λέει, ρε, αυτό το καινούργιο το δεξί εξτρέμ που μας έφερε η προεδράρα; - Παλτό, παλτό, άσε καλύτερα ...
    - Εμ, φαινότανε ότι θα βγει μάπα το καρπούζι ... ο Αρμένιος Μαραντόνα και καλά ... Απιθανοπουλιάν, είπες, τον λένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ο ευνούχος - από το τούρκικο hadim.

Πιο χαλαρά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ανίκανο, αυτόν που έχει αδυναμία στύσης. Ακόμη πιο χαλαρά, τον ανέραστο, τον αδιάφορο για τα ερωτικά. Η λέξη λέγεται και για τον μικροτσούτσουνο - η χρήση αυτή είναι λάθος, βασικά, αλλά έχει μια πλάκα.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη είναι κυρίως Βορειοελλαδίτικη. Προφέρεται δε ως χα-dd-ουμ-s. Δεν είναι ακριβώς βρισιά - θυμάμαι να τη λέει τη λέξη και η γιαγιά μου - αλλά είναι φοβερά απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Όχι τόσο γιατί ο χαντούμης δεν μπορεί να πηδήξει, όσο γιατί δεν μπορεί να κάνει παιδιά.

Μεταφορικά, χαντούμης είναι και αυτός που δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά, ειδικά μια δουλειά που θέλει αρχίδια και τσαμπουκά. Έτσι, σημαίνει και αυτόν που κωλώνει, τον δειλό και, κατ' επέκταση, τον θρασύδειλο και ύπουλο άνθρωπο που επειδή δεν μπορεί να σου τη βγει στα ίσια θα σου τη φέρει από πίσω.

Για τα αντώνυμα δες και τα λήμματα βαρβάτος και βαρβατίλα

  1. - Τάρανδο τον έχει κάνει τον κυρ Παναγιώτη η Φροσάρα ... τσίπα δεν έχει μείνει πια στον κόσμο ...
    - Καλέ, τι λες τώρα ... αφού χαντούμης ειν' αυτός, όλη η γειτονιά το ξέρει ... τι θες να κάνει η γυναίκα ... έχει τις ανάγκες της κι αυτή ...

  2. ... κλείνω τη συνεισφορά μου στον προκείμενο κριτικό έρανο, ελέγχοντας δύο (σκόπιμες;) παρερμηνείες του Σροτ σε κρίσιμα θέματα του ιλιαδικού έπους. Η μία έχει να κάνει με τη δήλωσή του ότι απουσιάζει παντελώς το ερωτικό θέμα στην ομηρική Ιλιάδα, επειδή ο ποιητής της υπήρξε δήθεν χαντούμης. Η άλλη προβάλλει τον αυθαίρετο ισχυρισμό ότι στο ιλιαδικό έπος διακρίνεται δήθεν η στρατιωτική αταξία στο στρατόπεδο των Αχαιών από την ευταξία των αντιπάλων τους, που εκπροσωπούν την ασσυριακή πειθαρχία. (από άρθρο του Δ. Ν. Μαρωνίτη στο ΒΗΜΑ, 20/01/08)

  3. Γώ σε λέγω πού είμαι χαντούμ ς, και συ με ρωτάς πόσα παιδιά έχω. (Παροιμία από τις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης)

  4. Εκτός από χανούμης είσαι και χαντούμης. (Καταλυτικό επιχείρημα με στόχο φίλαθλο της ΑΕΚ από το http://erythrolefkometerizi.blogspot.com)

  5. -Καλά, είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ ήταν χαντούμης και είδες πώς του βγήκανε τ΄απωθημένα ... αυτούς να φοβάσαι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που εκφράζει ενθουσιώδη επιδοκιμασία - αυτά είναι!, αστεράτο!, σπεκάουα!, όλα τα λεφτά!, όλα τα λέιζερ πάνω σου! και το παλιό, κλασικό «ένας ρούμπος στην κυρία».

Το douze points!!! μπορεί να κολλάει σε άλλη καλή ατάκα που προηγήθηκε, ειδικά αν ήταν αποστομωτική, και τότε συνιστά γνήσια επιβράβευση. Λέγεται όμως και ειρωνικά - π.χ. αν κάποιο παιδί-βιολί ανακοινώσει με ύφος σαράντα καρδιναλίων και ως μεγάλη ανακάλυψη κάτι γνωστό από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, όταν ο κάθε Αλέξης Κωστάλας δίνει τα αποτελέσματα της τηλεφωνικής ψηφοφορίας στη χώρα του είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά - στα Αγγλικά για να τα καταλάβουμε και στα Γαλλικά διότι οι Γάλλοι είναι φορτικοί και σωβινιστές και το έχουν επιβάλλει. Το douze points!!! είναι το τελευταίο πράμα που ακούγεται στον κάθε γύρο της ψηφοφορίας και έχει μείνει ως εμβληματική φράση της γενικότερης μαλακίας της Γιουροβίζιον, ειδικά όπως την προφέρουν οι παρουσιαστές που μιλάνε γαλλικά μια φορά στα δύο χρόνια.

Επίσης εμβληματική φράση είναι και το nul points=μηδέν πόντοι, το αντίθετο δηλαδή. Αυτό, όμως, δεν λέγεται τόσο συχνά - μόνο στην ανακεφαλαίωση της συνολικής βαθμολογίας - π.χ. United Kingdom: no points, Royaume Uni: nul points. Ως συνήθως.

Το Douze points!!! - και το nul points - είναι ατάκες με διεθνή εμβέλεια και με ιδιαίτερη διάδοση σε χώρες που προ καιρού έχουν πάρει την Γιουροβίζιον στην πλάκα. Η Ελλάδα, η οποία το 2006 είχε διατάξει τις πρεσβείες της στο εξωτερικό να κάνουν καμπάνια υπέρ της Βίσση, προφανώς και δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές. Η Ιρλανδία, από την άλλη, που έστειλε πέρσι ένα τραγούδι-παρωδία με τον τίτλο (ανορθόγραφο) Irelande Douze Pointe και με ερμηνευτή μια γαλοπούλα, είναι, προφ, παράδειγμα προς μίμηση. Ατυχώς, το τραγούδι δεν πέρασε στον τελικό.

Ανάδοχοι λήμματος: Hank - ΔΠ, Vrastaman - σχόλιο εδώ.

  1. - And twelve points goes to the Netherlands ... - Netherlands - twelve points!! ... Les Pays-Bas - douze points!!!

  2. - Ρε συ, έχω καυτή είδηση ... φρέσκο πράμα ... η Θεανώ τον έστειλε το Νούλη ... - Αγορίνα μου, εσύ ... Douze points!!! ... τίποτα δεν σου ξεφεύγει ...
    - Ε, μαλάκα, είπαμε ... το αυτί της γής είμαι ... αυτό που θάθελα να ξέρω τώρα είναι ποιός βάζει στη Θεανώ ...
    - Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό χωριό κάπου στην Ψωροκώσταινα. Το ορίτζιναλ κωλοχώρι - εκκλησία, καφενείο, μονοθέσιο σχολείο, δυο γαϊδούρια κι ένα Ντάτσουν. Κάπου ανάμεσα στου διαόλου τη μάνα και στου διαόλου το ξεσταύρι. Μπροστά στην Κωλοπετεινίτσα το Λέτσοβο είναι Ελβετία.

Στην τρέχουσα, η Κωλοπετεινίτσα είναι ο κατ'εξοχήν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για έναν τόπο. Μονον η Άνω Κωλοπετεινίτσα νοείται χειρότερο μέρος.

  • Όλοι οι Έλληνες (σχεδόν) έχουμε κάποια σχέση με χωριό και επαρχία. Αλλά, επειδή είμαστε και ψώνια, η δική μας οικογένεια κατάγεται, βέβαια, από κάποια ένδοξη και ειδυλλιακή Θυμαριά, ενώ όλοι οι άλλοι είναι βλαχαδερά που μόλις κατέβηκαν από κάποια Κωλοπετεινίτσα. (Παρ.1)
  • Στην πολιτική αργκό, η Κωλοπετεινίτσα είναι ο κατ'εξοχήν τόπος-θύμα της κρατικής αδιαφορίας και εγκατάλειψης. (Παρ.2)
  • Κατά συνέπεια, η Κωλοπετεινίτσα δηλώνει και τον τόπο της απόλυτα δυσμενούς μετάθεσης του δημόσιου υπαλλήλου - αντίστοιχο με την πινέζα στον στρατό. (παρ.3)
  • Όμως, στα πλαίσια των κατά καιρούς Μαυρογιαλούρικων προσπαθειών να υλοποιηθεί η αποκέντρωση και καλά, η Κωλοπετεινίτσα προσελκύει συχνά δυσανάλογα κονδύλια με κωμικά αποτελέσματα - δες και TΕΙ Κωλοπετεινίτσας. (Παρ.4)
  • Μια ειδικότερη χρήση προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό όπου Κωλοπετεινίτσα είναι, συνήθως με δόση υπερβολής, η ομάδα ό,τι νά 'ναι, το απόλυτο αουτσάιντερ. (Παρ. 5 & 6)

Εν κατακλείδι, και η ατάκα κλασικού ανεκδότου όπου, αφού έχουν γίνει διάφορα, ο διεθυντής ρωτάει ξύπνιο υπάλληλο του τον οποίον θέλει να προωθήσει:

-Από που είπαμε ότι είσαι; - Από ένα μικρό χωριό, κύριε διευθυντά, δεν θα το ξέρετε έτσι κι αλλιώς. - Πες μου, παιδί μου. - Ένα κωλοχώρι είναι, κύριε διευθυντά. Βγάζει μόνο ποδοσφαιριστές και πουτάνες - Ε, ποιό είναι; Πες μου, μη ντρέπεσαι - Κωλοπετεινίτσα το λένε. - ΑΑΑ, από εκεί είναι η γυναίκα μου. - Σοβαρά; Και σε ποια ομάδα παίζει;

  1. - Άστηνε, μωρέ, τη μερσεντοσουσού ... έβαλε το περιπτερόκλεϋ και νομίζει κάποια είναι ... στην Κωλοπετεινίτσα το σκατό τους παξιμάδι τοκάνανε μέχρι χτες ...

  2. Λες πως ”Είναι φυσικό μια περιοχή πλούσια, με μεγάλο πληθυσμό, που προσφέρει στην οικονομία της χώρας, να ζητεί να την αντιμετωπίσουν διαφορετικά από την άνω κωλοπετεινίτσα με το χωματόδρομο.” Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Να την αφήσουμε λοιπόν την ”κωλοπετεινίτσα”, την κάθε ”κωλοπετεινίτσα”, να ερημώσει; (από το http://www.varometro.net/blog/)

  3. Ένας απλός τρόπος για να αντιληφθεί κάποιος τον χαρακτήρα ενός άλλου ανθρώπου είναι να τον δει πως χειρίζεται την εκάστοτε εξουσία που του παρέχεται. Οποιαδήποτε μορφή εξουσίας! Από μία μικρή θεσούλα στο δήμο στην Κάτω Κωλοπετεινίτσα και από μία «σαρδέλα» που παίρνει ένα μπαζοδέκανο στον στρατό μέχρι το «βόλεμα» στις δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους και την εκλογή στον βο(υ)λετικό θώκο στη Βουλή! (από το http://numbinvolos2006.blogspot.com)

  4. - Μορφωμένο παιδί ... έχει βγάλει ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής στην Κωλοπετεινίτσα ...
    - Ναι, κι ο δικός σου που σπούδασε Εκ.Πα.Πε. στο Πούτσεστερ καλύτερος είναι ...

  5. - Με ποιον κληρωθήκαμε ρε στο τζαμπιον σλινγκ; Περνάμε; - Τσέλσι ... δεν την παλεύουμε ... μια Κωλοπετεινίτσα απ' τη Λιθουανία και η Βαλένθια ... όλη η ιστορία είναι να περάσουμε από το Ριαθόρ ...

  6. Κι η Κωλοπετεινίτσα κέρδισε τον Ολυμπιακό,
    Τον Όλυμπο και την Αθανασία. (από το τραγούδι «Της Κωλοφωτιάς», στίχοι-μουσική: Νικόλας Άσιμος)

♪♫ Got a little rectal she-rooster ♪♫ (από Vrastaman, 08/02/12)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της κερκίδας. Κριάρι είναι ο δυνατός και άτεχνος παίκτης. Γεροδεμένος και καλός στις κουτουλιές - συγνώμη, κεφαλιές - αλλά δυσκίνητος και απελπισία όταν η μπάλα είναι κάτω. Μηδέν τρίπλα, μηδεν πάσα, μηδέν αντίληψη - αλλά παληκάρι και συχνά σκληρός. Συνήθως σέντερ μπακ. Μια-δυο φορές σε κάθε ματς επιχειρεί κατεβασιά με τη μπάλα στα πόδια - πολύ γέλιο. Μπορεί να είναι και σέντερ φορ με ανάλογα χαρακτηριστικά - το λεγόμενο «φουνταριστό» σέντερ φορ που ρίχνει άγκυρα στη μικρή περιοχή των αντιπάλων και προσπαθεί να πάρει τις κεφαλιές.

Κριάρια, από το Rams, είναι και το παρατσούκλι της Αγγλικής Derby County. Δεν υπάρχει - απαραίτητα - σχέση.

ُΣχετικά λήμματα: άμπαλος, Ampalinho (Αμπαλίνιο), δεν τη βρίσκει με τίποτα, δεντηβρίσκοβιτς, δεν κόβει ούτε με βαλέ, δρεπανηφόρο άρμα

  1. O Aβραάμ μέχρι πρότινως ήταν ένα κριάρι. Ένα άμπαλο κριάρι, του οποίου το καλό όνομα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης (σχόλιο για τον κεντρικό αμυντικό του Ολυμπιακου Αβράαμ Παπαδόπουλο στο φόρουμ ΑΕΚΑΡΑ, www.rocking.gr)

  2. Οτι είναι άτεχνος και ατσούμπαλος συμφωνώ,αλλά δεν αμφισβητώ πως είναι δυνατός και γρήγορος..Εξάλλου ο ¨Αντζας ξέρει πολλή μπάλα για σέντερ μπακ,αλληλοσυμπληρώνονται..Όλες οι ομάδες έχουν έναν κουμανταδόρο και ένα κριάρι στην άμυνα για να κάνει τη βρώμικη δουλειά... (από το www.fmgreece.gr, πάλι για τον Αβράαμ)

Ο Αβράαμ - αν η μπάλα ήταν τόσο μεγάλη θα την είχε βρει (από poniroskylo, 24/02/09)Το σήμα των "Κριαριών" (από poniroskylo, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελλάθηκα, τα 'παιξα. Χαρκόρ Σερραϊκό ιδίωμα.

Όλη η Ελλάδα έψαχνε πέρσι να βρει τι σημαίνει η λέξη όταν έκανε την εμφάνιση της στα γήπεδα σε πανώ με το σύνθημα «Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό» - σημαίνει ακριβώς τρελλάθηκα, χάζεψα, πωρώθηκα με την ομάδα. Με την σωστή Σερρέικη προφορά ακούγεται ως σσσαψαλλώθκα.

Από το σαψάλης, με την έννοια που έχει στα Σερρέικα - του παλαβού, του τρελλαμένου. Σαψάληδες, ειδικότερα, αυτο-αποκαλούνται οι φανατικοί οπαδοί του Πανσερραϊκού. Ένα από τα fan clubs του Πανσερραϊκού έχει την επωνυμία Che Guevara και ο πολύ χάλια σαψάλης λέγεται σαψαλίστας, έτσι σ' ένα πιο Αργεντίνικο.

Δες και το λήμμα ακανέδες.

1, Το πανό που λες έχει κάνει το γύρο της Ελλάδας. Πέρσι οι τυπάδες της Αθλητικής Κυριακής ρωτούσαν να μάθουν τι σημαίνει σαψαλώθηκα ... (από το http://totalfans.gr/)

  1. O Πανσερραικος ειμαστε κυριως εμεις οι σαψαληδες στην κερκιδα ... (από το φορουμ οπαδών του Πανσερραϊκού Che Guevara)

  2. (Σχόλιο οπαδού του Πανσερραϊκού σε τοπικό ραδιόφωνο, από το blogmanos.blogspot.com)

«Τρώγοντας πατλάκια, παίρνοντας ο ένας σαψάλης τον άλλο σερσέμη τζίνανα, θα ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κιρπίτσ' που θα βρούμε μπροστά μας..»

(Τρώγοντας ποπ κορν, παίρνοντας ο ένας τρελός τον άλλο τρελό στην πλάτη θ' ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κακομοίρη που θα βρούμε μπροστά μας)

Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό - ΤΟ πανώ (από poniroskylo, 27/02/09)Συμμαχία σαψαλίστας- τρακτερίστας (από poniroskylo, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σερραίος. Στον πληθυντικό, ειδικότερα, η ομάδα και οι οπαδοί του Πανσερραϊκού.

Από το γλυκό ακανές, ένα είδος λουκουμιού που παράγεται μόνο στις Σέρρες (γιατί άραγε;). Εκτός από νισεστέ, ζάχαρη, νερό και αμύγδαλα που περιέχουν τα συνηθισμένα λουκούμια, οι ακανέδες έχουν και βούτυρο - είναι, δηλαδή, ακόμη πιο λιγωτικοί και κάθονται κουρσούμια στο στομάχι.

Σαλονικιοί, Δραμινοί και Καβαλιώτες αποκαλούν τους Σερραίους - και τον Πανσερραϊκό - ακανέδες με διάθεση προφανώς μειωτική (Παρ.1). Οι ίδιοι οι Σερραίοι το 'χουν, βασικά, πάρει στην πλάκα (Παρ.2), αν και οι fans του Πανσερραϊκού προτιμούν να αυτο-αποκαλούνται σαψάληδες.

Η ετυμολογία της λέξης ακανές δεν είναι ξεκαθαρισμένη. Μια λογική εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το τούρκικο hakan'e helva, όπου hakan=ο Χάνος, ο πρίγκηπας (όχι αυτός) και helva=ο χαλβάς και ευρύτερα το γλυκό. Και είναι γεγονός ότι οι ακανέδες είναι κληροδότημα των Οθωμανών.

  1. Με αυτήν την ομάδα παίζω στοίχημα χωρίς συναίσθημα και την ποντάρω να κερδίζει συνέχεια. Κανονίστε να αναστήσουμε τους ακανέδες την επόμενη αγωνιστική … (από το www.paokmania.gr, οπαδός του ΠΑΟΚ εξηγεί την στρατηγική του στο στοίχημα - εννοείται ότι στο επόμενο ματς ο ΠΑΟΚ κανόνισε και έφερε ισοπαλία στις Σέρρες και τα γιούρια του τύπου προφανώς πήγαν στον κουβά).

  2. Σύνθημα των οπαδών του Πανσερραϊκού:

Η κόσμια εκδοχή - Άι βε κι άι βε, ούζο κι ακανέ!

Η real εκδοχή - Άι βε κι άι βε, πούτσο κι ακανέ!

Όπου άι=άντε και βε=το εμβληματικό Σερρέικο μόριο, ισοδύναμο με το βρε ή το μπρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified